«Όταν ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή» έλεγαν παλιά. Τώρα ίσως ισχύουν αλλιώτικα, όπως: όταν ανοίγει ένα πανεπιστήμιο (είναι πολλά!) γεννιέται ένας στρατός ανέργων. Αλλά ας μην το πιάσουμε παραπέρα...
Τι γίνεται όμως όταν, σε μια επαρχιακή πόλη, ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο, που βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών και των συνθηκών, είναι ασφαλώς... «βιβλιοχαρτοπωλείο»; Μια ελπίδα αναστάσιμη. Μια απονενοημένη, όμως πρωτίστως ποιητική, έκλαμψη στη σκοτεινή επικράτεια των καφέ, μπιστρό, τέικ εγουέι κλπ. που απλώνονται παντού σαν εκτόπλασμα. Το προκείμενο, στην Πλατεία Δημοκρατίας 9 στην Έδεσσα, είναι η «Χάρτινη Πόλη» των αγαπημένων φίλων μου Στέλιου (πατρός) και Γιώργου (υιού) Δόλγυρα.
Κάνοντας σύντομες συστάσεις θα ξεκινήσω από τον πρώτο: Από τους καλύτερους γιατρούς που έχω γνωρίσει στη ζωή μου (ευσυνείδητος, καταρτισμένος, δια βίου μελετηρός, ανιδιοτελής, αλτρουιστής μέχρις αυτοθυσίας, αφιλοχρήματος). Συνταξιούχος πλέον του ΕΣΥ, εργάστηκε επί σχεδόν τριάντα χρόνια στο Νοσοκομείο της πόλης, χρημάτισε και Διευθυντής της Παθολογικής κλινικής, έγραψε ιστορία, άφησε παρακαταθήκες εκεί πέρα. Φεύγοντας δεν άνοιξε ιατρείο αλλά …βιβλιοπωλείο!
Για τον Γιώργο («Γιωργάκη» μου ‘ρχεται να τον λέω ακόμα έστω κι αν κοντεύει να τριανταπενταρίσει) θα είμαι λιγότερο ομιλητικός. Ελάχιστα λέω μόνον και ο νοών νοείτω: Γυρίζει από τη Μεγάλη Νύχτα. Έρχεται «στον κόσμο μας» ξαναγεννημένος. Ένα πρόβλημα υγείας τον κράτησε από παιδί μακριά μας. Πρόκειται για ένα θαύμα η λύτρωσή του που συνέβη τα τελευταία χρόνια. Και στο θαύμα δεν είναι αμέτοχη η αγάπη και η απέραντη φροντίδα ενός άλλου γιατρού: του αδελφού του Παναγιώτη διδάκτορα πια της Αιματολογίας. Δικό του επίτευγμα κατά το μεγαλύτερο ίσως μέρος, η νίκη αυτή.
Και ο Γιώργος αναρτά στο διαδίκτυο τα παρακάτω τις πρώτες μέρες λειτουργίας:
Όλοι μου έλεγαν που θα πας να ανοίξεις βιβλιοπωλείο στην επαρχία. Έφυγαν 25+ βιβλία τις πρώτες 5 ημέρες λειτουργίας. Η όμορφη Έδεσσα διαβάζει δυναμικά.
*Σήμερα ήταν υπέροχη μέρα, ήρθε ένας νεαρός με φόρμα εργασίας. Ζήτησε δύο βιβλία που ήταν για την κοπέλα του που διάβαζε ενώ εκείνος εμφανώς δεν ήξερε από βιβλία. Μου ζήτησε να μην τα πιάσει γιατί είχε βρώμικα χέρια από την δουλειά. Οπότε του τα έβαλα σε σακούλα.
Σε μια μικρή βιτρίνα του βιβλιοπωλείου και τα βιβλία μου (έχω μέσον εκεί κι όπως φαίνεται «παίρνει ελευθέρας» και το βάσανο της ζωής μου …ο Δραγούμης).
Ο Γέιτς έγραψε το ποίημα The Municipal Gallery Revisited για τους ένδοξους νεκρούς φίλους του κατά την ατυχή ιρλανδική εξέγερση, του Πάσχα του 1916. Την τελευταία φράση του ποιήματος την αφιερώνω (από τη δική μου μετάφραση) στους δυό φίλους μου που έχουν ανοίξει βιβλιοπωλείο στην Έδεσσα:
Σκέψου ποῦ ἡ δόξα τῶν περισσότερων ἀνθρώπων ἀρχίζει
καὶ ποῦ τελειώνει,
Καὶ πές πὼς δική μου δόξα στάθηκε
τὸ ὅτι εἶχα τέτοιους φίλους.