...και Η μικρή βόλτα του νεκρού ποιητή.
φωτ.Ν.Τ.
Για κάποιον λόγο, αισθανόμουν πολύ καλά ψάχνοντας. Όλα ξεκίνησαν από μια ταινία του Κουροσάβα. Ξεκινάω μια μέρα μ' έναν φίλο να πάω να δω το Καγκεμούσα, στην Κυψέλη. Είχαμε πιει και διάφορα και μπήκαμε στο απέναντι ρεύμα στην Πατησίων. Μας σταμάτησε ένας αστυνομικός και του μίλησα με τέτοιο παθιασμένο τρόπο, που μας άνοιξε τον δρόμο για να περάσουμε. Βλέποντας την ταινία, σκέφτηκα «σε τι Θεό πιστεύουνε αυτοί και παίζουν έτσι;». Υπήρχε μια άποψη ότι η τέχνη είναι τόσο σοβαρή όσο η ζωή. Ο ηθοποιός είναι κύριος του εαυτού του. Δεν είναι ο γελωτοποιός που θα διασκεδάσει τον άρχοντα, όπως γινόταν στον Μεσαίωνα.
(O Άρης Ρέτσος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO «ΚΛΙΚ»ΕΔΩ )
Τώρα θα μου πείτε … «Μα ποιος θυμάται και ποιός γνωρίζει τον Ρέτσο;… Ζει, για πέθανε;», και, «who cares; στο κάτω κάτω της γραφής βρ’ αδερφέ μ’;». Κι επίσης ποιος θυμάται τον ποιητή Αλέξη Τραϊανό; («Και, τόσους άλλους losers» ξανά θα μου πείτε…). Ωστόσο, διέσωσε τη μορφή του, σε ασπρόμαυρο φιλμάκι 8 mm, ο κινηματογραφιστής φίλος του Μίλτος Αρβανιτάκης, ακτινολόγος του ΕΣΥ στον επαγγελματικό του βίο. Ιδού λοιπόν Η μικρή βόλτα του νεκρού ποιητή (ο σύνδεσμος ΕΔΩ). Ο μακαρίτης ο Θ. Μπασιάκος (Γκαγκάν) μνημονεύει σ' ένα του ποίημα αυτό το «ταινιάκι»:
Η ΒΟΛΤΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
ΠΟΙΗΤΗ
- μνήμη Αλέξη Τραϊανού -
Ο ποιητής που κάνει τη βόλτα του στην οδό Πατησίων
Ο ποιητής με τα χέρια σταυρωμένα πίσω
ή στις τσέπες
Ο ποιητής σκεπτικός
ή που σφυρίζει μια μελωδία ελαφρά
και πάει –
είναι ένας ν ε κ ρ ό ς ποιητής.
Κανείς φυσικά δεν τον είδε
(ποιος καταλαβαίνει έναν νεκρό ποιητή που κάνει ήσυχα
τη βόλτα του).
Μόνον ίσως ο περιπτεράς στο περίπτερο
που σταμάτησε
(αγόρασε σπίρτα και μια σοκολάτα «ΙΟΝ» αμυγδάλου)
Αλλά κι’ αυτός – λέτε κατάλαβε άραγε τίποτα;
Όμως, δικαίως, θα αναρωτηθεί κανείς …«Και ποιος είναι πάλι αυτός ο Αρβανιτάκης;». [Όπως ρωτούσαν τον Μάριο Χάκκα. Τι είναι ο Γκόρπας; (ο Θωμάς). «Γκόρπα, Γκόρπα, (Ποιὸς εἶναι; Νὰ πὰ νὰ τὸν μάθετε».) τους απαντούσε γράφοντας το διήγημά του Γκορπισμός, της συλλογής Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες].
Τον Αρβανιτάκη έπρεπε να τον έχουν πολλοί υπόψη τους για μια του μετάφραση και μόνον (κρατικό βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης—ποίησης εν προκειμένω— του 2016). Και μαζί μ’ αυτόν ο, γεμάτος ξερολιθιές και πικραλίδες ιατρικός κόσμος, θάπρεπε να έχει επίσης υπόψη του τον Αμερικανό ψυχίατρο και ποιητή Ρίτσαρντ Μπέρλιν και τουλάχιστον τη μια από τις τρεις σπουδαίες μεταφράσεις ενοτήτων των ποιημάτων του «Εγχειρίδιο Ανατομίας» που μετέφρασε ο Αρβανιτάκης. Θα ήταν όλοι τους καλύτεροι γιατροί και καλύτεροι άνθρωποι. Και η ιατρική καθημερινότητα …αισθαντικότερη.
Σε τέτοιους αντιπνευματικούς καιρούς, παραμονή της εορτής του Αγίου Πνεύματος που ακόμα γιορτάζεται (μεγάλη η Χάρις του!), ταύτα εμνήσθην, ξεπατίκωσα, αντέγραψα και είπα.
ευγνώμων υποκλίνομαι και σε βγάζω το καπέλο μου, και το εννοώ κυριολεκτικά, γιατί πάντα φοράω καπέλο από παλιά και με τα μαλιά που είχα, χειμώνα ή καλοκαίρι, μέσα και έξω σαν σήμα κατατεθέν.
ΑπάντησηΔιαγραφήείδες που εσύ σαν σέντερ φορ -Κεντρικός επιθετικός (Αγγλικά: "centre forward")- της λογοτεχνίας των μπλογκς με έδωσες μια πάσα που σε τη γυρίζω για το πολυπόθητο γκολ που ανήκει όμως σε όλη μας την ομάδα εδώ του Μάριου Χάκκα, που γράφει το αμίμητο [...] Κι ὁ ἐκνευρισμὸς συνεχίζεται (ποιὸς ἐκνευρισμός; κανονικὴ νευρασθένεια), κι ἀγκαλιάζω ξανὰ καὶ ξανὰ μιὰ γυναίκα, κι ἀπὸ κεῖ προκύπτει μιὰ ἄλλη, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη μιὰ ἄλλη, ὅπως ἕνας ποιητὴς προκύπτει ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ὁ Ἐγγονόπουλος ἀπὸ τὸν Ἐμπειρίκο κι ὁ Γκόρπας ἀπὸ τὸν Γκόρπα.''
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2015/02/07/%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CF%87%CE%AC%CE%BA%CE%BA%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%81%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/
Το 1979, εξαιτίας ενός πολύ αγαπημένου μας καθηγητή και αργότερα φίλου ως τα υστερνά του και που βέβαια δεν ξεχνούμε ποτέ, ήρθαμε εικοσαετείς οι φίλοι σε επαφή με το έργο του Χάκκα που το 1972 είχε πεθάνει από το υπερνέφρωμα (που όμως του έδωσε το χρόνο να γράψει τα πιο άρτια και σπουδαία του διηγήματα..)
ΔιαγραφήΤον είχα παρουσιάσει στο αμφιθέατρο της σχολής. Διαβάζαμε τα διηγήματα με ρίγος. Μας ταίριαζε η ζωηρή του γραφή, ο μηδενισμός τους, η λύπη τους, μας ταίριαζε ο θυμός, μας ταίριαζε η τάξη των πραγμάτων που όριζε αλλιώς τις αξίες και τα σημαντικά. Έξω ντουντούκες, αφισομάνι, κομματικές νεολαίες… Ύστερα μας προέκυψε η «Αλλαγή» και τα «καλά χρόνια»…