Πρόστιμα επέβαλε το Λιμεναρχείο Ρόδου στο beach bar στην Αγία Μαρίνα, κατά του οποίου ξέσπασε σάλος μετά το βίντεο που κυκλοφόρησε στα social media και δείχνει έναν σερβιτόρο να σερβίρει παραγγελία σχεδόν κολυμπώντας, αφού το νερό της θάλασσας φτάνει μέχρι το στήθος του. Ο σερβιτόρος φαίνεται να κρατάει έναν δίσκο με φαγητά και να μπαίνει σχεδόν ολόκληρος μέσα στη θάλασσα για να εξυπηρετήσει πελάτες που κάθονται ή είναι ξαπλωμένοι στις πλατφόρμες του beach bar της Ρόδου.
Οι έφημερίδες
Δεν ξέρω αν ό Θεός έκαψε τη Ρόδο για το ζήτημα αυτό, που παραπέμπει σε εργασιακό Μεσαίωνα. (Διόλου δεν αποκλείεται). Προφανώς και αποτελούσε τακτική του καταστήματος το να σερβίρονται οι μακαρίως ευωχούμενοι πελάτες του, ξαπλωμένοι σε πλωτές εξέδρες και υπό την σκιάν αλεξηλίων-αλεξιβροχίων υπερυψωμένοι πάνω από τα νερά της παραλίας. Κατά την ταπεινή μου γνώμη βέβαια, όταν συμβαίνουν τέτοιου είδους «παρεκτροπές» στις μέρες μας, χρήσιμο θα ήταν να τιμωρούνται όχι μόνον ο παραβάτης καταστηματάρχης αλλά και όσοι απολαμβάνουν αυτές τις υπηρεσίες (άσχετα αν τις έχουν πληρώσει ακριβά ή φτηνά).
Ωστόσο, το παρακάτω απόσπασμα από τη Μάνη του Π. Λ. Φέρμορ, στη μετάφραση του Τζανή Τζαννετάκη, μιλά για την Καλαμάτα της δεκαετίας του ΄50 και την παρέα των «τρελών» Εγγλέζων που αποφασίζουν να συνεχίσουν το γεύμα τους και το άγριο πιοτί τους, ντάλα μεσημέρι κατακαλόκαιρο, μέσα στα νερά του λιμανιού. Άλλος νόμος και άλλη ανάγκη διέπει το διασκεδαστικό και αρκούντως δροσιστικό απόσπασμα από το βιβλίο. Εξάλλου, οι πελάτες εδώ, μπαίνουν οι ίδιοι στο νερό όπου μέχρι και τα ψημένα ψάρια τους βούτηξαν κι εκείνα για λίγο. Ελπίζω να σας χαρίσει λίγη δρόσο στον ανηλεή καύσωνα και τις αποκαρδιωτικές εικόνες με τους εθιμικούς εμπρησμούς και τις πυρκαγιές του Ελληνικού θέρους.
(Όμως γιατί σχεδόν είμαι βέβαιος πως κάποιους θα τους πέσει κομμάτι βαριά η «απόκλισή» του από τη τρέχουσα πολιτική ορθότητα;)
κεραμική τέχνη /Καρδαμύλη
Λίγο ἀργότερα, μὲ τὴ σκέψη τοῦ ψαριοῦ ποὺ ψηνότανε στὰ κὰρβουνα, ὁ νοῦς μας πλανήθηκε πίσω στὴν Καλαμάτα (κρυμμένη τὼρα στὸ λαμπερό μοιχό τοῦ κόλπου) μερικὰ χρόνια πρὶν.
Ἦταν μεσοκαλόκαιρο σ’ ἐκείνη τὴ λαμπερή ἄσπρη πολιτεία κ’ ἡ ζέστη ἦταν ἐκρηκτική. Γιόρταζαν κάποια γιορτή—μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ γιορτή τοῦ Ἅη Γιάννη τοῦ Βαφτιστῆ, ποὺ δηλώνει τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο— καὶ ἡ προκυμαία ἦταν γεμάτη κόσμο ποὺ εἶχε ξεχυθεῖ καὶ πανηγύριζε. Ἡ ψυχική διάθεση μιᾶς ἀργίας κ’ ἡ τρέλα ἑνός ζεστοῦ κύματος πλανιόταν στὸν ἀέρα. Τὸ πέτρινο πλακόστωτο στὴν ἀκροθαλασσιά ὅπου καθόμασταν γιὰ νὰ φᾶμε τὸ βρὰδι, ἡ Ἰωάννα, ὁ Ζάν Φίλντινγκ κι ἐγώ ἐκσφενδόνιζε τὴ ζέστη σὰ μιὰ κατσαρόλα μὲ ἀνασηκωμένο τὸ καπάκι.
Ὅταν καπνίζει ὁ λουλάς
τραγουδοῦσαν οἱ ψαράδες κλαψιάρικα,
ἐσύ δὲν πρέπει νὰ μιλᾶς
Κοίταξε τριγύρω οἱ μάγκες
κάνουν ὅ-, κάνουν ὅλοι τουμπεκί.
* Η φωτογραφία με το ψάρι στο ανθοδοχείο από την οικία των Φέρμορ.