Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

«Το αρχειοθετημένο χάος»

 



...Κατά κάποιον παράδοξο ὅσο καί καταπληκτικό τρόπο χρησιμοποιεῖ τίς Ἐκκλησίες ὡς ἄγραφες σελίδες και τίς Ἄγραφες Σελίδες ὡς ἐκκλησίες. Στίς ἐκκλησιές ἁμαρτάνει καί στις σελίδες μετανοεῖ»

Τάκης Σιμώτας, O κυνηγός (1983)

 

Στεκόμουν χτες και κοίταζα τη φράση, στο περίπτερο των εκδόσεων Δόμος που επανεκδίδουν τα τελευταία χρόνια αποκλειστικά το έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: «Αμαρτία η απουσία από το παρόν». Φράση προφανώς από κάποιο έργο του ή προφορικό θραύσμα των λόγων του. 

Ο Πεντζίκης, ο βαρύς και αειβάδιστος, κατά τον Γιάννη Δάλλα, Θεσσαλονικιός και μείζων Έλληνας συγγραφέας (έλασσων ποιητής και ιδιότυπος ζωγράφος), με τα αμίμητα σχοινιοτενή και πολύωρα μνημεία προφορικού λόγου σε μικρό ακροατήριο, με τα πολυδαίδαλα, χαοτικά, κείμενά του, ήταν από μόνος του μια «Σχολή». Νομίζω πως έχω πια (μάλλον) όλα τα βιβλία του  στη βιβλιοθήκη μου. Είχα αρχίσει, μανιωδώς, ύστερα από τα 1983, να τα διαβάζω και να τα συγκεντρώνω όσο ακόμα ο συγγραφέας ζούσε ανάμεσά μας. Παρακινήθηκα σ’ αυτό κι από μια φράση του μακαρίτη Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, συναδέλφου γιατρού και σπουδαίου διηγηματογράφου (αργότερα και δικού μου πολύτιμου φίλου), που, παραφράζοντας τον Σεφέρη, έγραψε για τον Πεντζίκη: «αφήσαμε να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μας χωρίς να πιούμε μια στάλα...». Πιο πριν φοβόμουν, είχα κάποιο δέος, που με μάκρυνε από τον  Πεντζίκη. Αποφάσισα να μην παραμείνω ανάμεσα στους διψασμένους. 

Χτες, ο εξαίρετος Τάκης Σιμώτας, μού θύμισε (ή καλύτερα: θυμήθηκε ο ίδιος…) το κείμενό του Πρόχειρες σκέψεις για το «ΑΡΧΕΙΟΝ», Βιβλίο έρωτος ήτοι της Αγάπης που χαρίζει ως φως οικουμενικό ο Κύριος, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που είχε συμπεριλάβει 1983 στο «αταξινόμητο» βιβλίο του «Ο κυνηγός» από τις εκδόσεις «Εξάντας»). Το κείμενο είναι ασφαλώς υμνητικό του «Αρχείου» (Ένα έργο από τα πιο ωραία και τα πιο μεγαλεπήβολα που έχουν γραφεί στη γλώσσα μας) και παρά την «δηκτική» (επιφανειακά πως εξεταζόμενη) απόληξή του, ο ΝΓΠ δια του κουμπάρου του, συνοδοιπόρουπλην όμως όχι μαθητή όπως πολλοί το εννοούν και κοινού μας (πια) φίλου Αλέξανδρου Κοσματόπουλου (στον «Κυνηγό»: Θεσσαλονικέως ποιητοῦ πού ἐδῶ καί μερικά χρόνια διαμένει προσωρινά στην Καστοριά), ζήτησε να πάει να τον δει. Στη συνάντηση τους ο ΝΓΠ απηύθυνε στον Σιμώτα ένα χείμαρρο επαίνων παρά  «κατσάδα» με «τα εξ αμάξης» που εκείνος περίμενε... Καταλαβαίνω το γιατί και σας δίνω παρακάτω, δι’ ευχών και ολοθέρμως,  το λαμπρό απόσπασμα.

 

 

Ὁ πιστός πρέπει να μπαίνει γυμνός, δηλαδή χωρίς σχῆμα, στην ἐκκλησία γιατί ἀλλιῶς δέ θά δεχτεῖ τό Σχῆμα τοῦ Κυρίου. Μ’ ἄλλα λόγια, πρέπει να γίνεται κάτι σαν ἄγραφη σελίδα, γιατί διαφορετικά ἡ Θεία Εγγραφή θά συμπίπτει μέ τό ἤδη γραμμένο κείμενο καί τότε, μέσα στη μουντζούρα πού θά προκαλεῖται, ὁ Λόγος θά παραμένει ανάκουστος. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἐκκλησία τοῦ συγγραφέα μόνο ή λευκή σελίδα μπορεῖ νά εἶναι. Ἡ λευκή σελίδα εἶναι προβολή τῆς ἐσωτερικῆς ἐκείνης λευκάνσεως δίχως τήν ὁποία δέ θά μποροῦσαν νά ὑπάρξουν ἡ γραφή καί ἡ ὁμιλία. Τό γύμνωμα ἤ ἡ λευκότητα τῆς ἐργασίας ἐπιβάλλεται, φωτίζοντάς τα, πάνω στὰ παρδαλά υλικά, ἤ καλύτερα ἀφαιρεῖ ἀπ’ αὐτά τίς ἔγχρωμες προτεραιότητές τους, μετατρέποντάς τα ἔτσι σέ γλωσσική ὕλη ἰκανή νά ὑπηρετήσει τήν προτεραιότητα τοῦ συντασσόμενου κειμένου-γιατί διαφορετικά ἡ γραφή δέν εἶναι γραφή.
Γιατί ἀλλιῶς τό κείμενο δέν εἶναι κείμενο ἀλλά πιστή ἀντιγραφή (πατιτούρα) τοῦ προνομιακοῦ ἐκείνου ὑλικοῦ κάτω ἀπό τό ζυγό τοῦ ὁποίου διέρχεται ἡ ἡττημένη γραφή ὡς δουλεία.

Ὡς μεγάλος συγγραφέας, ὁ Πεντζίκης λευκαίνει τά υλικά του. Μπαίνει μέσα στίς παλιές εκκλησιές ὑποδυόμενος τόν πιστό (σταυροκοπούμενος) ἐνῶ στήν οὐσία εἶναι ἕνας ἀσεβής, ἄπιστος ὅσο καί πάμφτωχος ἱερόσυλος, ἕνας ταπεινός ὀφθαλμοπόρνος τῆς ὀμορφιᾶς, ἕνας καλλιτέχνης δηλαδή πού ἀφαιρεῖ ἀπ’ αὐτά πού βλέπει μπροστά του κάθε ὑπερούσιο στοιχεῖο (ξαναρίχνοντάς τα στό πρό τῆς Δημιουργίας ἀρχειοθετημένο Χάος) γιά νά συντάξει μ’ αυτά τό ἀπαγορευμένο ἔργο
τῶν χεριῶν καί τῶν ματιών του. Κατόπιν ὅμως, τρέχει συντετριμμένος στίς λευκές σελίδες τοῦ γραφείου του, γράφει καί ζωγραφίζει ἐπάνω τους ἐκκλησιές, μπαίνει μέσα τους καί ἀνάβοντας λεκτικά κεράκια μετανοεῖ σάν καλός Φαρισαῖος. Κατά κάποιον παράδοξο ὅσο καί καταπληκτικό τρόπο χρησιμοποιεῖ τίς Ἐκκλησίες ὡς ἄγραφες σελίδες καί τίς Ἄγραφες Σελίδες ὡς ἐκκλησίες. Στίς ἐκκλησιές ἁμαρτάνει καί στις σελίδες μετανοεῖ. Σ’ ὅλο σχεδόν τό ἔργο του καί ἰδίως στό ΑΡΧΕΙΟ, ἀναπτύσσεται αὐτή ἡ ἰδιόρρυθμη καί ὅπως ὑποψιάζομαι ἔντεχνη καὶ ἐν ψυχρῶ διαλεκτική τῆς ἁμαρτίας καί τῆς μετάνοιας, καί τολμῶ νά θεωρήσω ὡς κακό τό ὅτι ἡ «ρήξη» αυτή δέν ἔχει νικητή. Ἠ πίστη καί ἡ τέχνη παραμένουν ίσόπαλες. Αἰώνιο παιδί πού δέ θέλει νά μεγαλώσει ὁ Πεντζίκης, ἀρνεῖται νά μετανοήσει ἀληθινά καί νά πάψει νά γράφει καί ταυτόχρονα ἀρνεῖται νά ἀναλάβει ὅλη τήν ἁμαρτία πού ἀποτελεῖ ἡ γραφή κι ἔτσι νά μετατρέψει – γιατί μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό το ἡμιτελές καί πληκτικό αριστούργημα πού ἀποτελεῖ τό ΑΡΧΕΙΟ, στό καλύτερο έργο πού γράφτηκε στη νεοελληνική. Πιστεύω ὅτι ὁ Πεντζίκης εἶναι ὁ δυνάμει καλύτερος συγγραφέας μας.


 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.