Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λουστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014
Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014
Κώστας Λούστας (2)
Φλώρινα ...Λυγκηστίδος
[…] H Λυγκηστίδα όμως-ο τόπος εννοώ, όχι οι
άνθρωποι- ποτέ δεν έφυγε απ’ την καρδιά μου! Πήγαινα συχνά και πατούσα το χώμα της.
[…] H Λυγκηστίδα όμως-ο τόπος εννοώ, όχι οι άνθρωποι- ποτέ δεν έφυγε απ’ την καρδιά μου! Πήγαινα συχνά και πατούσα το χώμα της.
Σε κάτι
παλιόσπιτα του ποταμού έστηνα κι ένα πρόχειρο ατελιέ με κρεβάτι μέσα, μπογιές,
τελάρα, πινέλα και σόμπα, λάμπα του πετρελαίου (με σχέδια στη βάση της) και την
ημέρα ζωγράφιζα κάτω από τις λεύκες το νερό και τις γέφυρες ενώ τις νύχτες
ξεκούραζα τα πιο άγρια μου όνειρα…
Πέρασαν κάποια
χρόνια πήγα και ξαναπήγα κι εκεί γύρω στα ’80 τέλειωσαν όλα. Δεν τη αναγνώρισα
την Λυγκηστίδα και δεν ήθελα να την ζωγραφίσω πλέον. Γκρέμισαν τα παλιά σπίτια,
κόψανε τα δέντρα του ποταμού «τα δοξαστικά» εκείνα (τα τέρατα οι άνθρωποι…) αλλάξανε τις γέφυρες
και γέμισε αυτοκίνητα μην μπορώντας πια να περιδιαβάσω τους δρόμους που τους ασφαλτοστρώσανε
όλους να περνάει η αυτού μεγαλειότης: ένας τενεκές βαμμένος με καραμπογιά,
δηλητηριάζοντας τον παλιό αέρα που μοσχοβολούσε φλάμουρο (ή τριφύλλι απ’ το
κάρο του κυρίου Παρασχάκη).
Οι ευγενείς
νέοι του ’80 θαμώνες των καφενείων της πλατείας, κάτι χτήνη του κερατά με
κουρεμένα κεφάλια και μυαλά κότας, σπάσανε και παραβίασαν το ατελιέ μου δέκα
φορές. Πετώντας τα πάντα στον ποταμό (ή κομματιασμένα στο δρόμο) έργα και υλικά
καρέκλες και καβαλέτα.
Με ποιόν να μαλώνεις τώρα; Με τ’ αρχίδια σου; Φρόντισα όμως να μην έρθω σε οριστική ρήξη με τον ίδιο τον τόπο διότι στο κάτω- κάτω παλαιοί γνώριμοι ήμεθα «και με τας καλυτέρας των αναμνήσεων μάλιστα». Ποιός ξεύρει ακριβώς ποιό πράγμα έχει την περισσότερη σημασία… […] *
AΜΕΤΡΗΤΑ**
Αμέτρητα χρόνια και καιρούς
είχα κι από ένα μικρό σπιτάκι -ατελιέ
στις δυό μεριές του ποταμού
όπου το κρεββάτι της κακιάς ώρας
όπου τα πινέλα
η σόμπα κι η καρέκλα
σπόγγους καρφιά σφυράκια
πριόνι και τελάρα
λάμπα του πετρελαίου
κι ένα σαπούνι στην αυλή
πλάι στη βρύση με τις μαργαρίτες
που το τσιμπούσαν τ' αγριοπούλια συνεχώς
και μου άφηναν λίγο
ίσα για να πλυθώ μία ή δύο φορες το πολύ.
Δεν ξέρω τι έγινε
δεν ξέρω πως τ' άφησα όλα κι έφυγα
δεν λέω πως μ' έδιωξε κανείς μα ξέρω καλά
δεν ήθελα ποτέ να φύγω
αφού ζωγράφισα στην εξώπορτα
κοιτώντας κατά πάνω
και κατά κάτω ώσπου
εχάθη το πάνω
και το κάτω ξαφνικά
κι έγινα άνω-κάτω
τραβώντας τα μαλλιά μου
και ξεριζώνοντας την καρδιά
την άφησα στο κράσπεδο
να σαπίσει ως τον ερχόμενο χειμώνα
φεύγοντας την ίδια μέρα
και ρίχνοντας πέτρα πίσω μου.
Ύστερα πέθανα στο δρόμο της φυγής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)