Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

"Σημασία δεν έχει να δίνεις στο δικό σου μέρος [...]




...παρά μόνο να δίνεις".




Ο Αλέκος Ζούκας υπήρξε ένας ταλαντούχος, ιδιοφυής και προ πάντων βαθειά σκεπτόμενος άνθρωπος. Μας έγινε γνωστός ως Δημοσιογράφος, ερευνητής της λαϊκής παράδοσης, συγγραφέας, ραδιοφωνικός παραγωγός. Μετήλθε δεινά καραούλια στον βιοπορισμό και στα 56 του μόλις- νικήθηκε από τον καρκίνο.

Όσο έζησε, απόκτησε φίλους, τραγούδησε, ήπιε, γλέντησε, έγραψε, λάτρεψε πράγματα. Δεν επέτρεψε να περάσει χαμένη η περπατησιά του πάνω στη γη. Δεν έτυχε να τον γνωρίσω δια ζώσης. Δεν συναντηθήκαμε ποτέ… Ξέρω όμως πως κάποιο βράδυ, σε εκπομπή του στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ, ξεχώρισε ένα απόσπασμα από δημοσιευμένο κείμενό μου [για το «Ματαρόα»] και το διάβασε στους ακροατές του... 

Τον θυμήθηκα σήμερα καθώς και φέτος καταρτίσθηκε το πρόγραμμα των "Δραγουμείων 2018" στην ιδιαίτερη πατρίδα. Μου έκανε καλό που η φονική του πένα ψαλίδισε για τα καλά την εθιμοτυπικώς (ανά έτος υποτροπιάζουσα), χωριάτικη -και …εντελώς «βαράτε με κι ας κλαίω»- πικρία μου:


Έλεγα πάντα - προσπαθώντας να ειρωνευτώ ή μάλλον να υπομνήσω, πως η κορυφαία στιγμή κάθε δημιουργού είναι αυτή κατά την οποία θα ερμηνεύει, ή θα απαγγέλλει τα ποιήματά του ή θα εκθέτει τα έργα του μπροστά στο ολιγομελές κοινό του καφενείου της γειτονιάς του, ή του ταβερνείου της γενέτειράς του! Έχουν φυσικά προηγηθεί οι σχετικοί θρίαμβοι, τα διάσημα πάλκα και κοσμοπολίτικα Hall΄s, οι κορυφαίες γκαλερί και οι βαρύτιμες εκδόσεις. Έχουν προηγηθεί επίσης οι έπαινοι, οι εκδοτικές επιτυχίες, τα βραβεία συνοδευόμενα πάντα από επίσημα δείπνα και τι δυστυχία με παρακαθήμενους, κατά κανόνα, ανθρώπους της εξουσίας, δηλαδή ανθρώπους χωρίς καμία ανθρώπινη δεξιότητα ή δημιουργική …αδυναμία. Το απόλυτο κενό! Και πάντα κάποιο βλέμμα άδειο και απαστράπτον, χρώματος ξανθού, ενίοτε, θα δείχνει τα ολόλευκα του δόντια στο φακό. Τρομερό, μασάει πάντα trident...


Η γενέτειρα καμάρωνε με τα αποκόμματα των εφημερίδων, ο δήμαρχος απηύθυνε εκκλήσεις για την παλιννόστηση των δημιουργών οργανώνοντας προς τιμήν τους βραδιές στις οποίες οι συγγενείς μέσα στην άβολη καινούργια τους αμφίεση έστεκαν απορημένοι μη μπορώντας να αντιληφθούν τι είναι π.χ. το «Όμποε», ή ο «Κυβισμός» και επακόλουθα «προς τι όλος αυτός ο ντόρος». Οι δημιουργοί κατσιασμένοι κάτω από κενά ή λαίμαργα βλέμματα, αισθανόμενοι όλη αυτή την πίεση δεν έβλεπαν την ώρα που επιτέλους θα αναχωρήσουν. Ο λόγος πάντα υπήρχε, κάποιο προγραμματισμένο κονσέρτο, η μια αναδρομική έκθεση κ.ο.κ. Η γενέτειρα παρέμενε σιωπηλή και απορημένη με τα αποκόμματα, άντε και καμιά συζήτηση του στυλ:

- Βρε πως μεγάλωσε έτσι ο Δημητράκης;

- Ε, όλα τα παιδιά μεγαλώνουν, Θωμά, «βαρύ γλυκό»!

