Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Συνονόματοι

 

 

                                                        Αρχείο Ν. Τσίγκα


Την πρώτη μέρα της Ανάστασης

Στηνόταν η γιορτή

με κούνιες αυτοσχέδιες, όργανα και χορό.

 

Τώρα μένουν εκεί ψηλά

Η «τριοστή» της γιορτής 

Δεν χαμηλώνει, ούτε υψώνεται άλλο.

 

Μέσα στο ξύλινο κάδρο

Υψωμένοι με το καλό τους το παλτό

—τότε, τον Απρίλη έκανε κρύο-φαρμάκι ακόμα

Να μη λογαριάζουν τον καιρό.

 

Σαν λίγο ξαφνιασμένοι

Και πίσω τους μια σιωπή σαν χιονιάς

Που παγώνει το στήθος των πουλιών.

 


 

 


 

 

 

 

Κυριακή 28 Απριλίου 2024

Ένα ποίημα του Μίμη Σουλιώτη (1949-2012)

 

                                                         

                        Ανθισμένα ερείπια στον Κρανιώνα (φωτ. Ν. Τσίγκας)

 

                                  Ρούδαρι

Μετά το πέμπτο τσίπουρο προς έκτο
κάνεις ένα βούλιαγμα στον περασμένο καιρό,
στη Μπέσφηνα που ρεύει ακατοίκητη
συνεχίζεις με τους ίδιους και το χνώτο σοβαρεύει.
Στο Ρούδαρι σταματάμε για να πούμε το γνωμικό:
«Κανένας δεν κοιτά για δεύτερη φορά τη λίμνη
κι ό,τι είταν για να γίνει, έγινε, να μείνει, έμεινε».
Το ντουμανιάζαμε με άφιλτρα Αγρινίου
ο ένας έβγαλε Τριάρι άφιλτρο από την αρχαιότητα
κι ο άλλος, ακροδεξιός από γονικό ζόρι,
έφερε ροζ τσιγαρόχαρτα της Κατοχής
να κυλινδρίσουμε πομάκικο καπνό.
Παραμιλούσαμε μια μεταστοιχείωση αισθημάτων
από σκοτωμένους, πεθαμένους
κι από «μεμψιμοιρούντες» της Κατοχής.
Μετεμψυχώναμε τ' αποθαμένα του τόπου,
ξεσκαρτάραν μέσα μας ψυχές, ακούγαμε
τις αφώναχτες φωνές,
θα πληρώναμε στο περίπου, είχαμε πιει,
είχαμε χάσει το μέτρημα, ίσως έβρεχε,
παραχωνόμασταν στο τοπίο.

 

(Από τη συλλογή «Βορειοδυτικά»)

 

 

 

 

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ώρα Ελλάδος: Minerva Red

 

 


 

 

Σκόνη έξω Σαχαρί

Ουρανός πορτοκαλί

Βράδιασε —και τι θα γίνει

Με μια ροζαλί σελήνη

 

Όλες οι παπαρούνες

το Μάη ανθίζουνε αμάν

Μα οι μπουνιές Βουλή μου

Απρίλη αρχίζουνε.

 

Το φεγγάρι κάνει κύκλο

Στης αγάπης μου τον κήπο

Στην Ευρωβουλής την πόρτα

Οι αστέρες φέρνουν βόλτα

 

Παλαιοί πρωταθλητές,

Πλήθος παρουσιαστές

Περιμένουν πώς και πώς

του αργόμισθου το φως.