_______________________________________
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΤΟΥ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΡΕΖΟΥ
______________________________________
Φά’ει χιόν’, πιέ νιρό νά λαλᾷς σάν τ’ἀηδόν.
Οὔτως ὁ τρώγων χιόνα καί εἶτα πίνων ὕδωρ καταλαμβάνεται ὑπό σφοδρᾶς βηχός, ὅταν δέ βήχῃ κατά παράτασιν, ἐκβάλλει ἐκ στενοχωρίας τον σεσυρμένον καί τραχύν ἐκεῖνον ἦχον ὅστις ὁμοιάζει πρός τήν συνεχῆ φωνήν τοῦ ἀλέκτορος. Λέγομεν δε τοῡτο εἰρωνικῶς πρός τούς ἐπιχειροῦντας νά φάγωσι χιόνα.*
[Έτσι, αυτός που τρώει χιόνι κι έπειτα πίνει νερό αρχίζει να βήχει έντονα, όταν δε βήχει παρατεταμένα, βγάζει από το ζόρι του τον μακρύ και ισχυρό εκείνον ήχο που μοιάζει με το συνεχές λάλημα του κόκορα. Το λέμε δε αυτό ειρωνικά σε όσους επιχειρούν να φάνε χιόνι].
Έρευνα, μεταγραφή και απόδοση στη νέα ελληνική γλώσσα: Νώντας Τσίγκας.
_______________________
*Από τη Συλλογή Τριανταφύλλου Γρέζου (Βογατσικό, 1859- Αρναία;, 1918) που φυλάσσεται στο Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών. Από το Τετράδιο β΄, 2ον, Συμβολή εἰς τό Μέγα ἱστορικόν λεξικόν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, σελ. 151 (1917).10