Τά μυστήρια, η γοητεία και τα όρια της Νευρολογίας
Dr. Allan H. Ropper & Brian D. Burrell
Ψ ά χ ν ο ν τ
α ς β α θ ι ά σ τ ο λ α γ ο ύ μ ι
(Δεύτερη
-αναθεωρημένη- ελληνική έκδοση)
Μετάφραση & Επιστημ. επμέλεια: Νώντας
Τσίγκας
Επιμέλεια έκδοσης: Αλέξης Παπάζογλου
Φιλολογική επιμέλεια: Κώστας Δρουγαλάς
Εξώφυλλα: Στέλιoς Ψευτογκάς
Εκδόσεις ΡΟΠΗ [υπό
έκδοση]
Είχα ολοκληρώσει, καταβάλλοντας αρκετό κόπο για κάμποσο καιρό, την μετάφραση και
επιμέλεια του βιβλίου του καθηγητή της Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ Dr
Allan H. Ropper και του καθηγητή Μαθηματικών Brian D. Burrel (μαζί στη φωτογραφία παρακάτω). Τίτλος του βιβλίου: Reaching
Down the Rabbit Hole (η απόδοση στα ελληνικά: Ψάχνοντας
βαθιά στο λαγούμι) και η παραπομπή στις ίστορίες του Λούις Κάρολ με την "Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων" προφανής.
Πρόκειται για ένα βιβλίο, τετρακοσίων σχεδόν σελίδων, στο οποίο
με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρουσιάζεται η καθημερινή άσκηση της Νευρολογίας στο
Νοσοκομείο. Προβάλλονται με ιδιαίτερο τρόπο οι νίκες, οι ήττες, τα
διλήμματα, οι αποφάσεις, οι φόβοι, οι προκλήσεις μιας ιατρικής που πλέον
κινείται στο μεταίχμιο ριζικών αλλαγών καθώς ο ρόλος του ειδικού κλινικού
γιατρού όπως τον γνωρίσαμε στις "ηρωϊκές" εποχές της ιατρικής
επιστήμης, τείνει να "παραγκωνίζεται" από απεικονιστικές ή άλλες
παρακλινικές εξετάσεις και να "απειλείται" από την παρείσφρηση
άλλων ειδικοτήτων ή επιστημών (βιολογία, μοριακή γενετική, επιδημιολογία κλπ).
Ο δόκτωρ Άλαν Ρόπερ ως μάχιμος γιατρός
(που ανήκει πλέον στην "παλαιά φρουρά" των νευρολόγων) στο τμήμα επειγόντων,
στους θαλάμους των ασθενών στην πτέρυγα και στη νευρολογική εντατική μονάδα
γράφει με το βιβλίο του αυτό έναν ύμνο για τη νευρολογία. Έχει πεισθεί πως "η
νευρολογία είναι η βασίλισσα", στην παρτίδα σκάκι που παίζει ο Χάρος με τον
ιππότη Αντώνιο Μπλοκ στην περίφημη σκηνή της Έβδομης σφραγίδας του
Μπέργκμαν, και πως "ο εγκέφαλος γράφει ποίηση".
Το βιβλίο θα είχε τυπωθεί
(Δεύτερη αναθεωρημένη ελληνική έκδοση) πιθανότατα τον Μάιο από τις εκδόσεις ΡΟΠΗ. Θύμα του
covid-19 για την ώρα [ΚΑΙ αυτό...].
Όμως, για να ξορκίσω το
κακό, προδημοσιεύω σήμερα ένα μικρό απόσπασμα, από το κεφάλαιο "Η
συγχυτική κατάσταση", θέλοντας να σταθώ και να συστήσω περισσότερο
την λογοτεχνική αύρα που διαπνέει το βιβλίο:
[...] Αν και το
μεγαλύτερο μέρος από τις σημειώσεις του ήταν ασυναρτησίες, ο Γουόλι είχε
στιγμές διαύγειας, κατά τις οποίες έγραφε με στυλ έμπειρου πεζογράφου. Σε
κάποια έκρηξη δημιουργικότητας έγραψε μια σύντομη ενθύμηση του
καλοκαιριού στην ηλικία των δώδεκα χρόνων του, όταν οι γονείς του τον
έστειλαν να μείνει με τον θείο του, έναν ψαρά στην Νέα Σκωτία. Δεν καταλάβαινε
πώς ή γιατί ένα παιδί από την Ανατολική Βοστώνη σαν κι αυτόν είχε βρεθεί
μπλεγμένο στην ανοιχτή θάλασσα νά τραβά με δυσκολία ιππόγλωσσους μέσα σε
μια ψαρόβαρκα όμως γλέντησε την κάθε μέρα του εκεί. Το θέαμα των
μεγάπτερων φαλαινών, που αναδύονταν στην επιφάνεια πέρα από τον κόλπο τα
πρωινά, όπως του είχαν πει, ήταν αποτέλεσμα του ότι αυτές οδηγούνταν πιο κοντά
στην ακτή από τα γερμανικά υποβρύχια που είχαν κατακλύσει τα νερά. Ήταν το
1943.
Το καλοκαίρι
ολοκληρώθηκε με ένα έθιμο του χωριού, κατά το οποίο οι ψαράδες και οι
οικογένειες τους, έμπαιναν μαζί στo νερό για να τραβήξουν όλοι μαζί ένα
τεράστιο δίχτυ, με μήκος μερικές εκατοντάδες μέτρα, που περιείχε ένα μεγάλο
κοπάδι μπακαλιάρων. Καθώς το τεράστιο δίχτυ πλησίαζε στα έξη πόδια από την επιφάνεια,
το νερό ζωντάνεψε από ψάρια ίσαμε τριάντα -σαράντα ίντσες μάκρος που
σπαρταρούσαν, και οι ψαράδες και οι οικογένειές τους τα έπιαναν με απόχες
ρίχνοντάς τα μέσα στις ψαρόβαρκες. Κατά τη διαδικασία, λέπια ψαριών
πετούσαν σαν χιονόνερο, καλύπτοντας τον καθένα από την κορφή ως τα νύχια,
αφήνοντας μονάχα τα ασπράδια των ματιών τους να φαίνονται. Ο Γουόλι ξαναφέρνει
στη μνήμη πως του είχαν ορίσει ένα πόστο δίπλα σ’ ένα νεαρό κορίτσι που φορούσε
ένα κίτρινο αδιάβροχο το οποίο σταδιακά έγινε ασημί, καλυμμένο από ένα
εκνέφωμα από λέπια που άστραφταν. Η Χάνα αποφάνθηκε πως αυτή ήταν η πιο γαλήνια
στιγμή στη ζωή του Γουόλι: όταν στεκόταν πλάι σ’ ένα χαριτωμένο κορίτσι,
βουτηγμένος μέχρι τη μέση ανάμεσα σε ψάρια που σπαρταρούσαν, ζώντας σ’ ένα
ασφαλές μέρος, περιτριγυρισμένος από δυνατούς, υπομονετικούς, στοργικούς
ανθρώπους, καλυμμένος με λέπια ψαριών. Ήταν ίσως η τελευταία φορά που ο Γουόλι
ήταν σε ειρήνη με τον κόσμο και με τον εαυτό του.
Όταν μου
έδειξε το ημερολόγιο, η Χάνα είπε, «Μου θύμισε κάτι που είπε ο Γκόρντον τις
προάλλες. Δεν ξέρω γιατί μου έμεινε αυτό. Είπε: «Θες να δεις τις πιο καλές
μέρες; Κοίτα εδώ!»