του Ανδρέα Γ. ΒΙΤΟΥΛΑ*
Σε τέτοιες περιπτώσεις καὶ ὧρες οἱ ὁμιλητὲς εὐχαριστοῦν τὸν συγγραφέα καὶ τὸν διοργανωτὴ τῆς ἐκδήλωσης γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς γίνεται. Κι ἐγὼ βεβαίως δὲν θὰ φανῶ ἀχάριστος. Εὐχαριστῶ καὶ τὸν Νώντα καὶ τὴ βιβλιοθήκη τῆς πόλης μας γιὰ τὴν κολακευτικὴ πρότασή τους νὰ παρουσιάσω τὸν ἐποχιακὸ διανομέα ἀλλὰ ξεκαθαρίζω ὅτι τὰ εὐχαριστήρια ποὺ ἀναπέμπω δὲν εἶναι ἐκ βάθους καρδίας, διότι
τὰ βάθη αὐτὰ τούτη τὴν ὥρα μόνο τὸ τρομερό μου ἄγχος τὰ κατοικεῖ. Ὄχι μόνο γιατὶ αὐτὸ αποτελεῖ ἕνα ἀθεράπευτο ἴδιον τοῦ ναρκισσισμοῦ μου ἀλλὰ διότι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ καλοῦμαι νὰ παρουσιάσω τὸν καημό, τὴ λαχτάρα καὶ τὰ μύχια κάποιου ποὺ ἀνησυχεῖ τόσο πληθωρικὰ ὅσο ὁ Νώντας.
Ὅταν λοιπὸν μοῦ ἔγινε ἡ πρόταση γιὰ τὸ σημερινὸ ἀπόγευμα, ἦρθε στὸ μυαλό μου ἕνα λογοτεχνικὸ ἀνέκδοτο μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Κωστῆ Παλαμᾶ. Εὑρισκόμενος ὁ ποιητὴς κάποτε σὲ ἕνα συνέδριο πρὸς τιμήν του καὶ ἀφοῦ ἄκουσε τοὺς περισπούδαστους ἑρμηνευτὲς τοῦ ἔργου του, πῆρε τὸ λόγο τελευταῖος καὶ εἶπε: «Πολὺ ὡραῖα ὅσα ἀκούστηκαν γιὰ τὸ ἔργο μου ἀλλὰ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶχα στὸ μυαλό μου ὅταν τὸ ἔγραφα!». Καταλαβαίνετε ἔτσι καὶ τὴν δεύτερη πηγὴ τοῦ ἄγχους μου. Βέβαια θεωρῶ μωρία ἐκ μέρους μου νὰ ἀποπειραθῶ νὰ ἑρμηνεύσω τὸν Νώντα· ὄχι γιατὶ κινδυνεύω νὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ μὲ μιὰ διόλου καθησυχαστικὴ νευρολογικὴ διάγνωση ἀλλὰ διότι κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ κριτικὴ παρουσίαση ἑνὸς λογοτεχνικοῦ πονήματος ἔχει σκοπὸ μόνο νὰ δημοσιοποιήσει αυτὰ ποὺ ἀναμόχλευσε στὸν παρουσιαστὴ-ἀναγνώστη του καὶ τίποτε παραπάνω.
Καὶ σὲ μένα ὁ ἐποχιακὸς διανομέας διένειμε ὄχι ἐποχιακὸ ἀλλὰ ἐπίκαιρο καὶ συγχρόνως ἄτρωτο ἀπὸ τὸν χρόνο τὸ πολύπτυχο ἄγγελμα τοῦ Νώντα. Τὸ ἄγγελμα ὅτι ὑπάρχει μιὰ συγγραφὴ ἱκανὴ νὰ δονήσει τὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ κάποιου, ὅπως ἡ ἀφεντιά μου, ὁ ὁποῖος βρίσκει ἀνάπαυση μόνο σὲ ἕνα πολὺ συγκεκριμένο τόπο τῆς λογοτεχνίας. Σὲ αὐτὸν ὅπου μποροῦν καὶ φωλιάζουν ὑπαρξιακὰ ριπίσματα, πέρα απὸ συναισθηματισμοὺς καὶ γλυκανάλατους
λυρισμούς. Καὶ ἡ συλλογὴ τοῦ Νώντα εἶναι, εὐτυχῶς γιὰ μένα, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τέτοιου εἴδους λογοτεχνικὰ ἐνισχυτικὰ γεύσης. Αὐτὸ ὑπῆρξε τὸ δικό μου κριτήριο γιὰ τὴν πρώτη ἀνάγνωση καὶ ἡ αἰτία τῆς συγκίνησης γιὰ τὶς ἑπόμενες ποὺ ἀκολούθησαν ἐξίσου εὐχάριστα.
Ἡ συλλογὴ τῶν ἐννέα διηγημάτων τοῦ Νώντα ἀποτελοῦν ἕνα πολὺ ἰδιαίτερο ψηφιδωτό. Ἰδιαίτερο γιατὶ ἡ ἀποκαλυπτική του
λειτουργία φανερώνει πράματα καὶ
θάματα ὄχι μόνο ὡς σύνολο ἀλλὰ καὶ κάθε διήγημα αὐτόνομα ὡς ξέχωρη ψηφίδα. Γιὰ νὰ γίνω πιὸ συγκεκριμένος θὰ ἔλεγα ὅτι ἡ ποίηση μασκαρεμένη μὲ τὸν πεζὸ λόγο, τὰ βιώματα ποὺ μυρίζουν παλιὸ Βογατσικό, ἡ μουσικὴ ποὺ χοροπηδᾶ σὰν κοριτσάκι στὴν ἐξοχή, τὸ ἀνήλεο παιγνίδι ζωῆς καὶ θανάτου, τὸ ὄνειρο ποὺ ξεγελᾶ τὴν πραγματικότητα ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο, τὸ εὐγενικὸ προσκύνημα στὴ φύση μακριὰ ἀπὸ νεόκοπες δῆθεν οικολογικὲς ἀνησυχίες καὶ οἱ πινελιὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης, ποὺ φθάνουν κάποτε σὲ ὕψη ἀδιόρατα γιὰ τὴ μίζερη θρησκευτικότητά
μας, συνθέτουν μιὰ λογοτεχνικὴ προσωπικότητα εὐδιάκριτη τόσο στὸ σύνολο, ὅσο καὶ στὸν μικρόκοσμο σχεδὸν καθεμιᾶς ἱστορίας. Ὅταν δὲ ὁ Νώντας ξετυλιχθεῖ μετὰ τὴ δεύτερη ἀνάγνωση, καταφέρνει ὅ,τι ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν εἶναι ἄμεσα ἀντιληπτὸ νὰ τὸ ὑπονοήσει σαφέστατα. Ἔτσι σφυρηλατεῖται ἡ ἰδιοπροσωπία μὲ τὴν ὁποία μπορεῖς νὰ διαλεχθεῖς βγαίνοντας πάντοτε
κερδισμένος. Διότι ὑπάρχει καὶ ἡ ἰδιαιτερότητα ποὺ ἀπαγορεύει τὸν διάλογο καὶ ἁπλῶς ὡς ἀναγνώστης χάνεις τὸν χρόνο σου. Ἡ μεγάλη γοητεία ὅμως τοῦ ἐποχιακοῦ διανομέα εἶναι, νομίζω, τὸ γεγονὸς ὅτι καθιστᾶ τὸν παραλήπτη του
συνοδοιπόρο σὲ μιὰ περπατησιὰ ὅπου ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ φύονται συνεχῶς ἐρωτήματα.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ παραχωρήσω στὸ Νώντα μία εὐκαιρία, ποὺ θὰ τὸν κάνει νὰ ξανασκεφτεῖ καλὰ ἐὰν θὰ προτείνει ἄλλη φορὰ σὲ θεολόγο νὰ παρουσιάσει δουλειά
του. Διότι διαθέτω ἀτράνταχτα στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν κάτι ποὺ εἴτε ὁ Τσίγκας θέλησε νὰ ἀποκρύψει εἴτε δὲν τὸ κατάλαβε καὶ θὰ ἔχει τὴ χαρὰ νὰ τὸ πληροφορηθεῖ τώρα. Δὲν μπορῶ δηλαδὴ νὰ μὴν τὸν ἀποκαλύψω καὶ νὰ τοῦ πῶ ὅτι εἶναι τιμή του ποὺ μετέρχεται τοὺς τρόπους τῆς θεολογίας, γιὰ νὰ κοινωνήσει τὸν ἀρχοντικὸ νταλκά του. Καὶ πῶς συμβαίνει αὐτό; Μὰ μὲ ὅ,τι μέχρι τώρα ἔθιξα ὡς ἰδιαίτερο τρόπο του.
Δηλαδή, ὁ Τσίγκας ζωγραφίζει τὸν καμβά του μὲ τὸ βίωμα τῆς ποίησης ποὺ τραγουδᾶ τὴ ζωὴ τὴ φυσική, μακριὰ ἀπὸ τὰ ἀφύσικα μονοπάτια ποὺ θέλουν τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀνώτερο θηλαστικὸ ποὺ ἁπλῶς καταναλώνει κι ὅταν δὲν μπορεῖ, νὰ λυπᾶται γι’ αὐτό.
Καὶ γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, θὰ προσκομίσω στὴν ὑπομονή σας ἕνα - ἕνα τὰ πέταλα ἀπὸ τὸ ἐννιάφυλλο λουλούδι τοῦ Νώντα. Ἀγγιγμα πρῶτο λοιπὸν στὰ «μάγια τοῦ Ἀντόνιο». Τὸ στενόχωρο σκηνικὸ τῆς ζωῆς ἑνὸς μετανάστη δίδεται μὲ τὴν πνοὴ τῆς γενναιότητας, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ὁ ἔντιμος ρεαλισμός. Θὰ μποροῦσαν «τὰ μάγια τοῦ Ἀντόνιο» νὰ ἀποτελέσουν τὸ γόνιμο ἔδαφος γιὰ μιὰ περαιτέρω συζήτηση περὶ τοῦ ζητήματος τῆς ταυτότητας. Τὶ μένει, τὶ ἀντέχει τελικὰ νὰ τὴν συγκροτεῖ. Τὸ «ἂχ» τοῦ Καζαντζίδη καὶ ἡ μαγκιὰ τοῦ Διονυσίου εἶναι ὁ πυλώνας της, τὸ μελωδικὸ τρίξιμο τῶν σπασμῶν της ἢ ἡ ἐνστικτώδης κραυγὴ ἑνὸς ἐπιπόλαιου ψυχολογισμοῦ; Αἰτία γιὰ μιὰν ἄλλη ζωὴ ὁ ἀργὸς θάνατος στὴν πατρίδα, ποὺ ἀπεμπολεῖ τὴν ἰδιότητα τῆς μάνας καὶ μεταβάλλεται ἄτεγκτα σὲ μητριά. Καὶ ἡ ξενητιά; Ἀναγκαῖος συμβιβασμὸς ἢ ἡ κρυψώνα τοῦ πόθου μέχρι νὰ ὠριμάσει; Ἡ στερνὴ πάλη τοῦ πατέρα μὲ τὸν θάνατο κάτι θὰ σκοτώσει. Τὸν συμβιβασμὸ ἢ τὴν κρυψώνα; Πάντως ὁ Καζαντζίδης καὶ ὁ Διονυσίου βουβοὶ ἐπιτιμοῦν -καταπλακωμένοι ἀπὸ τὸν χειμώνα τοῦ Βιβάλντι.
