Πέντε ποιητικές συλλογές φίλων
[ Πάνου Αριστοτελίδη, Πάρη Βασιλειάδη, Στέλλας Γιανναράκη, Θανάση Γεωργιάδη, Μάρκου Φ. Δραγούμη ].
Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, κάθε πουλί ονειρεύεται πως ειναι αηδόνι λέει ο Κωστής Παλαμάς.
Οι φίλοι που μου έστειλαν ή μου ενεχείρισαν φέτος, με μικρή απόσταση χρονική ο καθένας τους, την πιο πρόσφατη δουλειά τους -κάποιοι από αυτούς δόκιμοι λίαν ποιητές- ανήκουν στον Κήπο της Ποίησης... Τους βρίσκω ταιριαστούς απολύτως και σε αρμονία συγκινητική με το περιβάλλον της. Δεν έχουν την ίδια λαλιά. Η θλίψη, η υπαρξιακή αγωνία, η αναπόληση, η καρτερία του μέλλοντος, ηχούν αλλιώς στον καθένα τους. Σκοτεινές- λαμπερές αποχρώσεις, ειρωνικό υπομειδίαμα, συγγένειες και ρίζες ποιητικές, συνηχήσεις φθόγγων-κελαηδισμών, οραμάτων-ονείρων, όπως είναι φυσικό, συνυπάρχουν στα ποιήματά τους. Μα το τραγούδι του καθενός ξεχωριστό: ιδιόμελος!
Πάντοτε τα αληθινά ποιήματα βαστούν κάτι απο το πλάνταγμα του αόρατου εκείνου αηδονιού που εντός "όρθρου βαθέος" μας γεμίζει κάποτε αγαλλίαση κι άλλοτε μας ρίχνει σε μια βαθιά μελαγχολία γι' αυτό το μυστήριο πράγμα που λέγεται ζωή.
Ανθολόγησα [κάθε ανθολόγηση είναι βαναυσότητα και κωδικοποιημένος ιδιωματισμός] λίγα μικρά ποιήματα από τις συλλογές αυτές που μου θύμισαν επιγράμματα σε κάποιον σύγχρονο Κεραμεικό.
Κρατούσα το αλφάδι της αισθητικής του "χαρτοκόπτη" [...αν αυτό το blog διαθέτει τέτοια] που κάποτε μοιάζει να υπερασπίζεται την ομορφιά κι άλλοτε θρηνεί την απώλειά της.
ΠΕΡΙ ΖΩΗΣ
[ Πάνου Αριστοτελίδη, Πάρη Βασιλειάδη, Στέλλας Γιανναράκη, Θανάση Γεωργιάδη, Μάρκου Φ. Δραγούμη ].
Λαμποκοπάει ανάσταση το περιβόλι, κάθε πουλί ονειρεύεται πως ειναι αηδόνι λέει ο Κωστής Παλαμάς.
Οι φίλοι που μου έστειλαν ή μου ενεχείρισαν φέτος, με μικρή απόσταση χρονική ο καθένας τους, την πιο πρόσφατη δουλειά τους -κάποιοι από αυτούς δόκιμοι λίαν ποιητές- ανήκουν στον Κήπο της Ποίησης... Τους βρίσκω ταιριαστούς απολύτως και σε αρμονία συγκινητική με το περιβάλλον της. Δεν έχουν την ίδια λαλιά. Η θλίψη, η υπαρξιακή αγωνία, η αναπόληση, η καρτερία του μέλλοντος, ηχούν αλλιώς στον καθένα τους. Σκοτεινές- λαμπερές αποχρώσεις, ειρωνικό υπομειδίαμα, συγγένειες και ρίζες ποιητικές, συνηχήσεις φθόγγων-κελαηδισμών, οραμάτων-ονείρων, όπως είναι φυσικό, συνυπάρχουν στα ποιήματά τους. Μα το τραγούδι του καθενός ξεχωριστό: ιδιόμελος!
Πάντοτε τα αληθινά ποιήματα βαστούν κάτι απο το πλάνταγμα του αόρατου εκείνου αηδονιού που εντός "όρθρου βαθέος" μας γεμίζει κάποτε αγαλλίαση κι άλλοτε μας ρίχνει σε μια βαθιά μελαγχολία γι' αυτό το μυστήριο πράγμα που λέγεται ζωή.
Ανθολόγησα [κάθε ανθολόγηση είναι βαναυσότητα και κωδικοποιημένος ιδιωματισμός] λίγα μικρά ποιήματα από τις συλλογές αυτές που μου θύμισαν επιγράμματα σε κάποιον σύγχρονο Κεραμεικό.
Κρατούσα το αλφάδι της αισθητικής του "χαρτοκόπτη" [...αν αυτό το blog διαθέτει τέτοια] που κάποτε μοιάζει να υπερασπίζεται την ομορφιά κι άλλοτε θρηνεί την απώλειά της.
Παναγιώτης Αριστοτελίδης
«Στα βραχέα» Λύχνος (2014)
Λέει το
δέντρο στα κλαδιά του:
«αμήν αμήν
λέγω υμίν,
Κάποιος από
σας θα γίνει σπίρτο
Και θα μου
βάλει φωτιά».
[Ανάγκες]
Ήξερα ότι στο
σπίτι
Συχνά τους
έλειπε το καθημερινό φαΐ
Παρ’ όλ’
αυτά, ήρθε ν’ ακούσει
Για ποίηση.
Μου θύμισε
εκείνο
Το περήφανο
σκυλί
Που πιο πολύ
κι από την πείνα του
Είχε ανάγκη
από χάδια…
Πάρης Ε. Βασιλειάδης
«Φτηνά Υλικά»,
εκδόσεις Αντιμόνιο (2013)
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
Εκεί κείται ο
Γ.
Πάνω στο
διπλό κρεβάτι
-ακόμα στολισμένες
οι λευκές κορδέλες του γάμου-
εκεί που
γέννησε τρία παιδιά
και από πάνω
του
μάννα,
γυναίκα, παιδιά
να τον
εκλιπαρούν
να σηκωθεί.
«Σήκω!»
Άδικος κόπος…
Νεκρή φύση.
ΕΝΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙ
Όπως το
σαλιγκάρι
Θα κουβαλώ
δια βίου
Το σπίτι που
γεννήθηκα.
ΑΚΟΥΣΑ
Άκουσα ότι
είπε
«Στον τάφο
μου θέλω να γραφτεί
Θέλω να με θυμούνται όχι όπως έζησα
Αλλά όπως θα ήθελα να ζήσω»
Στέλλα Γιανναράκη
«Γυμνά
καλώδια» Οσελότος 2012
Το «ξι»
Λαγούμια
σκάβει η μοναξιά
Μ’ ορμή βαρυποινίτη
Κι έχει τον
πιο γερό σουγιά
Το «ξι» βαθιά
που ξύνει.
Σφιγμένη γροθιά
(Καστοριά)
Χώθηκε η πόλη
μέσ’ στη
λίμνη
γροθιά
σφιγμένη.
Με διπλωμένα
δάχτυλα
κάτω από το
νερό
σα να κρατά
βαθιά στη
χούφτα
κέρματα που
’ριχνα
μην πέσουν
στο βυθό
κει που
σκουριάζουν
οι ευχές
και στο καθρέφτισμα
επιστρέφουν
αυταπάτες…
Θανάσης Γεωργιάδης
«Το
ημερολόγιο ενός ουρανοδρόμου» δήγμα, 2014
να πέθαινα σαν
τα πουλιά πετώντας
Τα δέντρα είναι
ο χρόνος είπε
Καθένα του μετρά
ζωές πολλών
ανθρώπων
Αλλά ο ίδιος
είχε γίνει
Σαν το χρόνο
–πέτρα
Κατρακυλούσε
επί αιώνες
Δίχως να το ξέρει
Παρίσι, Μαΐου τέλη,1971
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Δικός μου
αυτό ο μήνας, πατέρα, με τά αυγουστάπια
τα σιδερόμηλα
ασπροπράσινα, οι παρειές τους ροδαλές
Η μέρα
κοκκινίζει κατά τον Ζέλυμπο πεθαίνοντας
Κι αυτή δική
μου μες στο φωτεινό σκοτάδι
Μόνο η μοίρα
του παππού Νικόλα απρόσιτη μένει
μακριά μου
Έφυγ’ εκείνος
κάποιο πρωινό του 1956 προς τη Δράμα
κι ούτε τον ξαναείδα ποτέ
Λέξη χωρίς κανένα
έλεος η τελευταία
-σαν όλα τα
ποτέ μονίμως.
Γεωργιανοί Βέροιας, Αύγουστος του 1973
ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΟΥΔΑ
Παιδιά των
ανέμων θεοφόρητα
δυο
σιταρήθρες δέκα τσουτσουλιάνοι
με τα
περίεργα λοφία τους
σκύβουν
ορθώνονται και προχωρούν
τσιμπούν
αγριοσίταρο κριθάρι
ορθώνονται
σκύβουν και πάλι προχωρούν
οι μόνοι
γεωργοί του έρημου αγρού.
Νικήτη, καλοκαίρι του 2000
Μάρκος Δραγούμης
«Άχθος
Αρούρης» Ποιήματα-Πεζά 2011-2013 (ε.ε.)
ΠΕΡΙ ΖΩΗΣ
Η μουσική
είναι πράσινη
Τα όνειρα
πορτοκαλιά
Η ζωή μικρό
κουκούτσι
Στην καρδιά
ενός μανταρινιού
18/12/2013
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ
Πάχνη κρυστάλλινη στους μίσχους μιας μπεγκώνιας
Τραγούδι κότσυφα που συμφιλιώνει με τη ζωή
Αδέσποτη γατούλα κοιμισμένη ανάσκελα σε μάντρα εξοχική
Λιμνούλες, λωτοί, χρυσόψαρα, σε κήπο Εδεμικό
Στάλα μελένια σε σύκου αυγουστιάτικου τον οφαλό
Γεύση ροδάκινου σε διψασμένου οδοιπόρου χείλη
Κόμπρα ορθωμένη ν’ αφουγκράζεται τον ζουρνατζή-φακίρη
Κλαρίνα στους αγουροξυπνημένους δρόμους του Δομοκού
Ανάποδο ψαλίδι τα δίχτυα να τραντάζει ανοίγοντας το σκορ
Οι άρρηκτοι που δένουν δυο ανθρώπους με αγάπη δεσμοί
Αρνί πασχαλινό να ψήνεται στη σούβλα έξω στην αυλή
Γειτονοπούλα όμορφη σα ρόδο τριανταφυλλί
Που τ’ όνομά της να ’ναι Μοσχάνθη ή Αγγελική.
12/01/2013
ΝΕΚΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Με το που μπήκαν οι μαθητές μου και κάθισαν, τον είδα στο
πρώτο θρανίο. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε πεθάνει Του έκανα νόημα ότι τον
αναγνώρισα κι εκείνος υπομειδίασε. Μόλις βρεθήκαμε μόνοι, μιλήσαμε;
-Καλά, εσύ δεν έχει πεθάνει;
-Δεν ήταν θάνατος, ήταν νεκροφάνεια.
-Κι η γυναίκα σου πού είναι;
-Φαίνεται πως ξέχασες πως αυτή έχει όντως πεθάνει.
Όταν χωρίσαμε κατάλαβα έντρομος ότι με κορόιδευε κι ότι
τόσην ώρα μιλούσα μ’ ένα φάντασμα. Το φάντασμα του ανθρώπου που μου είχε
παραδώσει το κομματιασμένο πτώμα του να το θάψω. Εκείνου που η γυναίκα αν και
νεκρή επέμενε να τη ξεθάψω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.