[Απόσπασμα Επιστολής]
Του Δημήτρη Κανελλόπουλου*
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ blog Οροπέδιο
[...] Εἶναι 1964
καλοκαίρι. Τελείωσα τήν 4η Δημοτικοῦ κι ὁ πατέρας μου κάπως ἔχει βολέψει τά
πράγματα. Δουλεύει σταθερά ἕνα
ταξί βραδινή βάρδια. Ἀνήκει σέ δυό
συμπατριῶτες παλιούς,
φοβισμένους ἀριστερούς. Τούς ἀδελφούς
Λαγκαδιανοῦ. Τόν ἕνα τόν ἔλεγαν Σταῦρο. Τόν ἄλλο δέν τόν θυμᾶμαι. Ἡ ἀσφάλεια τόν ἔχει ψιλοχάσει
τόν πατέρα μου. Εἶναι καί το κλίμα
κάπως ἀλλαγμένο μέ τήν ἀνασυγκρότηση τοῦ Κέντρου.
Ἀποφασίζει ν’ ἀφήσουμε τό στενάχωρο σπίτι πίσω ἀπό τίς φυλακές Ἀβέρωφ, στό ἐπονομαζόμενο Κερατοχώρι καί νά σκαρφαλώσουμε πιό πάνω, σ’ ἕνα βουνό πού τό λένε Τουρκοβούνια, στόν Συνοικισμό Γύπαρη. Τά φορτώνουμε τά πράματα στό ταξί καί σ’ ἕνα μικρό φορτηγό καί νά ’μαστε πενήντα μέτρα πιό πάνω ἀπό τήν πλατεῖα Γύπαρη, στήν ὁδό Μποζίκη 15, σ’ ἕνα ἰσόγειο εὐρύχωρο δυάρι, μέ μεγάλη κουζίνα ἀλλά καί πολλούς χώρους ἐλεύθερους ἐκεῖ γύρω. Εἶναι ἡ καλύτερή μου! Ὅταν λέμε πλατεία Γύπαρη μήν φανταστεῖ κανείς τίποτε σπουδαῖο. Μιά τριγωνική λωρίδα γῆς. Τό χειμῶνα βούλιαζες στή λάσπη. Στήν μιά ἄκρη της εἶχε ἕνα περίπτερο ὅπου ἀγοράζαμε τίς σοκολάτες ΜΕΛΟ, γιά νά μαζέψουμε τά χαρτάκια μέ τίς ἐθνικές ἐνδυμασίες πού περιεῖχε ἡ συσκευασία της, ἀλλά καί νά πάρουμε κάποια ἀναγκαῖα σάκχαρα. (Ὅταν περίσσευε κάνα δίφραγκο βέβαια ἤ σέ καμιά γιορτή). Ἀπέναντι ἀπό τό περίπτερο ἦσαν τά Γυπαρέικα.Ἕνα μεγάλο καφενεῖο καί γύρω του χτισμένα αὐθαίρετα τά σπίτια τῶν Γυπαραίων. Ἐντύπωση μοῦ ἔκαναν κάτι χοντρά παιδιά, καλοταϊσμένα μέ μιά ἐπιθετικότητα καί μιά ἀγένεια ἄνευ προηγουμένου. Κυριαρχοῦν στήν πλατεῖα. Ἀπό τήν πρώτη μέρα μέ καρπαζώνουν ἀγρίως κι ἔτσι ἀποτραβιόμαστε ἀπό ἐκεῖ ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου. Παίζουμε ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς συνοικίας. Τήν πλευρά τῆς Παναγίτσας, ὅπου τά παιδιά είναι λίγο ὡς πολύ σάν καί μᾶς.
Ἀποφασίζει ν’ ἀφήσουμε τό στενάχωρο σπίτι πίσω ἀπό τίς φυλακές Ἀβέρωφ, στό ἐπονομαζόμενο Κερατοχώρι καί νά σκαρφαλώσουμε πιό πάνω, σ’ ἕνα βουνό πού τό λένε Τουρκοβούνια, στόν Συνοικισμό Γύπαρη. Τά φορτώνουμε τά πράματα στό ταξί καί σ’ ἕνα μικρό φορτηγό καί νά ’μαστε πενήντα μέτρα πιό πάνω ἀπό τήν πλατεῖα Γύπαρη, στήν ὁδό Μποζίκη 15, σ’ ἕνα ἰσόγειο εὐρύχωρο δυάρι, μέ μεγάλη κουζίνα ἀλλά καί πολλούς χώρους ἐλεύθερους ἐκεῖ γύρω. Εἶναι ἡ καλύτερή μου! Ὅταν λέμε πλατεία Γύπαρη μήν φανταστεῖ κανείς τίποτε σπουδαῖο. Μιά τριγωνική λωρίδα γῆς. Τό χειμῶνα βούλιαζες στή λάσπη. Στήν μιά ἄκρη της εἶχε ἕνα περίπτερο ὅπου ἀγοράζαμε τίς σοκολάτες ΜΕΛΟ, γιά νά μαζέψουμε τά χαρτάκια μέ τίς ἐθνικές ἐνδυμασίες πού περιεῖχε ἡ συσκευασία της, ἀλλά καί νά πάρουμε κάποια ἀναγκαῖα σάκχαρα. (Ὅταν περίσσευε κάνα δίφραγκο βέβαια ἤ σέ καμιά γιορτή). Ἀπέναντι ἀπό τό περίπτερο ἦσαν τά Γυπαρέικα.Ἕνα μεγάλο καφενεῖο καί γύρω του χτισμένα αὐθαίρετα τά σπίτια τῶν Γυπαραίων. Ἐντύπωση μοῦ ἔκαναν κάτι χοντρά παιδιά, καλοταϊσμένα μέ μιά ἐπιθετικότητα καί μιά ἀγένεια ἄνευ προηγουμένου. Κυριαρχοῦν στήν πλατεῖα. Ἀπό τήν πρώτη μέρα μέ καρπαζώνουν ἀγρίως κι ἔτσι ἀποτραβιόμαστε ἀπό ἐκεῖ ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου. Παίζουμε ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς συνοικίας. Τήν πλευρά τῆς Παναγίτσας, ὅπου τά παιδιά είναι λίγο ὡς πολύ σάν καί μᾶς.
Ε. Βενιζέλος- Π. Γύπαρης εις Κοτορέ Γαλλίας,1934 |
Στήν
πλατεῖα ἔξω ἀπ’ τό καφενεῖο κάθεται πάντα ἕνας ψηλός
γέροντας μέ χοντρά γυαλιά, μέ κρητική φορεσιά, τόν ὁποῖο ὑπηρετοῦν ὅλοι ἀγόγγυστα. Εἶναι ὁ Παῦλος Γύπαρης καί ἡ φαμελιά του: Τά
παιδιά του, οἱ νύφες του, τα ἐγγόνια, τά
δισέγγονά του… Ἕνας γέρος πού
συμπεριφέρεται σάν ἰδιοκτήτης τῆς πλατείας, τῶν δρόμων ἔνα γύρω, τῆς ἐκκλησίας κλπ.
Μετά ἀπό κάνα χρόνο
πέθανε. Ἔγινε ὁ χαμός!
Κατελήφθη ἡ πλατεῖα ἀπό ἑκατοντάδες
κρητικούς βρακοφόρους. Ἐμεῖς, ἡ
"μπομπαρία" εἴμαστε ἀπέναντι στό
μανάβικο τοῦ κύρ’ Γιώργη
Τσαντήρη καί περιμένουμε, νομίζουμε ὅτι θά μοιράσουν "σπυριά", νά πᾶ νά πάρουμε. Τόν
πήρανε καί τόν πήγανε ἐπισήμως στήν
Κρήτη νά τόν θάψουνε. Σπυριά, δέν μοιράσανε..!
Τότε
μάθαμε ποιός ἦταν
ὁ γέροντας.
Ὅλη
ἡ περιοχή
που λέγεται συνοικισμός Παύλου Γύπαρη
ἦταν
δικιά του. Ἀνταμοιβή
προφανῶς γιά
τήν προσφορά του
στήν παράταξη. Ὁ πατέρας
μου πού κάτι
εἶχε ἀκούσει
μᾶς ἔλεγε:
—Αὐτός
παιδάκι ἦτονε φονιάς…
Ἐσκότωσε
τόν Δραγούμη ἐκεῖ κοντά
στό ρέμα, ἀπέναντι ἀπό
τήν Μιχαλακοπούλου […]
Ἔτσι
ἀγαπητέ
Νώντα Τσίγκα, ἐγώ
συναντήθηκα μέ τόν
Δραγούμη… Μετά, διάβασα
γι’ αὐτόν
καί τόν ἀγάπησα
πολύ… Κι ἄς
ἦταν
ἡ οἰκογένειά
μου κεντροαριστερή καί
προσκείμενη στόν Βενιζέλο…
******
*Ο φιλόλογος, ποιητής, βραβευμένος με κρατικό βραβείο διηγήματος (για τη συλλογή Ο θάνατος του αστρίτη) συγγραφέας, ακάματος εκδότης του εξαιρετικού περιοδικού Οροπέδιο -που επιμένει να εκδίδεται όταν όλα σχεδόν τριγύρω στον συγκεκριμένο χώρο έχουν κλείσει- ο καταγόμενος από την Νεμούτα της Ηλείας και κατοικών μεταξύ Αθηνών και Βουκουρεστίου (κυρίως όμως μεταξύ ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων...) και αγαπητότατος φίλος Δημήτρης Κανελλόπουλος, είχε αναρτήσει στο blog του στις 31 Ιουλίου του 2014 αυτό το απόσπασμα μιας (ηλεκτρονικής) επιστολής που μου είχε στείλει. Την ξαναθυμήθηκα σήμερα και επειδή σφόδρα με συγκίνησε την αναρτώ αύθις...
Η Αλήθεια σε κάθε φράση του κειμένου του Κανελλόπουλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιο πλούσιος, σίγουρα, τώρα που το διάβασα.
Πράγματι ο Δημήτρης "κέντησε" εδώ...
Διαγραφή