Αν πιάσουμε να μιλήσουμε και να θυμηθούμε για τον Σαββόπουλο και τα τραγούδια του που μάς μεγάλωσαν και μάς ακολουθήσαν και μεγάλωσαν και γέρασαν και αυτά μαζί μας,
Εννοώ για όσα έμειναν ανθηρά, χλωρά, εύοσμα μα και για όσα στόμωσαν και ξεθώριασαν. Σαν κι εμάς και σαν τον κόσμο γύρω μας («Τώρα που ο κόσμος έγινε ένα απέραντο ξενοδοχείο»),
Θα πρέπει να μιλάμε ώρες και μέρες. Αφήνω, να βρουν –και να μπορέσουν να τα πουν– άλλοι αξιότεροι και ψυχραιμότεροι.
Στη μνήμη του τροβαδούρου, με τα γυαλιά και τις τιράντες, ένα ποίημα της Ζωής Καρέλλη και μια νυχτερινή άποψη της σκάλας της Βίλας «Γαλήνη» –όπου βέβαια ο Σεφέρης έγραψε τη συγκλονιστική του Κίχλη– τραβηγμένη φέτος στον Πόρο. Ας συνοδεύει κι ο, πιο ταιριαστός για την περίσταση, στίχος από Το ναυάγιο της Κίχλης:
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ-
ποιὸς
πάει γιὰ
τὸ
καλύτερο ὁ
Θεὸς τὸ ξέρει».
ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
Αρρώστια
Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια ’πό θανάτους η μνήμη μου
τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς.
Μιλούνε ορισμένα από τα λόγια τους:
«ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι.»
«Να σε φιλήσω, γιατί πέθανα.»
«Ζητούσα να σας δω και ήρθα.»
Πρόσωπα, λόγια πολλά, που τα κρατώ
σαν ξένα, θέλω δικά μου να τα κάνω
και δεν μπορώ, γιατί δεν εννοώ
το θάνατο, αρνιέμαι να τον καταλάβω.
Όμως, ούτε και τη ζωή, έτσι,
μπορώ ν’ αγγίζω, όπως θέλω
να την κρατήσω, που βλέπω τις κινήσεις
των ζωντανών, σα να ’ναι μες στη μνήμη μου
κι αυτές και δεν μπορώ να τις αγγίξω
ζωντανές. Τις χαίρομαι συχνά,
τις αγαπώ, τις βλέπω εκστατικά,
Και έξαφνα γίνονται σαν από πεθαμένους.
*Στίχοι από την την ποιητική σύνθεση του Γ. Σεφέρη Κίχλη, Α΄ "Το σπίτι μου κοντά στη θάλασσα". [… ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει |ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.