Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Θυμήθηκα την καϊσιά μας...

 

                              Ταφικό frescoe της Πομπηΐας. Κοκόρι ραμφίζει ένα ρόδι.

 

Είχαμε μια προκομένη καϊσιά «Μια φουρά κι έναν κιρό… Ήταν κι καπού ‘ταν…» όπως έλεγε εκείνη (η Κλεοπάτρα!). Φρόνιμη… Απριλομάη άνθιζε κατά το κέφι του καιρού.

Τον Αύγουστο τούς μέλωνε τους μικρούς καρπούς της σαν ρείκια, σαν μικρά κορόμηλα. Με πρέγκνες επάνω πυκνές. Σαν άρρωστοι έμοιαζαν, κι όμως, θαυματουργοί στη γεύση: Όλη η γλύκα και το άρωμα της γης εκεί μέσα ύψωνε λειτουργία και αίνους στο μυστήριο της φύσης..

 

Όταν είχε πεθάνει η γιαγιά, συνέχιζε εκείνη μονάχη, απότιστη, ακλάδευτη, αφρόντιστη να μελώνει τα καΐσια της. Αύγουστο πάντα.

Ώσπου πέθανε όρθια σαν όλα τα δέντρα. Tην κόψαμε. Βάλαμε στη θέση της μια ροδιά με τους αναθηματικούς καρπούς του Φθινοπώρου. Απλώνουν τα χέρια οι περαστικοί από το  δρόμο ̶ έτσι όπως μικροί απλώναμε τα χέρια στο δίσκο με τα κόλλυβα στην εκκλησία ̶   κι εκείνα πέφτουν στην παλάμη τους. Εις μνημόσυνον αιώνιον ο όμορφος καρπός.

Το μικρό δέντρο, τέτοιον καιρό ούτε φύλλα δεν είχε πετάξει ακόμα. Έφτιαχνε εκείνη, πρωί πρωί την Καθαρά Δευτέρα, μια αχυρένια φωλιά, απομίμηση της φωλιάς μικρού πουλιού, και «Ξύπνα εμ να ιδείς… Έβγα … Έφκιασι φέτους φουλιά η παπαδίτσα;»

Kι είχε βάλει μέσα κάνα δυο σοκολατάκια ΙΟΝ και απαραιτήτως τις καραμέλες Φλόκα με την αγελαδίτσα. Τα έτρωγα την επομένη. Απαραιτήτως Καθαρά Δευτέρα νήστευα…

 

Θυμήθηκα το δέντρο σήμερα κοιτάζοντας στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι μας εδώ στην πόλη, όπου είχα φυτέψει μια καλλωπιστική αγριοδαμασκηνιά με το μέλαν φύλλωμα, προτού είκοσι χρόνια. Φέτος πεθαμένη. Η διπλανή της άρχισε να πλουμίζει εδώ και βδομάδες. Είχε από την αρρώστια μελώσει ο κορμός της δυο χρόνια τώρα. Έσταζε το μέλι της καϊσιάς μας θαρρείς μέσα από το ξύλο του κορμού άλλου δέντρου…

Ήρθε σήμερα η εικόνα, της φορτωμένης με φρούτα καϊσιάς, να με βρει εδώ, όχι για  την υπόμνηση του θανάτου αλλά για να συνεγείρει εντός μου ένα κρεσέντο συγκίνησης και το θάλπος μαζί με το άλγος της μνήμης…

 

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

«Ο ποιητής είναι βουνό μέσα στη θάλασσα.»

 



Τα λόγια μου σήμερα στερεύουν. Και περιττεύουν. Φτηνά πολύ για τη περίσταση. Δεν τολμούν. Γυρνούνε στο στόμα μέσα, φθόγγοι μουγκοί, φωνήεντα άηχα… Τριβόλια όλα. Δεν αφήνουν τις λέξεις να σχηματιστούν.  
Η Όλγα γράφει για την Μαρία. Και η Μαρία μας διηγείται τις άγραφες λέξεις. 
Μας δείχνει το δρόμο κατά την ομορφιά. 
Που δεν είναι άλλος από την αγάπη.

 

(Κάνετε «ΚΛΙΚ ΕΔΩ» για να καταλάβετε τι προσπαθώ -μάταια- να σας πω).