Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

λουσμένη μές στο Ποίημα


Μια φωτογραφία κι ένα ποίημα για τη Νένη Τσαδήλα 





Στο χωριό μας οι ''μπάμπες" σε άρρώστιες -από την παραμικρή μέχρι την πιό σοβαρή- συνήθιζαν να πηγαίνουν στον ασθενή τα "αρρουστ'κά" (για να δυναμώσει και να ξεπεράσει τη αρρώστια του). Κάτι ταπεινά ψημένα μήλα ή κυδώνια, δυό-τρία  πορτοκάλια κρυμμένα στην μαύρη ποδιά τους που καμώνονταν τα χρυσά, κι ακόμα ξερά σύκα ή χουσιάφια (κομπόστες ζεστές με μέλι και κανέλα) σε κάποιο βαθύ πιάτο της σούπας...

Η ιατρική μου ιδιότητα και ειδικότητά δεν μου επιτρέπουν καμμιά σοβαρή παρέμβαση Νένη, στον δικό σου αγώνα από τον οποίο περιμένω πως [ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ! T' ακούς;] θα βγεις νικήτρια. Ίσα που καταφέρνω ν' αποθέσω στο κομοδίνο σου: την αρκούντως ψυχοθεραπευτική φωτογραφία που "τράβηξα" κάποτε στην Κρήτη και τον -πολυαγαπημένο!-  Ρεμπώ που ανέσυρα από τα βιβλία που με περιστοιχίζουν, μ' όλη μου την αγάπη και την έγνοια.

Λογάριασέ με λοιπόν σαν ...μια βογατσιώτισα μπάμπω κι εμένα, που ήρθα με τα δικά μου αρρωστικά διαδικτυακά, μια και "οι γιατροί δεν αφήνουν".



Καθώς κατέβαινα ατάραχα Ποτάμια,
Δεν ένιωθα οδηγημένο από τους πλοηγούς
Κραυγάζοντες Ερυθρόδερμοι τους έβαλαν σημάδι
Σε πασσάλους χρωμάτων αφού τους κάρφωσαν γυμνούς.

Διάρα δεν έδινα για ούτε ένα από τα τσούρμα,
Αν κουβαλούσα μπαμπάκι εγγλέζικο ή στάρι φλαμανδικό
Σαν με τους πλοηγούς μου τέλεψαν τούτοι οι σαματάδες
Τα Ποτάμια όπου η ψυχή μου τράβαγε μ' άφησαν να κατεβώ.

Μες στης παλλίροιας τους οργισμένους παφλασμούς,
Εγώ, επέρσι τον χειμώνα, απ' τα τσέρβελα πιό κουφό τα παιδικά,
Έτρεξα! Και οι Χερσόνησοι με τους σπασμένους κάβους
Δεν δοκίμασαν πανδαιμόνια πιο θριαμβευτικά.

Η καταιγίδα ευλόγησε τα ναυτικά εγερτηριά μου

Κι από φελλό πιο έλαφρύ πάνω στα κύματα έστησα χορό
Που αιώνες τα λένε ατράκτους θυμάτων,
Δέκα νυχτιές, δίχως να αποζητήσω των φανών το μάτι το ζαβό!

Γλυκύτερο απ' όσο  για τα παιδιά η σάρκα των μήλων των ξινών,

Το πράσινο νερό μούλιασε το κύτος μου από ελάτι
Και με λεκέδες μπλάβων κρασιών και ξερατών
Με ξέπλυνε, σκορπίζοντας γάντζο και διάκι.

Είμαι λουσμένο, από τότε, μες στο Ποίημα,
Της Θάλασσας, μουσκίδι απ' άστρα και γαλατερός σελαγισμός,
Τα πράσινα καταβροχθίζοντας τα βάθια, όπου ίσαλη γραμμή χλωμή
Κι εκστατική, ανάρια κατεβαίνει ένας πνιγμένος σκεφτικός.

Όπου, βάφοντας ξαφνικά τις μελανάδες, φρενίτιδες

και ρυθμοί άργοί κάτω απ' της μέρας τις φωτοβολές,
Πιό δυνατές από το αλκοόλ, κι από τις λύρες μας πιό πλατιές,
Κορώνουνε οι πυράδες του έρωτα οι πικρές!

Ξέρω τους ουρανούς που σκάνε σε μαρμαρυγές, και τους τυφώνες

Και τ' αντιμάμαλα και τα ρεύματα: ξέρω το βράδυ, την Αυγή
Αναπτερωμένη όμοια  με ένα λαό περιστεριών,
Και εκείνο που ο άνθρωπος νόμισε ότι είδε, εγώ κάποιες φορές το έχω δει [...].


                Αρθούρ Ρεμπώ, από Το Μεθυσμένο Καράβι [μτφρ. Ελένη Κόλλια].


2 σχόλια:

  1. μακάρι τὰ φάρμακα νὰ εἶναι πάντα τόσο σεβαστικά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτός είναι ενας λόγος ( υπάρχουν χιλιάδες ακόμη) που χαίρομαι που σε γνώρισα Νώντα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή