Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιά Σοφιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιά Σοφιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Χρειάζομαι τη λύπη της!!!



Άγγελος . Νωπογραφία στη Μονή της Χώρας της Πόλης (φωτ. ©Ν. Τσίγκας 2000)






«Τους Τούρκους τους έχω συνηθίσει ως εχθρούς. Ως φίλοι με φέρνουν σε αμηχανία», έλεγε, με ειρωνικό και χαριτωμένο τρόπο, ο αείμνηστος Μάνος Χατζηδάκις. Εκείνο τον καιρό ο Μίκης Θεοδωράκης πειραματιζόταν (ατυχώς λίαν...) με την περίφημη "ελληνοτουρκική φιλία" καθώς το "κοσμικό" (κεμαλικό) μόρφωμα προσέγγιζε τας Ευρώπας (αγνοώντας την  σφοδρά καταπιεσμένη  Μουσουλμανική λαϊκή του βάση...). Οι πολιτικοί μας ταγοί, με κορυφαίο τον ΥΠΕΞ  Γιωργάκη (με κείνες τις αφόρητες γυμναστικές του επιδείξεις με ζεϊμπέκικα στα παράλια της πάλαι ποτέ  Ιωνίας), "προσέγγιζαν" κι αυτοί τους εξ ανατολών φίλους. (Σε τί ελπίζοντας;)

To αν είχε δίκηο ο Μάνος Χατζηδάκις έχει πολλάκις απαντηθεί τελευταίως από τον ίδιο τον αρχι-νταή της γειτονιάς Ερντογάν. Το Αγιασοφιά-Τζαμί αποτελεί το αποκορύφωμα (;) μιας σειράς ενεργειών που δίνουν μια γεύση για το τί μέλλεται να προκύψει  σχετικά με κράτος αυτό στο βαθμό που μας αφορά.

Επειδή έχουν ειπωθεί πολλά τις τελευταίες μέρες (πολλοί μάλιστα πήραν ήδη τ' άρματα...) ας την εξομολογηθώ την αμαρτία μου: Η Πόλη έπεσε το 1453. Τότε πάρθηκε κι "η Αγιά Σοφιά το Μέγα μοναστήρι". Κι έκτοτε λευτεριά δεν είδε. Ακόμα και τη χρονιά που ο Κεμάλ Ατατούρκ "τη χάρισε στον κόσμο" (1938), ακόμα και τότε που ανακηρύχθηκε μνημείο τη Παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, ο τουράς του Πορθητή παρέμενε στην είσοδό της ενώ στο κλίτος του ναού τα τύμπανα με τις ισλαμικές εγχαράξεις δέσποζαν. Συχνότατα  φωνές μουεζίνηδων έσπαζαν την γαλήνη του επισκέπτη στο μνημείο, έστω και αν αυτό δεν ήταν πλέον τέμενος...

Από τον θυμό, την αγανάκτηση, την απόγνωση των ημερών, εκείνο που με γιατρεύει είναι πως την  Αγία Σοφιά ποτέ δεν την σκέφτηκα σαν ιδιοκτησία μου παλιότερη, τωρινή ή μελλοντική. Αλλά σαν... μια μόνιμη κατάδική μου λύπη. Που αυτές τις μέρες μεγάλωσε κι άλλο. Και μαζί της περίσσεψε κι η αγάπη μου γι' αυτήν!





Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Νά πέθαινα ἀνεβαίνoντας ψηλά στό γυναικωνίτη τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς*.


  Η Αγιά Σοφιά από το Βόσπορο ©Νώντας Τσίγκας 2011
                                    
                                    


Ἰουνίου [1908] 

Χτές καθούμενος μπροστά στήν Ἁγιά Σοφιά καί περιμένοντας νά μ’ ἀφήσῃ νά μπῶ μέσα ὁ Ὑπουργὸς τῆς Ἀστυνομίας πού πῆγε νά τόν εὕρῃ ὁ καβάσης συλλογίσθηκα καί ἔγραψα στό σημειωματάρι μου· «Ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μου, πού εἶνε μἐσα μου, δὲν μπορεῖ νά καταχτήσῃ ὅλη μου τὴν ψυχή. Πάντα μοῦ μένει κάποια διάθεση καί γιά ἄλλα. Δέ μοῦ φτάνει  ἡ ἱστορία μου· δὲν μπορεῖ νά μέ γεμίσῃ  ὅλον.»

