τίποτα δε θα ’μενε στον τόπο του
Σαν ζουρλισμένα τ’ αυτοκίνητα.
Κι όλο μικραίνανε να φτάσουν τα παιχνίδια.
Και τα χαρτιά.
Κι οι οι βρωμοπατημένες φημερίδες,
κι η σκόνη,
σηκώνονταν μαζί και φώναζαν,
ψηλά.
ψηλότερ’ απ’ το κάθε τι,
κι από τις κλάψες των μωρών παιδιών που χάνονταν.
Ξεφωνημένος σαρκασμός
πως τίποτα δε θα ’μενε στον τόπο του.
Και τα μεγάλα σπίτια δεν είχαν πια κορφές.
Κατάπινε όλα το σκοτάδι που κατέβαινε, αλλοιώτικο.
Σαν την ψευτιά του ανέμου.
Θεόδωρος Ντόρρος, "Στου γλυτωμού το χάζι"
Κρυφά με παίρνεις με τα λόγια σου σεργιάνι
ΑπάντησηΔιαγραφήανήσυχες κορφές μιας πλέξης που σκορπάει
Λόγος που δεν αντέχεται, ξερός κι αγέλαστος
Σε λασπωμένους δρόμους, πάλι με τραβάς.
(Δικό μου)