- Και πως ομόρφηνε; -

- …(σιωπή).

Για το «πάπλωμα» κουβέντα. Τι να βρεις τώρα τι είναι το φλικόρνο ή ο ρομαντισμός; Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!


Το χρέος όλων των εξηγήσεων τουλάχιστον προς τη γενέτειρα παραμένει αμείωτο, ο χρόνος κυνηγάει τους πάντες και ειδικά τους δημιουργούς, και οι ελάχιστες λέξεις «... που να στα λέω τώρα» ή «κλείσε μάνα με παίρνουν στο κινητό …» αφήνουν ένα μεγαλύτερο κενό από αυτό που προσπαθούν να κλείσουν.
 
Στην αρχή ήταν ο βιοπορισμός, μετά η καριέρα, μετά οι υποχρεώσεις μετά κάτι ακόμα. Το δυστύχημα είναι πως πάντα θα υπάρχει κάτι «μετά» που ο δημιουργός, σαν εξάρτημα της τέχνης του, θα τρέχει διαρκώς να καλύψει. Θα υπάρχει πάντα ένα ουτοπικό δίλημμα που θα υποβαθμίζει τη ζωή χάριν μιας εικονικής πραγματικότητας και θα αναβάλλει την πραγματική χαρά και απόλαυση για κάποτε. Μετά.

Φαντάστηκα λοιπόν πως μπορούμε να ξαναγίνουμε άνθρωποι, να ξαναγυρίσουμε στο γέλιο, στη χαρά και στην γυμνή αλήθεια του ανθρώπινου βλέμματος. Να ξαναδούμε τη λάμψη των ερωτευμένων ματιών και να βυθιστούμε στην απόλαυση του στοχασμού. Χωρίς λοιπόν, θριάμβους και επιτυχίες με μιαν ασήμαντη ζωή η οποία «… αποκτά νόημα όταν τη διηγούμαι σε κάποιον» (Τ. Λειβαδίτης), αποφάσισα να ξαναγυρίσω στη μικρή κλίμακα, στο ανθρώπινο μέτρο.


Κι εγώ χρωστάω σε κάποια γενέτειρα αλλά σημασία δεν έχει να δίνεις στο δικό σου μέρος παρά μόνο να δίνεις [...].



Αλέκος Ζούκας


[απόσπασμα επιστολής του προς το έντυπο «Συν-Είδηση» της ιδιαίτερης πατρίδας του]



4 σχόλια:

  1. Μου αρέσουν εκείνες τις γραφές που απεικονίζουν τους καθημερινούς ανθρώπους. Δεν χρειάζεται στημόνι για να δέσουν οι ιστορίες. Υπάρχει από μόνο του στην αλληλουχία των καθημερινών νευμάτων, όσο ανεπαίσθητα κι αν είναι αυτά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πόσοι γραφιάδες ζουν μαζί μ' αυτούς και δεν "φαντάζονται" και "υποθέτουν" απλώς τον βίο τους [εσω-έξωτερικό];

      Διαγραφή
  2. Κι έτσι τον έμαθα κι εγώ και ήρθε, όπως κι από το ραδιόφωνο, ως του Αιγαίου τα νερά.

    Για τα Δραγούμεια τι να πω; Ευχές!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ποιά "Δραγούμεια" Δάφνη μου...
      Ευχές τους δίνω και γω χρόνια νάχουν οι άνθρωποι να γλεντοκοπάνε... Διότι "Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόχευτος" ... που λεν κι οι καλογέροι.

      Διαγραφή