[ένα ζωγραφικό σύμπαν ως ρεπορτάζ της «πτώσης»]
Αυτό το έργο του Ράλλη Κοψίδη, που ανήκει στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, αποτελεί μια από τις «εικαστικές» αναπολήσεις του καλλιτέχνη στους χρόνους της παιδικής ηλικίας, στη γενέθλια νήσο Λήμνο.
Σε χρόνο ανύποπτο για τους ευδαίμονες νεοέλληνες, που συλλήβδην ευημερούσαν και αυγάταιναν τον «πλούτο» τους (φόρα παρτίδα—φόρα Πατρίδα…) φτωχαίνοντας δραματικά «εντός» τους, εκείνος περιδιάβαινε τους σκουπιδότοπους έξω από τις μεγάλες πόλεις διασώζοντας θυμητάρια ενός παρελθόντος που οι νεότεροι «ξόρκιζαν» ορίζοντάς τα με τον πλέον σαφή τρόπο ως «απορρίμματα». Κομμάτια από σπασμένες πορσελάνες πιατικών, θραύσματα αρχαίων αντικειμένων ή επιγραφών, κεραμικά από μετόπες σπιτιών, μικροαντικείμενα κλπ. Όλα βρήκαν τη θέση τους σε σπίτια που τα δέχτηκαν δωρεάν, ως ενσωμάτωση στην εξωτερική τους τοιχοδομή ή βρήκαν θαλπωρή και γνώρισαν την Ανάσταση μέσα στη ζωγραφική του. Περιηγήθηκε όσο κανείς την ελληνική επαρχία αναζητώντας απελπισμένος παρηγοριά και αποτύπωσε-διέσωσε μνήμες όσων τους μέλλονταν να χαθούν (προσώπων, αγέρωχων σπιτιών, χρηστικών αντικειμένων…).
Ώρες μου θυμίζει τον Παναγιώτη Φαρμάκη, τον «σαλό» πλάνητα στην «Αγέλαστο Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή, που από τα μπάζα των γιαπιών ανασύρει μνήμες-θραύσματα της αρχαίας πόλης διασώζοντας την τιμή της αρχαιολογίας και αποκαθιστώντας μια δικαιοσύνη καθώς τα κουβαλά ακούραστος και τα αποθέτει στον περίβολο του μουσείου. Καταφέρει όμως και ράπισμα οδυνηρό στους επιγόνους που φέρθηκαν με τέτοιο αξιοθρήνητο τρόπο απέναντι στην Αρχαία πόλη της Ελευσίνας…
Εδώ διακρίνουμε μια ήρεμη θάλασσα (σαν λίμνη) στο απόκοσμο φόντο. Σε μια χωματερή μέσα ξεχωρίζουν: ένα κορίτσι, με μαλλιά σαν την Άνοιξη ή την Αφροδίτη του Μποντιτσέλι, αγκυροβολημένος ήλιος στη στέγη ενός πεταμένου στη λήθη του σκουπιδότοπου νεοκλασικού σπιτιού που εγκαταλείφθηκε προς χάριν της μεζονέτας με πισίνα, τζακούζι, ντρες ρουμ, πριβέ χώρο μουλτιμίντια κ.α. ψυχαγωγικά καταφύγια που επέτρεψαν την απόδραση από την ...(άχρηστη) ανθρωπινότητα. Κάτι χρωματιστά κραγιόν εργαλεία για την κατάκτηση του παραδείσου εκ μέρους των παιδιών, πεταμένα κι αυτά κάπου. Μια πόλη, ίσως η Μύρινα, στο βάθος και ο αιώνιος Καραγκιόζης στο γιαλό με προπομπό του τον Κατσαντώνη με το υψωμένο γιαταγάνι… Ένα κορίτσι, κάπως μικρομέγαλο, πάνω σε άλογο μικρόσωμο ή ξύλινο σαν να αρνείται την ενηλικίωση. Ένα τρίτο κορίτσι —το πιο μικρό— ανασκολοπισμένο (;) χωρίς όμως αίματα να φανερώνουν πειστικά το συντελεσμένο έγκλημα, άψυχο αλλά σαν κοιμισμένο, κρέμεται από τον ουρανό. Κι εκεί που θάτρεχαν κανονικά τα αίματα σαν προέκταση του χεριού του κοριτσιού ένα σκοινί να πιαστεί κανείς και ν’ ανέβει σχοινοβατώντας. Απαιτεί τη θυσία της αθωότητας ή ψευδαισθητική «άνοδος» του ανθρώπου;
Οι σκουπιδότοποι του Κοψίδη σαν διαρκής τύψη επανέρχονται συχνά στο νου μου. Κι ένας λόγος παραπάνω τώρα που η ειλικρινέστατη πενία, η ασύμμετρη απειλή, ο διαρκής φόβος, η τέτοια απουσία γνώσης μέσα σε τόση (μα πώς;) πληροφόρηση, η ανασφάλεια (μα με τόσο συμβόλαια «ασφαλίσεων»;) θα ραγίσουν τις ψευδαισθήσεις των γυάλινων πύργων που υψώσαμε, θα χαμηλώσουν τα φώτα της «αέναης γιορτής», θα ρίξουν τις θερμοκρασίες («Ψυχρός πόλεμος» είναι αυτός —εκτός κι αν αυτές ανέβουν άπαξ δια παντός για τον ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ «θερμό» που θα υπάρξει) και ενώπιος ενωπίω θα βρεθούμε να συνομιλούμε μ’ αυτό που τόσα χρόνια αποφεύγαμε κρύβοντάς το: Την αληθινή έννοια του θανάτου και της κόλασης ζώντας σε μια ψευδαίσθηση παραδείσου και «χειροπιαστής» αιωνιότητας…
ΥΓ. Η κ. Σοφίας Κοψίδη, θυγατέρα του ζωγράφου, σε προσωπική επικοινωνία μας, μου ανέφερε ότι το εικονιζόμενο σπίτι είναι το αρχοντικό Βόντελλα στην Μύρινα που θεωρείται «στοιχειωμένο».