Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Αγνοημένος στίχος σε μυθιστόρημα…

 

 



Μιλούσα στο τηλέφωνο με φίλη αγαπημένη που μου χάρισε τρεις (!) τόμους μυθιστορημάτων του σπουδαίου Σεμπάστιαν Μπάρρυ. Είχα πάψει να τον διαβάζω, από την «Μυστική γραφή» (εκδ. Καστανιώτης, 2009) κι έπειτα, ξέροντας πως έχει γράψει σπουδαιότερα και θα γράψει και άλλα ακόμα, επειδή (αφελώς σκεπτόμενος) δεν ήθελα να «ρίξω» την εντύπωσή μου γι’ αυτόν σε μια κατώτερη διαβάθμιση. 

Την ευχαριστούσα για τις «Μέρες χωρίς τέλος» (Days without end, 2016/ εκδ. Ίκαρος 2018) που άρχισα να διαβάζω απνευστί στην ωραία μετάφραση της  Μαρίας Αγγελίδου γιατί το βιβλίο πληρούσε ξανά όλα τα χαρακτηριστικά ενός «μεγάλου βιβλίου». Η πρώτη παράγραφος κι όλας «με πήρε μαζί της». Όμως, μ’ είχε παραξενέψει πως  ο συγγραφέας πήγε κι έγραψε ένα γουέστερν, στα μέτρα και με τη φρίκη ενός Κόρμακ Μακ Άρθι, με ...Ιρλανδό πρωταγωνιστή. Ύστερα όμως συνειδητοποίησα πως οι Ιρλανδοί είχαν μερίδιο στην ίδρυση των ΗΠΑ καθώς βρέθηκαν εκεί ως τυχοδιώκτες ή πρόσφυγες ή από άλλες ανάγκες αποζητώντας  πατρίδα. 

Ποιος θα φανταζόταν όμως πως στη σελίδα 22 θα συναντούσα τη φράση «κι όλα άλλαξαν, άλλαξαν τελείως»; Δυο ένηβα αγόρια, με κρυμμένη τη ομοφυλοφιλία τους,  πάνε να εργαστούν στο σαλούν μιας πόλης χρυσοθήρων …ως κορίτσια, με περούκες, φουστάνια, πούδρες και αρώματα, από επιλογή του μπάρμαν προκειμένου να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της γυναικείας παρουσίας στους μοναχικούς άνδρες. Κι όλα άλλαξαν, άλλαξαν  τελείως...

Αμέσως είχε έρθει στο νου μου η φράση  από το ποίημα του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή W. B. Yeats «Πάσχα του 1916» (ένα από τα είκοσι που μετά κόπων και βασάνων μετέφρασα και που οδεύει πια σε οριστική έκδοση τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Χρονικό): 

All changed, changed utterly. /A terrible beauty is born.(Ὅλα εἶχαν ἀλλάξει, ἄλλαξαν τελειωτικά. / Μιὰ τρομερὴ ὀμορφιὰ γεννήθηκε). 

Τη σύνδεση του μυθιστορήματος με το εμβληματικό ποίημα του Γέιτς, η αξιότατη μεταφράστρια, που έχει κάνει και εδώ σπουδαία δουλειά, δεν την σημειώνει κάπου και ούτε καν μάλιστα επισημαίνει, με πλάγια γραφή έστω, τη φράση που αναπαράγει ο Μπάρρυ. Θα έπρεπε όμως

Οι ηγέτες των αυτονομιστών της εξέγερσης του 1916 (όλοι τους φίλοι και πνευματικοί  συνοδοιπόροι  του Γέιτς) ονόμαζαν τους εαυτούς τους «λευκούς Ινδιάνους της Ιρλανδίας». Στο βιβλίο, ο στρατός καλείται να «καθαρίσει» μαζί με τους πολιτοφύλακες την περιοχή από τους ιθαγενείς ινδιάνους. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, μισθοφόρος του ιππικού πια μαζί με τον φίλο του, Τζόν Κόουλ σκέφτεται: «Πώς είδαμε τη σφαγή χωρίς να παίξει το μάτι μας; Πώς μπορέσαμε; Μπορέσαμε επειδή δεν ήμασταν τίποτε ούτε εμείς. Κι έτσι ξέραμε πώς να φερθούμε σε ανθρώπους που δεν ήταν τίποτα». Και ο ταγματάρχης, που ηγείται της μοίρας του ιππικού, είναι επίσης δύσθυμος απέναντι στη σφαγή των κοντοπίθαρων και ασχημομούρικων ινδιάνων που δεν μπορούν ν' ανεχθούν τους λευκούς να κατασκάβουν τα χώματα με τους θαμμένους νεκρούς της φυλής τους. 

Έπειτα ανάβει ο αμερικανικός εμφύλιος: Βόρειοι και Νότιοι. Ενωτικοί και Αντάρτες. Μπλε  και Γκρίζοι. Μίσος και θάνατος στην τρέλα του πολέμου. Όλα άλλαξαν... Ακόμα και ο στωικός ταγματάρχης. Η φιλία και ο έρωτας μεταξύ δύο ανδρών όμως παραμένει.


 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου