Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

«Αντιπροσώπευε έναν σκεπτόμενο αντιβενιζελισμό»

 

Ο Στέλιος Ράμφος για τον Ίωνα Δραγούμη

 

 

Από παλαιότερο άρθρο του σημαντικού Έλληνα διανοητή στην «Καθημερινή» της 1.12.21 (Μία εμφυλιακή μετάλλαξη: ο διχασμός του 1915 ΚΛΙΚ στον τίτλο) ξεχώρισα όσα αφορούν στον Ίωνα και τα καταθέτω χωρίς σχολιασμό εδώ. 

Διατηρώ τις ενστάσεις μου  ως προς το κατά πόσο (πρέπει να)  μπαίνουν αυτοί οι Βενιζέλος-Δραγούμης σε σύγκριση καθώς άλλο πράγμα ο ένας κι άλλο ο άλλος. (Για το πνευματικό ανάστημα του ενός εκάστου ας μη καταπιαστούμε εδώ πρόχειρα...). Το γιατί επίσης, ο χαμηλών τόνων, πολιτισμένος όσο και μετριοπαθής, αντιπολιτευόμενος πολιτικός Δραγούμης, θεωρείται από τους κύριους εκπροσώπους του διχασμού, αδυνατώ να το κατανοήσω. Ωστόσο, η προσέγγιση του Ράμφου στον Δραγούμη είναι κομψή και μετρημένη. Επισημαίνω με έντονη γραφή ορισμένα από όσα γράφει:

       [...] Ο Ίων Δραγούμης αντιπροσώπευε έναν σκεπτόμενο αντιβενιζελισμό. Σύγκραμα ατομισμού και εθνικισμού, πατούσε με το ένα πόδι στο έδαφος της γενέτειρας του ατόμου κοινότητος και με το άλλο στην ιδέα του έθνους ως λαού, παρακάμπτοντας το κράτος που αντιλαμβανόταν σαν διοικητική μηχανή. Η κοινοτική συνθήκη διαμορφώνει νοοτροπίες και συμπεριφορές με προεξάρχον αίτημα την αυτοκατάφαση. Εξ ου και η άσπονδη συνύπαρξη εντός μας του θετικού και του αρνητικού, του ανοικτού και του κλειστού, συνύπαρξη η οποία μας κάνει ματαιόδοξους και υποτακτικούς, άστατους, ιδιοτελείς και φιλότιμους, διαθέσιμους και πολωτικούς. 

Ο Δραγούμης αισθανόταν, όπως ο Σικελιανός, κήρυκας νέας θρησκείας, την οποία χρειαζόταν ο λαός για να αναγεννηθεί. Οι αδυναμίες των άλλων τού ήταν ανυπόφορες και ήθελε να καθοδηγεί αφ’ υψηλού. Βάραινε μέσα του ο εγωισμός του μόνου, που βρίσκει παρηγοριά στο υπερχρονικό, και θεωρούσε τη διάκριση των ξεχωριστών από το πλήθος εφαλτήριο για καινούργια ζωή. Ένιωθε κοντά στον βασιλικό θεσμό και τον ενσαρκωτή του Κωνσταντίνο, ενώ στο πρόσωπο του Βενιζέλου αναθεμάτιζε τον «μικροπολιτικό» ο οποίος εξαπατά τους δικούς του και «κάνει τεμενάδες στους ξένους», που «δεν αισθάνεται μέσα του ελληνική ιστορία», αγνοεί το Βυζάντιο και «νιώθει μόνο ένα κράτος Ελλαδικό που πρέπει να μεγαλώσει λίγο» (βλ. «Τα κρυμμένα ημερολόγια», 2021, σελ. 109 και 172). Τον ενδιέφερε ζωτικά να ξεφύγουμε από την αδράνεια και έθετε το βίωμα υπεράνω των αφηρημένων εννοιών, αλλά στην αδυναμία του να συνδυάσει τις φιλοσοφικές με τις πολιτικές του αντιλήψεις κατέφυγε στον ρομαντισμό του λαϊκού πολιτισμού. 

Οι αντίμαχες δυνάμεις με τις οποίες πάλευε ο Δραγούμης μέσα του ήταν το σύνολο και το άτομο, επέλεξε μάλιστα να τις ενώσει στο ύψος του έθνους μέσω του πολιτισμού. Πίστευε πως κάτι τέτοιο θα βοηθούσε τον ελληνισμό να κάνει τα δικά του βήματα, να συνδυάσει τη συντήρηση με την πρόοδο, τη συνδρομή όσων «θα έχουν σπουδάσει βαθιά τον εαυτό τους». 

Αναλογιζόταν ένα πολιτισμό αυτοπεποιθήσεως ριζωμένο στη δημοτική παράδοση και γλώσσα, πολιτισμό εθνικό και υπερεθνικό, ενώ συγχρόνως οραματιζόταν μία μεγάλη ανατολική επικράτεια, με τμήματά της την Τουρκία, την Ελλάδα και άλλα έθνη. Έβλεπε τους Τούρκους να αδυνατίζουν ως κατακτητικός λαός και πίστευε πως οι Έλληνες θα μπορούσαν, με την έμφυτη αξιοσύνη τους, να γίνουν συγκυρίαρχοι με τους Τούρκους και μετά να τους υποσκελίσουν, εάν διεμόρφωναν ισχυρή πνευματική ηγεσία. Παρέβλεπε ωστόσο τον ανερχόμενο τουρκικό εθνικισμό.

Κατά την κρίση του η αυτοσυνειδησία μας παρέπεμπε στην αίσθηση του ανατολισμού μας. Εννοείται με την ευτυχή έκβαση των βαλκανικών πολέμων κάθε ιδέα ανατολικής ομοσπονδίας ακυρώθηκε, αλλά του έμεινε η αλλεργία για την πολιτική με σημείο αναφοράς κυρίως το κράτος. 

Το σχήμα της σκέψεως του Δραγούμη ήταν άτομο – πολιτισμός – έθνος. Ένα σχήμα με αποκλειστικά στρατηγικόν ορίζοντα, χωρίς πεδίο για την πολιτική πράξη με τους τακτικούς της ελιγμούς. Θεωρούσε πως η συνείδηση ενός έθνους πρέπει να λάβει μορφή Μεγάλης Ιδέας, ώστε η ύπαρξή του να είναι για τους ανθρώπους κάτι εξόχως σημαντικό. Η ιδέα τούτη καθιστά εφικτή την αφομοίωση των ξενικών στοιχείων, όπως και τη δημιουργική λήθη της παραδόσεως, η οποία «συνδέει ως μνήμη σε έθνος τα άτομα μιας Φυλής». Αλλά το βάρος του πολιτισμού του έπεφτε στη διάπλαση ανωτέρων ανθρώπων και όχι στην ενότητα της θελήσεως με τη σκέψη και την πράξη του ανθρώπου. Αυτό διότι κατανοούσε το γίγνεσθαι σαν χρονικό δεσμό των μελών μιας ολότητος, τη διαρκή συνοχή της οποίας κατοχύρωνε το όμαιμον. Δεν διέκρινε καθαρά μεταξύ ενθυμήσεως και μνήμης. Η πρώτη γεφυρώνει χρονολογικά το παρελθόν με το παρόν· η δεύτερη συνδέει το παρελθόν με το μέλλον διά του νοήματος, το οποίο είναι πάντοτε παρόν.

 

 

 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου