Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Πλην-έλληνες





«Δεν είμαι συνθέτης. Είμαι πληνθέτης» έλεγε ο μακαρίτης ο Νικόλας Άσιμος (μιμούμενος ίσως τον συνονόματό του  Πεντζίκη). Και γω, εξηγούμαι, δεν έχω τίποτε με τα καημένα τα ζώα (κάτι Μανρίλους του ζωολογικού κήπου του Βερολίνου) που είχα φωτογραφίσει πριν χρόνια… Ίσα ίσα βρίσκω πολύ γλυκιά και τρυφερή τη στιγμή του αλληλο... ξεψειρίσματός τους. Τους έβαλα εδώ για «αντιπερισπασμό» στη χυδαιότητα και στη σαχλαμάρα…

Οι πλην-Έλληνες, ωστόσο, είναι όσοι μας κάνουν και ντρεπόμαστε που είμαστε Έλληνες. Ένα κοπάδι που πάει μουγκανίζοντας και παρασέρνει ποδοπατώντας λεπτότητες, ηθική, όρια, συναισθήματα, σκέψεις, ιδέες. Ένα τσουνάμι χυδαιότητας, ρατσισμού, ψεύδους, ανοησίας, ζωώδους επίδειξης δύναμης από ημιμαθείς ιδεοληπτικούς, αυτόκλητους σωτήρες και δηλητηριαστές της ζωής. Θα τους συναντήσετε σήμερα πια σε πολλές παραλλαγές: σαν αρνητές της μάσκας, αρνητές της πανδημίας και της ύπαρξης του ιού, αρνητές των εμβολίων,  αρνητές του δημόσιου χρέους της χώρας, αρνητές της ενωμένης  Ευρώπης, «αντισυστημικούς» εν γένει, ως φωνακλάδες «Ελληναράδες», «κάργα» αρχαιολάτρες, καταδρομείς σε εφεδρεία με φόρμες παραλλαγής και μπυροκοιλιές… Βρίσκονται  πλέον παντού τριγύρω μας…

Σήμερα μια ασθενής μου, που εργάζεται σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ, μου είπε: «Μ’ έχουν ορίσει να κάνω θερμομέτρηση και να δίνω στους πελάτες την ειδική κάρτα στην είσοδο για την αποφυγή συνωστισμού. Έρχεται “ο κύριος”,  κοντά στα πενήντα πέντε. “Άκου να δεις”  μου λέει… “…εμένα είτε πάνω μετρήσεις είτε εδώ κάτω… την ίδια θερμοκρασία θα βρεις”. Φοβήθηκα μη χάσω τη δουλειά μου και δεν έδωσα έκταση στο ζήτημα. Ακόμα τρέμω γιατρέ, ύστερα από τόσες μέρες. Νά ’ξερες τι ακούμε από δαύτους…»

Προσπάθησα να το παλέψω  όλη μέρα. Δεν το κατάφερα. Το απόγευμα ήρθε και μ’ αποτελείωσε η είδηση πως φίλος από τα παλιά «πολιτεύεται» (τύφλα κακιά...)  με τον περιβόητο Αρτέμιο Σώρρα. Αναγκάστηκα να δω ένα άθλιο βίντεο από ένα "κανάλι μάρκα μ΄έκαψες"  με τις «θεωρητικές του απόψεις». (Πομφόλυγες περιωπής!)

Μ’ αυτά και μ’ αυτά «θέλω να χορεύω και να κάνω εμετό» που λέει κι ο Σαββόπουλος…

Πoιός θα μας σώσει άραγε από τους πλην-Έλληνες; 

 

 

 

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Μια ένδοξη (και εξουθενωτική) μέρα...


25η Μαρτίου 1971

(150 χρόνια από την Επανάσταση του 1821)

 

                                     Μάνα μου τα κλεφτόπουλα (διασκευή-εναρμόνιση: Γιάννης Ζορπίδης)

 

Αν σας τα διηγηθώ με λεπτομέρειες όλα θα το κλάψετε «το κλεφτόπουλο», τον δωδεκαετή μαθητή που ήμουν τότε. Και θα κουραστείτε, θα παρατήσετε στη μέση την ανάγνωση και θα πιάσετε ν’ ασχολείστε με τον μπακαλιάρο σκορδαλιά. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται:

Τελευταία τάξη στο Δημοτικό από μέρους μου. Τελευταία χρονιά της θητείας και του πιο άξιου δασκάλου που είχα ποτέ: του Καλλίμαχου Ανδρ. Βαϊνά. Δυο μήνες πρωτύτερα με παρότρυνε ν’ αρχίσω να ζωγραφίζω σε χοντρές κόλλες χαρτί όλους «τους ήρωες του ’21» σε μέγεθος ικανό (ίσως 90Χ60). Θα τους αναρτούσαμε στην μεγάλη αίθουσα για τη σχολική γιορτή ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Τι κι αν είχαμε έτοιμα σε χαρτόνι εκείνα τα τυποποιημένα πορτρέτα του εμπορίου; Αυτός ήθελε χειροποίητα, με κόπο φτιαγμένα πράματα για την περίσταση…

(Ενδιαμέσως προέκυψε και μια ανταλλαγή λευκωμάτων ανάμεσα σε ερυθροσταυρίτες μαθητές της υφηλίου. Εμάς μας είχε τύχει να λάβουμε ένα λεύκωμα από γιαπωνέζικο σχολείο. Εκεί λοιπόν μ’ έβαλε ο κύριος Καλλίμαχος να στείλω ένα ολάκερο μπλοκ με ζωγραφισμένους ξανά-μανά τους ήρωες. Σχεδόν είχα μάθει να αναπαράγω από μνήμης τις μορφές τους. Γέμισα το λεύκωμα και το πήγα ο ίδιος στο ταχυδρομείο. Το ’στειλα στους Ιάπωνες  προτού βγει ο Φλεβάρης…)


Την 25η Μαρτίου το πρόγραμμα των υποχρεώσεων του μαθητή του Δημοτικού  περιλάβαινε πράγματα τα οποία σήμερα θα θεωρούνταν «κακοποίηση ανηλίκου» και στην καλύτερη περίπτωση «θεσμικό bulling»: Στις 5.45 το πρωί, μέσ’ στη μαύρη νύχτα, κωδωνοκρουσίες (υπό μαθητών) συγχρόνως και από τις πέντε καμπάνες των εκκλησιών του χωριού (της μιας εκτός συνοικισμού: στο βουνό…). Κατά τις 6.15 τα χαράματα: «Εωθινόν». Που πάει να πει παρέλαση με γοργό βηματισμό και εμβατήρια από τους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων μέσα στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Στις 10.00 εκκλησιασμός. Στις 11.30 παρέλαση και κατάθεση στεφάνων στο «Ηρώον των πεσόντων».

Δημοτικοί χοροί των κορασίδων στην πλατεία του χωριού. Δεξίωση των κατοίκων στο γραφείο της κοινότητας (κονιάκ χύμα από νταμιτζάνα και πικρό «σοκολατάκι μαργαρίτα»). Οι μαθητές λουκούμι από το χέρι του κλητήρα της κοινότητας. Στις 4.00 η σχολική γιορτή. Το βράδυ στις 7.30 λαμπαδηφορία με άσματα πατριωτικά. Σχεδόν είχαμε αποκοιμηθεί περπατώντας οι περισσότεροι. Πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλον και κοντεύαμε να καούμε μεταξύ μας με τις αναμμένες δάδες…

Τα δικά μου πάθη, εκτός από τα χρέη του παραστάτη της σημαίας και της απαγγελίας ενός («Ηρωϊκού», τι άλλο;) ποιήματος με την κατάθεση στεφάνου, κορυφώθηκαν στη σχολική γιορτή. Έπρεπε να αλλάξω στολή-μεταμφίεση για τρεις ρόλους. Δυo μη ομιλούντες (σε ταμπλώ βιβάν/tableu vivant): του Παλαιών Πατρών Γερμανού κατά την ευλογία της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα και του Αθανασίου Διάκου την ώρα της σύλληψής του από τους Τούρκους στην Αλαμάνα. Η αρχιεπισκοπική μίτρα  του Π.Π. Γερμανού ήταν φυσικά κατασκευή των χειρών της αφεντιάς μου ενώ τα άμφια και η αγιαστούρα του εφημέριου παπα-Παναγιώτη Χατζηλεοντιάδη (αγίας μορφής…). 
 
Για τον Αθανάσιο Διάκο, δεν βρέθηκε αρκετό μαύρο προβατίσιο μαλλί στο σπίτι μας εκείνο τον καιρό (έφτασε μόνο για τα μουστάκι μετά βίας). Έτσι αυτός αναπαραστάθηκε ασκεπής και με κοντοκουρεμένο  μαλλί. Το σπασμένο σπαθί όμως που κρατώ στο δεξί μου χέρι ήταν αληθινό. Ένα σκουριασμένο γιαταγάνι που θυσιάστηκε καθώς το πήγα ο ίδιος στο σιδεράδικο να το κόψουν με τρόπο που να φαίνεται κομματιασμένο στη μάχη. Βάφτηκε με φτηνή ασημομπογιά (μ’ εκείνη που βάφαμε και τις σκουριασμένες μας ξυλόσομπες τότε…).

Ο τρίτος ρόλος   ήταν του Αλέξανδρου Υψηλάντη σε ένα μονόπρακτο. Κάποιο σακάκι έπρεπε να στολιστεί με επωμίδες, σιρίτια κλπ και φυσικά το καπέλο του ιερού Λόχου να κοσμηθεί αναλόγως. Κάτι υπογράφω σ’ ένα χαρτί και διαπιστώνω εκ των υστέρων ότι το χέρι που λείπει από τον μονόχειρα πρίγκηπα είναι το αριστερό. Γνωρίζουμε όμως πως το χέρι που έχασε ο ευγενικός ήρωας Υψηλάντης στην Δρέσδη κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους ήταν το δεξί. Ίσως, επειδή σε μένα το αριστερό χέρι είναι παντελώς άχρηστο, επέλεξα να το ακρωτηριάσω (κρύβοντας το πίσω στην πλάτη κι αφήνοντας αδειανό το μανίκι του σακακιού) γιατί ενδεχομένως ούτε και την μίμηση της υπογραφής δεν θα μπορούσα να κάνω μ’ αυτό.

Θυμάμαι εκείνη τη μέρα να αλλάζω από το πρωί συνεχώς στολές και ρόλους. Η ανάμνηση εκείνου του άγχους με διατρέχει ως τα σήμερα. Υπεύθυνος για τη γιορτή και για μια δουλειά που πρέπει να γίνει. Ένα χρέος, μια οφειλή που πρέπει να ξεπληρωθεί στο ακέραιο… Κι αδιαφορία, αν όχι περιφρόνηση, για χειροκρότημα ή έπαινο. Αυτό μου μένει από κείνη τη μέρα.

Και δεν πρέπει να παραλείψω να πω... Στις φωτογραφίες είμαι φεγγαροπρόσωπος. «Φούσκας» κανονικός για την ακρίβεια… Οι γιατροί γνωρίζουν το σύνδρομο Cushing  που προκαλείται από την χρόνια χορήγηση κορτιζόνης. Επί μήνες παιδευόμουν με πυρετούς και επώδυνη πολυαρθρίτιδα («ρευματικός πυρετός» η τελική διάγνωση) και είχα μπει σε αγωγή… Δεν ήταν από ευδαιμονία τα πάχη… Φορές χρειαζόταν να δένω μέσα στα χέρια με αυτοσχέδιους επιδέσμους τα μολύβια και τους μαρκαδόρους  καθώς τα δάκτυλα δεν έκλειναν αρκετά για να τα συγκρατήσουν.

Αυτός ήταν ο δικός μου μικρός αγώνας του 1971. Και να που προχώρησε πενήντα χρόνια εμπρός ο καιρός, κύλησε σε δυο αιώνες ο χρόνος για να ζήσουμε χωρίς πυρετό, χωρίς κόπους, χωρίς ενθουσιασμό και τη φαντασμαγορία  των 200 χρόνων «από τότε»… Έγκλειστοι. Πολιορκημένοι από φόβο και αγωνία… (Και δεν υπάρχει εμπνευσμένος δάσκαλος να μας δώσει ρόλο!)