Μετὰ τὸν χειμώνα τοῦ μετανάστη ἡ ἄνοιξη ἔρχεται ἀναπάντεχα ἀπὸ «τὸ φίλμ ὀκτὼ χιλιοστῶν». Ἡ ἀνάμνηση ζωντανεύει χωρὶς νὰ ἀκολουθεῖ παλιομοδίτικα καὶ βαρετὰ πισωγυρίσματα.
Συμπλέκεται μὲ τὸ βιωματικὸ ὑπόβαθρο τόσο εὐγενικά, ὥστε ἐξαφανίζεται πλήρως καὶ ἡ ὑποψία ἀκόμη ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ κοινότοπη ἀναπόληση τοῦ παρελθόντος. Τὸ παρὸν περιχωρεῖται στὸ παρελθὸν χωρὶς νὰ θίγεται διόλου τὸ βασίλειο τοῦ χρόνου. Κι ἐδῶ φανερώνεται ἡ διήκουσα τάση τοῦ Τσίγκα νὰ παιγνιδίζει μὲ τὸν χρόνο σχεδὸν ὡς ἐμμονή. Μιὰ τόσο ἀθώα καὶ πλήρως διαχειρίσιμη ἐμμονή. Τὸ ψυχογράφημα τῶν προσώπων ποὺ φωτογραφίζονται ἀποτελεῖ μία καινούργια
φωτογραφία μὲ χρώματα λεπτὰ σὰν αὔρα ὑπαρξιακῶν ἀγγιγμάτων γιὰ τὴν αἰώνια πάλη τῆς ζωῆς μὲ τὸν θάνατο. Ἡ ἀντικειμενικὴ ψυχρότητα τοῦ κυβενοχώρου, ποὺ ὑπῆρξε ἡ ἀπροσδόκητη ἀφορμὴ γιὰ τὸ δεύτερο διήγημα τῆς συλλογῆς, ἀναδεικνύει φιλόξενες
γωνιὲς καὶ μιὰ ζεστασιὰ πολύτιμη. Κι αὐτὸ ὀφείλεται μόνο στὰ αἰσθητήρια τοῦ Νώντα.
Στὸ ὁμώνυμο διήγημα τῆς συλλογῆς ὁ «ἂς ποῦμε» Θανάσης, συμβασιοῦχος ταχυδρόμος, θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπνεύσει, θὰ μποροῦσε ὅμως καὶ νὰ κατηγορηθεῖ. Ὄχι γιατὶ προβαίνει σὲ μία ἀναμφίβολα ποινικὴ πράξη. Μιὰ τέτοια προσέγγιση δὲν θὰ πλήγωνε, φαντάζομαι,
μόνο τὸν Νώντα, ἀλλὰ καὶ τὴν πολύπαθη ἀνθρωπιά μας, ἡ ὁποία ἀγκομαχᾶ στὸ κρεββάτι τῆς καπιταλιστικῆς ἐντατικῆς, ὅπου καὶ τὴν ἀγκύλωσαν μὲ τὸ ζόρι. Ὁ Θανάσης λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορηθεῖ, διότι ἐσωτερικεύει τὴν ἐμπεδωμένη ἀπ’ τὴν κοινωνία μας
μοναχικότητα. Στὴ γραφὴ τοῦ Νώντα ὅμως ἡ ἀρνητικὴ αὐτὴ ἐκδοχὴ μεταποιεῖται σὲ ἕνα ταχύ, ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ἔκτασης τοῦ διηγήματος, ἀλλὰ καὶ συμπυκνωμένο ἀπόσταγμα ἡρωικοῦ κυνισμοῦ ἀπὸ τὰ πολὺ παλιά. Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ ἀρχαῖος ἡμῶν τρελλο-Διογένης ὁ φιλόσοφος κουρέλιαζε τὸν κομπασμὸ τοῦ Μεγαλέξαντρου.
Ὁ Θανάσης ὅμως μᾶλλον δὲν ζήλεψε τὴ δόξα τοῦ παπποῦ Διογένη. Αὐθόρμητα οἰκειοποιήθηκε τὸν τρόπο τοῦ Σκύλου φιλοσόφου ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἀνάγκη τῆς χειραφέτησης κάποτε
βαδίζει στοὺς ἴδιους δρόμους χιλιάδες
χρόνια τώρα. Δὲν σᾶς κρύβω ὅτι τὸν «ἐποχιακὸ διανομέα» θὰ ἤθελα νὰ τὸν δῶ ὀπτικοποιημένο σὲ ταινία μικροῦ μήκους. Ἔγχρωμη ἀλλὰ βουβή, χωρὶς λόγια. Γιατὶ ἐδῶ ο εἰκονοπλάστης Τσίγκας δὲν διηγεῖται. Κραυγάζει. Οἱ δὲ γραμμὲς τῆς ἱστορίας εὐτυχῶς καλμάρουν τὴ μουγκὴ κραυγὴ τοῦ Θανάση, τὴν εὐγενίζουν, καθὼς ἡ ἠθικὴ τοποθέτηση τοῦ ἀναγνώστη μένει ἐντελῶς ἀνοιχτή. Σὲ ἄλλη περίπτωση, ἡ σχοινοβασία τοῦ συμβασιούχου
ταχυδρόμου θὰ ἐκτροχιαζόταν στὸν γλοιώδη καὶ ἀνέξοδο λαϊκισμό. Ἡ ἱστορία τοῦ Θανάση δὲν μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ μὲ τὰ ἠθικιστικὰ γυαλιὰ ποὺ μᾶς φόρεσαν εἴτε οἱ ἐπαγγελματίες τῆς ἐπανάστασης εἴτε οἱ χριστιανίζοντες θεοῦσοι. Καὶ οἱ δύο φοβικὲς μερίδες δαιμονίζονται
ἔναντι τῆς τόλμης καὶ τοῦ ἀπροϋπόθετου. Κάπου ἀλλοῦ ὁ Θανάσης ἀναπνέει καὶ περιγελᾶ τὴν προοπτικὴ τοῦ θανάτου.
Ἂν τὰ μέχρι τώρα λόγια μου ἐκληφθοῦν ὡς κολακευτικὰ γιὰ τὰ τρία πρῶτα διηγήματα τῆς συλλογῆς, στὸ τετράπτυχο τέταρτο κατὰ σειρὰ μᾶλλον ἀποκαλύπτεται μιὰ μικρή μου ἰδιοτέλεια γιὰ ὅσα τυχὸν καλὰ ἀκούστηκαν μέχρι στιγμῆς. Ὅταν κάποιος ἀναζητᾶ ὁτιδήποτε στὴ συντροφιὰ τοῦ ποιητῆ Νίκου Καρούζου, ὅπως ὁ Νώντας στὸ διήγημα Requiem,
δὲν μπορῶ παρὰ νὰ μεροληπτῶ γιὰ λόγους ποὺ δὲν μοῦ πρέπει τώρα νὰ ἐξηγήσω ἀλλὰ ὁ Νώντας σίγουρα ὑποψιάζεται. Ἔτσι λοιπὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνώνυμους ἀκόλουθους τοῦ Ἐπιταφίου, κατὰ τὸ σκηνικὸ τοῦ τέταρτου διηγήματος, εἶναι ὁ μεγάλος Καροῦζος. Ὁ Νώντας ὅμως τοῦ ἀποκαλύπτει τὴ μεγαλειότητα ποὺ τὸν κάνει νὰ συγγενεύει μὲ τὸν νεκρὸ ἀπὸ ἔρωτα Χριστό. Ἡ συγκλονιστικὴ ὁμολογία τοῦ Καρούζου, μὲ τὴν ὁποία δὲν κλείνει ἀλλὰ περισσότερο ἀρχίζει ἡ παρουσία του στὸ διήγημα, δὲν μπορεῖ νὰ κρύψει τὸν Τσίγκα ποὺ ξέρει νὰ διαχειρίζεται καὶ νὰ δωρίζει σὲ μετρημένες δόσεις καλὰ κρυμμένα ὄχι μυστικὰ ἀλλὰ τζιβαερικά, ποὺ θὰ ἔλεγε ἕνας ἄλλος μάστορας τοῦ πάθους ὁ μπαραμπα-Γιάννης ὁ Μακρυγιάννης.
Ὁ Μῆτσος ποὺ στέκεται δίπλα στὸν Καροῦζο, κατὰ τὴ γνώμη μου, μυρίζει
Κάφκα ἀλλὰ καὶ Ντοστογιέφσκι. Ἔτσι ἐπισκέφθηκε τὴν ὄσφρησή μου ὁ δεύτερος ἀκόλουθος τοῦ νεκροῦ Νυμφίου. Αὐτὸς φαίνεται νὰ λαμβάνει, ὑπόσταση ἀπὸ τὶς ματαιώσεις. Συγχωρῆστε με ἀλλὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ ἐκραγῶ. Ὁ Νώντας ἀνεπιγνώστως ἢ συνειδητά, λίγο μὲ νοιάζει, θεολογεῖ ἀνυπέρβλητα. Ἐπιτρέψτε μου ἐδῶ νὰ δώσω λίγο ἀκόμη χῶρο στὸν ταπεινωμένο μου ἐγωισμό. Στὴ φράση «ὁ Μῆτσος κρατᾶ μαζί του θαμμένες μιᾶς ζωῆς τὶς ματαιώσεις καὶ τὰ διακυβεύματα - ὅσα ἀπ’ αὐτὰ δηλαδὴ πράγματι ὑπῆρξαν», ὁ Νώντας συνοψίζει τὰ ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἐρευνητικά μου ἐνδιαφέροντα, ποὺ ἀκόμη μὲ τυραννοῦν στὸν χῶρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας. Ξαναζητῶ συγγνώμη γιὰ τὸν πολὺ προσωπικὸ τόνο ποὺ δίνω ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ παραβλέψω τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Νώντας κατάφερε νὰ σφηνώσει σὲ μία μόνο φράση μία διδακτορικὴ διατριβὴ σχεδὸν τριακοσίων σελίδων, ἀποδεικνύοντας περίτρανα
βέβαια ὅτι ἡ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκλωβίζεται σὲ θεωρητικὲς διατυπώσεις ἀλλὰ ἀποτελεῖ μία διαρκῆ ἀπορία, γι’ αὐτούς, ὅπως ὁ Νώντας, ποὺ ξέρουν νὰ ρωτοῦν.
Ὁ Μῆτσος λοιπὸν ὑπάρχει στὸ σαθρὸ θεμέλιο μεταξὺ πραγμάτων ποὺ διαθέτουν ὑπόσταση καὶ ἄλλων ποὺ εἶναι ἀνυπόστατα ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀνύπαρκτα· δηλαδὴ ὑπάρχει ὅπως ὅλοι μας. Δὲν μπορῶ νὰ ὑποθέσω βάσιμα ὅτι τὸν Μῆτσο τὸν ἀπασχόλησε τὸ πρόβλημα τοῦ ὑπαρκτοῦ καὶ τοῦ ἀνύπαρκτου ἀλλὰ ὁ Νώντας ὑποψιασμένος, ἔστω καὶ χωρὶς τὸ ἐρευνητικὸ ὑπόβαθρο τοῦ θεολόγου, μᾶς δίνει μία κατάθεση ποὺ σηκώνει πάνω της χίλια
ἑξακόσια χρόνια ἀναζητήσεων, γιὰ νὰ μὴν πῶ δυὸ χιλιάδες καὶ βάλε. Ἐπίσης δὲν γνωρίζω ἂν ὁ Μῆτσος κουβαλᾶ τελικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπίγνωση τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Καροῦζος, πάντως ὁ Νώντας τὴν κουβαλᾶ. Καὶ ἐξουθενώνει ἀλύπητα τοὺς ταλαίπωρους ἐπαγγελματίες θεολόγους
σὰν τὸν ὑποφαινόμενο, μὲ μία μόνο φράση γιὰ τὴν ἀνάδειξη καὶ ἑρμηνεία τῆς ὁποίας χρειάστηκαν γιὰ τοῦ λόγου μου δώδεκα
χρόνια σπουδῶν! Ἐγὼ τώρα φυσικὰ δὲν θὰ προβῶ σὲ καμία περαιτέρω
διευκρίνιση, ἁπλῶς καταπίνω δημοσίως ὡς ἡττημένος τὴ δική μου ματαίωση, ποὺ σίγουρα ὑπῆρξε.
Τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς μὴ συνειδητῆς συντροφιᾶς συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν μὲτρ τῆς κατάδυσης στὸ ἀσυνείδητο, τὸν ψυχίατρο τῶν ψυχιάτρων. Αὐτὸς δὲν ξέρω ἐὰν θέλει νὰ ἐναποθέσει στὸ ἕαρ - τὸ ὄντως γλυκὺ τὰ θραύσματα τῶν ὁμότεχνων ἐπισκεπτῶν του. Μᾶλλον ὑπερέβη τὴν ἀνάγκη αὐτή, διότι ἔγινε ὁ ἴδιος ἐπιτάφιος καὶ ὁ Νώντας καὶ πάλι ξεγλιστράει μὲ μαεστρία ἀπὸ ἠθικιστικὲς ἀτραπούς. Ὅσο χυδαῖος καὶ νὰ εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρνητῶν του ὅτι ὁ Γαλλοσπουδαγμένος γιατρὸς τῶν γιατρῶν δὲν εἶναι παρὰ μία «χωματερὴ τῶν παθῶν», τὸ αἰνιγματικό του ὑπομειδίαμα πλατύνεται
καὶ γίνεται τροφὸς μεγάλων μυστικῶν, τὰ ὁποῖα μαζὶ μὲ τόσα ἄλλα φορτώνεται πάνω Του
ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν Χριστός.
Ὁ τέταρτος ἄγνωστος τῆς παρέας, μᾶλλον εἶναι καὶ ὁ πιὸ οἰκεῖος στὸν ἀναγνώστη, γι’ αὐτὸ καὶ δεν χρειάζεται νὰ εἰπωθεῖ κάτι περισσότερο. Τὸ Requiem
τοῦ Νώντα δὲν εἶναι βεβαίως ἕνα διήγημα μὲ θρησκευτικὲς ἀποχρώσεις. Ὡς τέτοιο, ἐμένα προσωπικὰ θὰ μὲ ἄφηνε ἐντελῶς ἀδιάφορο. Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε θεολογικό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι διαθέτει καὶ ἐνδιαφέρεται νὰ κοινοποίησει κάποιο ἰδιαίτερο θεολογικὸ φορτίο. Τὸ Requiem εἶναι θεολογία, δηλαδὴ τίποτε ἄλλο παρὰ μία πηγὴ ἀπὸ ὅπου ἀναβλύζει ὁ ἀποφατισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀτόφιος. Καὶ πρὶν κάποιος ἀκολουθήσει τὸν Ἐπιτάφιο τοῦ Τσίγκα, ποὺ εἶναι ἴσως ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ὑποψιαστεῖ τὶ εἶναι τέλος πάντων αὐτὸς ὁ ἀποφατισμός, ἂς λεχθεῖ μόνο ὅτι ὁ ἀποφατισμὸς εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια ἐπιλέγει γιὰ νὰ διαχωρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴ θρησκεία. Ὅμως αὐτὰ μόνο τὰ ψηλαφήσει κανεὶς μπορεῖ καὶ ὄχι νὰ τὰ ποδοπατήσει μὲ τὴν ἀγαρμποσύνη τῆς ἀρχοντοχωριάτας λογικῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεπτὴ αὔρα ποὺ συνοδεύει τὴν ἐπιτάφια ἐμπειρία τῶν τριῶν ἄγνωστων μεταξύ τους
προσώπων, τὰ ὁποῖα ξεθάβουν τὸ κοινό τους ὑπόγειο γιὰ νὰ τὸ θάψουν μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον ποὺ σὲ λίγο ὁ τάφος δὲν θὰ Τὸν χωρέσει.
Ἡ περιγραφὴ μιᾶς οικογενειακῆς φωτογραφίας ἐπὶ τουρκοκρατίας, γίνεται
στὴ βάση ἑνὸς ἐξαιρετικοῦ ἐλιγμοῦ. Μὲ μάγεψε στὴν κυριολεξία ἡ ἄνεση τοῦ Νώντα νὰ τιθασεύει τὸ χρόνο στὴν ἐσωτερικότητα ποὺ ὁ ἴδιος ζητᾶ. Δηλαδὴ μακριὰ τόσο ἀπὸ συναισθηματισμούς, ὅσο καὶ ἀπὸ τετριμμένες περιγραφὲς ποὺ ἀνακυκλώνουν ὄψεις ἄνευ σημασίας. Τὸ διήγημα «ἡ φωτογραφία» σὲ ξεγελᾶ. Νομίζεις ὅτι θὰ ἀφεθεῖς σὲ κάτι ἀναμενόμενο καὶ ὁ χειρισμὸς τοῦ χρόνου ἀπὸ τὸν Νώντα τὰ ἀναποδογυρίζει ὅλα. Ἡ ἀταξία αὐτὴ ἀγγίζει τὰ ὅρια τῆς ἀναγνωστικῆς ἡδονῆς. Οἱ ἀναδιπλώσεις τοῦ λευκοῦ σεντονιοῦ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς φωτογράφισης, πίσω ἀπὸ τὰ φωτογραφιζόμενα
πρόσωπα, εἶναι μιὰ ἐκπληκτικῆς ἀκρίβειας εἰκόνα γιὰ τὶς ἀναδιπλώσεις τῆς μνήμης μέσα στὸ παρελθόν.
Ἡ περιγραφὴ τῆς φωτογραφίας ἀπὸ τὸν Νώντα θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἀφηγηματικὸ παράδειγμα γιὰ παιδιὰ ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τὴ διαφορὰ τοῦ ὑπερσυντέλικου ἀπὸ τὸν ἀόριστο. Βέβαια τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φωτογραφία περιγράφεται
σὲ ἐνεστῶτα καθιστᾶ σαφὲς ὅτι τὸ μάθημα τῆς γραμματικῆς ποὺ ἀνέφερα μᾶλλον ἀπευθύνεται σὲ μεγάλα παιδιὰ ποὺ διαθέτουν ἐκτενὲς καὶ πρόσφορο παρελθὸν γιὰ μιὰ γνήσια ὄχι ἀποτίμηση ἀλλὰ ἐπεξεργασία τοῦ χρόνου. Ἐκεῖ δὲν χωροῦν κρυφὲς γωνιές. Ὑπάρχει μόνον ὁ ἡρωισμὸς νὰ διαλεχθεῖ κανεὶς μὲ τὶς ἀποτυπωμένες προθέσεις, ὅπως ἔκανε γιὰ τοὺς προγόνους του ὁ Νώντας.
Κατὰ τὴν περιγραφὴ τῆς οἰκογενειακῆς φωτογραφίας στὸ προηγούμενο διήγημα ἔγινε λόγος γιὰ τὴν ἡδονικὴ ἀνατροπὴ τοῦ χρόνου ἀπὸ τὸν συγγραφέα. Ἡ γεύση αὐτῆς τῆς ἡδονῆς γίνεται γόνιμα πικρὴ ὅταν κανεὶς διαβάσει τοὺς «μαύρους ἀγγέλους». Ξανὰ στὸ προσκήνιο ὁ θάνατος. Ὁ φίλος, ὅπως ἀποδεικνύεται θάνατος. Ὄχι γιατὶ στὶς προθέσεις καὶ τὰ ὑπονοούμενα τοῦ Νώντα ὑποκρύπτεται κάποια
στωικὴ συμφιλίωση μαζί του.
Κάθε ἄλλο μᾶλλον. Ἐπειδὴ ὅπου ὁ βλοσυρὸς κάνει τὴν ἐμφάνισή του, ἐκεῖ ὑπάρχει πάντα κάποιος ποὺ τὸν ἀντικρύζει κατάματα. Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν συμφιλιώνομαι δὲν σημαίνει ὅτι φοβᾶμαι. Περισσότερο
σημαίνει ὅτι ἀντιστέκομαι στὴ ροὴ τοῦ ἐθισμοῦ. Κι ὅταν ἡ ροὴ αὐτὴ μὲ παρασύρει, τότε δυστυχῶς παύω νὰ καταγγέλλω τὸν θάνατο, παύω νὰ ψάχνω νόημα καὶ τελικῶς πεθαίνω προτοῦ πεθάνω. Κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει μὲ τὸν Νώντα, ὁ ὁποῖος τὶς πιὸ ζωντανές του παρουσίες
τὶς φιλοτέχνησε ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Στὸ συντομότερο διήγημα τῆς συλλογῆς, ἂν δὲν κάνω λάθος, ἡ γραφὴ τοῦ Νώντα γητεύει σχεδὸν μὲ ἀλαζονία τὸν θάνατο.
Ἀπὸ τὸν θάνατο ξανὰ στὴ γέννηση. Στὴ νομοτέλεια τοῦ κοσμικοῦ χρόνου ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ προηγεῖται τῆς γέννησής Του, ἴσως γιὰ νὰ κρούεται καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ καμπανάκι τῆς συλλογικῆς μνήμης, ποὺ ξεχνᾶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἀληθινὰ μόνο ὅταν ἀποφασίσει νὰ θάψει τὴν ἀναγκαιότητα. Αὐτὴ ἡ ἀναγκαιότητα φορᾶ τοῦ κόσμου τὰ προσωπεῖα. Στὶς χριστουγεννιάτικες μνῆμες τοῦ Νώντα ὅμως ἐπέλεξε νὰ φορέσει μπλέ. Αὐτὸ τὸ μπλὲ καταπίνει τὰ πάντα. Ἢ σχεδὸν τὰ πάντα γιατὶ ἄφησε ἀνέγγιχτη γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὴ χαρμολύπη τοῦ θανάτου. Εἰκόνες, λόγια, μνῆμες, ντυμένα τὴν παιδικὴ ἀθωότητα τοῦ «κάποτε στὸ χωριό», χορεύουν σὲ ἄλλα βήματα ἀπὸ αὐτὰ τοῦ «φίλμ ὀκτὼ χιλιοστῶν».
Εἶναι μάστορας ὁ Νώντας κι αὐτὸ δὲν εἶναι κοπλιμέντο. Εἶναι ἀκριβὲς καὶ στοιχειοθετημένο
συμπέρασμα. Ἀπὸ τὸ τελευταῖο διήγημα ξεπηδᾶ μιὰ εἰκόνα πόθου, ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ λησμονημένο ἔργο του. Ὡς ἱερέας δηλαδὴ νὰ συντονίζει στὸν ρυθμὸ τῆς δοξολογίας ἄψυχη καὶ ψυχωμένη φύση, ὅλο τὸ σύμπαν. Μπορεῖ ὅμως ἀντὶ ἱερέας νὰ μετατρέπεται σὲ τσαρλατάνο, ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὸ συμφωνικὸ ἔργο τῆς εὐχαριστίας μὲ τὸν ἀνυπόφορο θόρυβο ποὺ παράγουν οἱ τενεκέδες τῶν ἀκοινώνητων ἐνστίκτων του. Στὴν ἀπορία τοῦ τελευταίου διηγήματος ἂν «κελαηδοῦν οἱ τρυποφράκτες», ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι τὸ φυσικὸ περιβάλλον εἶναι ὁ οἶκος μας.
Κι ἂν ἡ ἀπάντηση μοιάζει ἄσχετη μὲ τὴν ἐρώτηση εἶναι γιατὶ ὁ Νώντας δὲν ἐπαναπαύεται στὰ αὐτονόητα. Οἱ τρυποφράχτες στὴν πραγματικότητα δὲν κελαηδοῦν. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ποὺ μακιγιάρισε κακότεχνα ἡ βία τοῦ ἀνθρώπου. Διότι σίγουρα,
στὴν πραγματικότητα ποὺ κρύψαμε κάτω ἀπὸ τὸν βιασμὸ τῆς φύσης καὶ ἰδίως κάτω ἀπὸ τὶς ἰδιοτελεῖς δράσεις μας γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη ἀνάταξή της, μᾶλλον βρίσκονται
καταχωνιασμένα καὶ βασανισμένα πολλά: τὸ κελάηδισμα τοῦ τρυποφράχτη, τὰ ποιήματα ποὺ ἀπαγγέλλει ἡ τριανταφυλλιά, τὸ χάδι τῆς ἀρκούδας, τὸ χαμόγελο τῆς ὀχιᾶς. Ἡ μαστοριὰ τοῦ ἐποχιακοῦ διανομέα, κατὰ τὴ γνώμη μου, θὰ μποροῦσε νὰ συνοψιστεῖ στὴν ἀπολύτως φυσικὴ σύνδεση τῶν ἡρώων του μὲ τὴ δημιουργία, ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς συγκίνησης. Τὰ ἀδιευκρίνιστα ὅρια ὀνείρου-πραγματικότητας
στὸ τελευταῖο διήγημα δὲν ἐμποδίζουν καθόλου αὐτὴ τὴ λειτουργικότητα, ποὺ ξαναδίνουν στὸν ἄνθρωπο τὸ φυσικό του σῶμα, τὴν πλάση δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴν πληγωμένη της ἀρχοντιά. Εδῶ οἱ θύμισες, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀντίστοιχη ἀναφορὰ στὸ παρελθόν, διαθέτουν
μία πλαστουργὴ δυνατότητα νὰ ἀναδομήσουν καὶ νὰ ἀναδομηθοῦν. Ὁ πόνος γιὰ τὸν θάνατο ποὺ κομίζουμε καὶ διασπείρουμε δὲν γίνεται οὔτε μελό, οὔτε μόδα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀντέχει νὰ περιμένει τὴν Ἀνάσταση.
Τὰ παιγνιδίσματά τοῦ Νώντα μὲ τὸ ἀγαπημένο του φλέρτ-τὸν χρόνο συνεχίζονται ἀγέρωχα καὶ «στὸν κάμπο τῆς Χίου νύχτα». Ψυχικὴ κατάσταση αὐτόνομη καὶ συγχρόνως ἑτεροπροσδιορισμένη πιάνουν
ἀπὸ τὸ χέρι μνῆμες κι ἕνα ἄγνωστο παρὸν καὶ ξεναγοῦν τὸν ἀναγνώστη σὲ μία φύση ἀκηδεμόνευτη μὰ ὄχι παρθένα. Ἡ παρθενία εἶναι δοσμένη ὁλόκληρη στὴν αἴσθηση τοῦ Νώντα, ποὺ ξέρει νὰ ἀναμοχλεύει τὸ παρελθὸν χωρὶς τὴν παραμικρὴ ὀσμὴ τῆς μούχλας, ἡ ὁποία σε τέτοιες
περιπτώσεις ἀναδύεται ἀναπόφευκτα. Κι ὅταν λέω «μούχλα» ἐννοῶ κοινοτοπίες στὴ χρήση τῶν περασμένων, ποὺ εὐτυχῶς δὲν ἀνευρίσκονται «στὸν κάμπο τῆς Χίου». Τὸ προτελευταῖο διήγημα ἐξυφαίνει τὴν δημιουργικὴ ἐκδίκηση τῆς φύσης. Τῆς φύσης ποὺ στὴν ἱστορία τῶν μαύρων ἀγγέλων φαινόταν ὅτι ἀπαθὴς δέχεται τὴν κατακτητικὴ ὁρμὴ τοῦ κτηνώδους ἀνθρώπου. Ἐδῶ ἡ φύση ὀργιάζουσα πανηγυρίζει. Ἴσως πανηγυρίζει τὴν ἀπουσία τῶν ἀνθρώπων ἢ καλύτερα τὴν εὐγενικὴ συνύπαρξή τους μαζί
της. Σὲ αὐτὸ τὸ μοσχομυριστὸ πλαίσιο ἔθεσε ὁ Νώντας τὴ συνύπαρξη ζωντανῶν καὶ πεθαμένων,
πραγματικότητας καὶ ὀνείρου. Ἐδῶ παρθενεύει ἡ ζωή, γιατὶ ὁ βιαστὴς θανάτος ἔχει ἀπωλέσει τὰ κοφτερά του δόντια καὶ ἡ παραδομένη του ἰσχὺς καλύφθηκε ἀπὸ χρώματα, ὀσμὲς καὶ ἤχους ποὺ ἀναμιγνύουν ἀξεδιάλυτα ἀλήθεια καὶ προσδοκία, πρόθεση καὶ διαπίστωση. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ ὅτι «στὸν κάμπο τῆς Χίου νύχτα» ὑμνεῖται μὲ τὸν γοητευτικὸ τρόπο τοῦ Νώντα συνολικὰ ἡ θηλυκότητα. Ὅλα ἀποπνέουν μία ἐρώτηση, ποὺ ἀπαντᾶ μόνο στὸ θηλυκὸ γένος: ἡ φύση, οἱ φιγούρες τοῦ σπιτιοῦ, ἡ αὐλή, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀνάμνηση, ἡ ζωή, ἡ «ὠδὴ στὸ φεγγάρι» τοῦ Ντβόρζακ. Μόνο τὸ ὄνειρο εἶναι οὐδέτερο ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἦταν θά ’πρεπε νὰ γίνει, γιὰ νὰ μὴν ἀποτελεῖ προνόμιο οὔτε τοῦ θηλυκοῦ, οὔτε τοῦ ἀρσενικοῦ ἀλλὰ τῆς ζωῆς στὴν πληρότητά της.
* Ο Ανδρέας
Βιτούλας είναι εκπαιδευτικός, διδάκτορας Θεολογίας του ΑΠΘ, και κατάγεται από
το Βογατσικό. Πρόσφατα στις Δημοτικές εκλογές του 2014 εκλέχθηκε Δημοτικός Σύμβουλος
του Δήμου Ορεστίδας. Το παραπάνω κείμενο εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στη
Δημοτική Βιβλιοθήκη Άργους Ορεστικού στις 22 Μαρτίου 2014.
ΣΗΜ.
-Τα
γραμματόσημα με την ταχυδρομική σήμανση «ΒΟΓΑΤΣΙΚΟΝ- ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ανήκουν στη φιλοτελική
συλλογή του φίλου Δημήτρη Μεντεσίδη.
-Οι δυο
πίνακες ζωγραφικής που παρατίθενται είναι των Κώστα Ντιό και Rene Magritte.
-Η φωτογραφία
του Νίκου Καρούζου στο υπόγειό του και του κοκκινολαίμη (φωτογραφία και παιδικό
σχέδιο) προέρχονται από το διαδίκτυο.
-Όλες οι
υπόλοιπες φωτογραφίες ανήκουν στο αρχείο του Ν.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.