      Ἔπειτα ἦρθε ἕνας ἀστυνόμος Τοῦρκος καί μᾶς παρακολούθησε καί μπήκαμε μέ τήν ἄδειά του  ̶ μεῖς πού, τετρακόσια χρόνια πρίν, μπαίναμε ὅποταν καί ὅπως θέλαµε  ̶ µπήκαμε στήν Ἁγιά Σοφιά, γιά προσκύνημα. Δέν ἤµουν πολύ πλούσιος χτές, ὅμως ἦταν ἀρκετά μαλακή ἡ διάθεσή μου ἄν καί ὄχι ταραγμένη. Αἰσθάνουμουν πώς ἦταν fatalement [=αναπόφευκτα] δική μας ἡ Ἁγια Σοφιά, ἔχει μπῆ στό αἶμα μας, γενεές τώρα. Ὁ χότζας μέ εἶδε πού εἶχα τὰ χέρια μου πίσω καί εἶπε τοῦ καβάση νά μέ πῇ πώς δὲν ἔχω ἀρκετὁ σέβας γιά τό τζαμί. Ἕνας νέος πού ἦταν μαζύ μας δέ βάσταξε καί εἶπε·«Μεῖς πού ἦταν δική μας ἡ Ἁγιά Σοφιά  δέν ἔχουμε σέβας γι’ αὐτήν;». Κύτταζα τόν τροῦλλο, κύτταζα τίς καμάρες, τίς κολόνες, τό φῶς, τίς γραμμές. Ἀνέβηκα στό γυναικωνίτη.

©Νώντας Τσίγκας 2011
       Ἀνεβαίνοντας πλάγι στόν ἀστυνόμο εἶχα τὸ κεφάλι κατεβασμένο καί ἔλεγα μέσα μου καθώς περπατοῦσα· «Εἶνε πέντ’ ἕξη αὐτοί πού μᾶς ἀκολουθοῦν, χοτζάδες καί ἀστυνόμοι καί ὁ καβάσης μαζύ πού εἶνε κι αὐτός Μωαμεθανός. Εἴμαστε τέσσερεις. Ἄv σ’ αὐτό τό στενὸ καί σκοτεινόν ἀνήφορο θελήσουν νά μᾶς πνίξουν, ἀφοῦ μάλιστα-ἔκλεισαν καί τίς πόρτες πίσω καί ἀφοῦ εἶνε κάτω κι ἄλλοι χοτζάδες μέσα στό τζαμί πού μποροῦν νά βοηθήσουν —ἄν θελήσουν νά μᾶς πνίξουν θά µπορέσουν. Εὔχομαι ἕνας μας νά ξεφύγῃ καί, πεθαίνοντας, θά τοῦ λέγω πώς δὲν ἀπαιτῶ ἡ Ἑλληνική Κυβέρνηση να ζητήσῃ ἱκανοποίηση ἤ ἀποζημίωση γιά τόν τραγικό θάνατό μου, ἀλλά μόνο να μποῦν παπάδες μές στήν Ἁγιά Σοφιά καί με τούς ψαλμούς τους νὰ μὲ βγάλουν νά μέ θάψουν. Καί εἶχα λαχτάρα νά πέθαινα ἐκεῖ πού βρισκόμουν, ἀνεβαίνωντας ψηλά στό γυναικωνίτη τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς. Τί εἶνε ὁ θάνατος; Μιά στιγµή ἀγωνία ἴσως καί στενοχώρια. Mά ἔπειτα τί γλυκειά πού θά εἶνε ἡ ἡσυχία! Ἐγώ θά ξεχάσω ὅλα. Καί γιά τούς ἀνθρώπους θά εἶμαι περασμένος· θά μέ κρίνουν ὅπως κρίνουν ἐκείνους πού δὲν ξανάρχονται. Θά ἦταν εὐτυχία νά πέθαινα ἔτσι στην Ἁγιά Σοφιά, τέτοια κούραση μέ βαστᾷ.»

      Καί ὕστερα, ἀπὸ κάτω ἀπὸ τίς καμάρες τοῦ γυναικωνίτη, κρύφτηκε σέ µιά γωνιά ὁ σύντροφός μου καί ἔκανε τὸ σταυρό του. Καί γώ τόν ἔκαμα. Καί, ἐπειδή φοβούνταν ὁ σύντροφός μου μήν τόν ἰδῇ κανείς ἀπό τούς Τούρκους, τοῦ εἶπα «Κανείς δέ σέ βλέπει, μόν’ κάνε το σταυρό σου». Καί τὸν ἔκαμε τρεῖς τέσσερεις φορές στήν ἀράδα, σά νά ἤθελε νὰ ξεσκάσῃ. Καί ὕστερα ἔνοιωθε τὸν ἑαυτό του εὐχαριστημένο.

©Νώντας Τσίγκας 2011



*Απόσπασμα από τα αδημοσίευτα ημερολόγια του Ίωνος Δραγούμη (Αρχείο Ίωνα Δραγούμη Γεννάδειος Βιβλιοθήκη-Α.Σ.Κ.Σ.Α.) - Μεταγραφή από το πρωτότυπο χειρόγραφo  & επιμέλεια: Νώντας Τσίγκας.