Δημοσιεύθηκε στο τχ. 24 του περιοδικού ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν,
Δεκέμβριος 2025, σελ. 50-55.
«Ἐκεῖ εἶναι ἡ καρδία τοῦ Βυζαντίου, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ ἄῤῥηκτον τεῖχος τοῦ ἱσλαμισμοῦ».
(Ἕνα
διήγημα τοῦ Νικολάου Μ. Δραγούμη)
ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ-ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ:
ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
ΜΙΚΡΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ στὸ ἀφιέρωμα τοῦ
«Κοινοῦ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν», γιὰ τὴ Λογοτεχνία τῶν Βαλκανίων, ἄς σταθεῖ τὸ
πολύ ἐνδιαφέρον, ὅσο καὶ χαρίεν, «ταξιδιωτικό» ἀφήγημα τοῦ Νικολάου Μ. Δραγούμη
μὲ τίτλο «Ἡ ἀγορά τῆς
Κωνσταντινουπόλεως» ποὺ πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικό Πανδώρα (Τομ. Α΄,
Φυλλάδιον ΣΤ, Ἐν Ἀθήναις 1850, σελ. 141-143) ποὺ φέρει τὴν ὑπογραφή «Ν[ικόλαος].Δ[ραγούμης].».
Το εξαιρετικό περιοδικό που πλέον θα εκδίδεται ανά 9μηνο (όσο κρατάει μια τελειόμηνη κυοφορία) αναζητά συνδρομητές. Στηρίξετε την προσπάθεια γιατί το αξίζει [βλ. στο τέλος της ανάρτησης].
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΟΣ Νικόλαος Μ.
Δραγούμης (1809-1879), ἀσχολήθηκε κατά τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του μὲ τὴ μετάφραση
διηγημάτων καὶ μυθιστορημάτων ποικίλου
περιεχομένου ἀπὸ τὰ ἀγγλικά ἤ τὰ γαλλικά ἐνῶ ἔγραψε ἐμπεριστατωμένες βιογραφίες προσωπικοτήτων καὶ πλῆθος δικῶν
του πρωτότυπων ἀφηγημάτων (ταξιδιωτικῶν καὶ ἄλλων). Συνέγραψε τὸ πολύτιμο «Ἱστορικαί
Ἀναμνήσεις» καὶ ὑπῆρξε συνεκδότης καὶ συστηματικός ἀρθρογράφος τῶν περιοδικῶν Εὐτέρπη
(1847-1855), τοῦ γαλλόφωνου Spectateur de l’ Orient (Θεατής τῆς Ἀνατολῆς) ποὺ
κυκλοφόρησε τὸ 1853 καὶ Πανδώρα (1849-1872), τῆς ὁποίας, ἀπό τὸ 1852, ἦταν
ἰδιοκτήτης καὶ ἐκδότης ἐπί εἴκοσι χρόνια. Ἡ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου ποὺ αὐτός
κατέλειπε φέρει θετικό πρόσημο (Τιμολέων Ἰ. Φιλήμων, Κωνσταντίνος Δημαρᾶς, Ἄλκης
Ἀγγέλου, Σοφία Ντενίση κ.α.). Καὶ ὅμως, κατά γενική ὁμολογία, φαίνεται πὼς ὁ
Νικόλαος Δραγούμης δὲν ἔχει πάρει τὴ θέση ποὺ θὰ τοῦ ἄξιζε ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες
συγγραφεῖς τοῦ 19ου αἰῶνα.
Γεννημένος στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπ’ ὅπου
κάτω ἀπό δραματικές συνθῆκες φυγαδεύεται γιὰ νὰ σωθεῖ, σὲ ἡλικία μόλις 11 ἐτῶν,
πρὸς Ψαρά, Πάρο καὶ τέλος Νάξο μέχρι νὰ φτάσει στὴν Πελοπόννησο, δὲν παύει ν’ ἀγαπᾶ τὴν Πόλη καὶ τὴν Ἀνατολή καὶ
συχνά ἐπανέρχεται, ὄχι μόνο μέσα ἀπό τὴ θεματογραφία τῶν διηγήσεών του, ἀλλά,
καὶ ταξιδεύοντας συχνά ἐκεῖ. Ὀδυνηρές ἐμπειρίες ἀπό κάποιο διαπόντιο ταξίδι του
στὸ Αἰγαῖο, εἰσβάλλουν στὶς διηγήσεις του (πχ. «Ναυάγιον καὶ πυρκαϊά ἀτμοπλοίου»,
«Ὁ Ἅγιος Νικόλαος»). Οἱ περιηγητικές του σελίδες ἀπαλλάσσονται σταδιακά ἀπό τὸν
ὀριενταλιστικό προσανατολισμό τῶν εὐρωπαϊκῶν συρμῶν καὶ γίνονται ἀφορμή νὰ ἐπικοινωνηθεῖ
στὸν ἀναγνώστη ὁ πολιτισμός τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων τῶν ἐγκατεσπαρμένων στὸ σῶμα
τοῦ «Βυζαντίου», νὰ ἀναδειχθοῦν τὰ θετικά τοῦ ἤθους καὶ τῶν συνηθειῶν τῶν ἁπλῶν
ἀνθρώπων, ἡ εἰρηνική καὶ ἀγαθή συμβίωση στὶς πολυεθνικές πόλεις τῆς Ἀνατολῆς μεταξύ
Ἑλλήνων, Ὀθωμανῶν, Ἀρμενίων κλπ. Δὲν παραλείπει κάποτε νὰ ἐπισημάνει τὴν καταφανῆ ἐγκατάλειψη τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῆς μέριμνας καθοδήγησης
τοῦ ἑλληνισμοῦ της διασπορᾶς ἀπό τὸ ἑλληνικό κρᾶτος ἤ τὸ Πατριαρχεῖο.
Στὸ διήγημα «Ἡ ἀγορά τῆς Κωνσταντινουπόλεως»
(τὸ Kapali Charsi), ποὺ ἀφορᾶ μιὰν ἐπίσκεψη στὴν πολυανθρωποτάτην καὶ
ἀτελεύτητον ἐκείνην πόλιν, ξεχωρίζει τὸ καθαρό βλέμμα τοῦ συγγραφέα, ἡ στρωτή καθαρεύουσα, ἡ περιγραφική δεινότητα καὶ ἀκρίβεια, ἡ
χαμηλόφωνη ἀφηγηματική μέθοδος, τὸ ἐξαιρετικό χιοῦμορ. Ἀπολαυστικές ἀναγνωστικές
στιγμές: ἡ ἐγκατάλειψη καταστημάτων καὶ ἐμπορευμάτων κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς,
οἱ διαχυτικοί καὶ ἀγαθοί τρόποι τῶν ὀθωμανίδων γυναικῶν, τὸ στιγμιότυπο μὲ τὸν
γέροντα «Μωϋσῆ», ἡ καλή πίστη μεταξύ τῶν συναλλασσόμενων. Τὸ σύμπαν αὐτῆς τῆς κλειστῆς
ἀγορᾶς [καταφέρνει νὰ] περικλείει τὰ πάντα. Μιὰ εἰκόνα τῆς Ἀνατολῆς, ἕνα μεγάλο
παζάρι, μιὰ μεγάλη ἐνότητα ποὺ σμιλεύεται ἀπὸ μεγάλες διαφορές, ὅπου ὁ καθένας διατηρεῖ
ταυτοτικές ἰδιοτυπίες καὶ χαρακτηριστικά
ἐνῶ τὸ κάθε πρόσωπο εἶναι σεβαστό ἀπὸ τὸν καθένα.
Μένει ὁ διασκεδαστικός ἐπίλογος τοῦ
διηγήματος μὲ τὸ «φοβερό» ἐκεῖνο κεμπαπτσίδικο τῆς ἀγορᾶς. Τὸ ὅτι ἡ γνώμη
τοῦ μεγάλου Δούκα τῆς μεγάλης Ρωσίας Κωνσταντίνου συμπίπτει παραδόξως μὲ τὴν θετική κρίση τοῦ Δραγούμη γιὰ τὸ ὀπτανεῖον τοῦ
κεμπαπίου προφανῶς ἀποτελεῖ εἰρωνικότατο ὑπαινιγμό τοῦ συγγραφέα γιὰ τὸ
γεγονός ὅτι ὁ Κωλέττης, τὸ 1845, ἀπομάκρυνε τὸν Δραγούμη ἀπό τὴ θέση τοῦ Συμβούλου
στὸ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν ὡς …ρωσόφιλο ἐνῶ ἦταν παγκοίνως γνωστό πὼς ὁ Δραγούμης
ὑπῆρξε πάντοτε φίλαγγλος καὶ φιλελεύθερος φίλος δηλαδή τῶν
μεταρρυθμίσεων χωρὶς ἐπαναστάσεις καὶ κοινωνικές ἀναταραχές, μὴ ξεχνῶντας ὡστόσο
ποτέ τὴν ἀντικειμενικότητα, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὰ ἑλληνικά συμφέροντα (Ἀπ.
Σαχίνης). Ἡ ἐπισήμανση δὲ ὅτι ὁ Ρῶσσος ἐγεύθη
ὁλίγον πρὸ ἐμοῦ κεμπάπιον ξεκαθαρίζει ἀσφαλῶς ὅτι τουλάχιστον οἱ δυό τους δὲν
ὑπῆρξαν συνδαιτημόνες…
Η
ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ὑπό Νικολάου Μ. Δραγούμη*

ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΟΝ ΟΛΑ ΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ τῶν Ἀθηνῶν,
τῆς Σύρας, τῶν Πατρῶν, τοῦ Ναυπλίου, τοῦ Μεσολογγίου, ὅλης ἀνεξαιρέτως τῆς Ἑλλάδος,
τοποθέτησον αὐτά ἐπὶ μεγάλης πλατείας, ἀφαίρεσον ἔπειτα τὰς θύρας καὶ τὰ
παράθυρά των, στοίβασον τὸ ἓν ἐπάνω τοῦ ἄλλου ὅλα τὰ ἐμπορεύματα, μεταμόρφωσον
τοὺς νέους καὶ κομψοὺς ὑπηρέτας τοῦ Μαλανδρίνου, τοῦ Θρόνου καὶ τοῦ Γκινάκα εἰς
γέροντας Μουσουλμάνους, βαρεῖς, λευκοπροσώπους καὶ βαθυπώγωνας, ἤ εἰς Γραικούς καὶ
Ἀρμενίους μελαγχρινοὺς καὶ φεσοφόρους, συσσώρευσον ὅλα ταῦτα, ἀνθρώπους καὶ
πράγματα, εἰς ἕν καὶ τὸ αὐτὸ μέρος, καὶ θέλεις τότε συλλάβει ἀμυδράν τινα ἰδέαν
τῆς μεγάλης ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀγορᾶς. Σὲ λέγω δὲ, ὅτι δὲν ὁμοιάζει ἀγορὰν, ἀλλὰ
πόλιν ἐστεγασμένην. Δύνασαι νὰ περιπλανᾶσαι ἐντὸς αὐτῆς ἡμέρας ὁλοκλήρους κατὰ
συνέχειαν, νὰ περιφέρεσαι εἰς διάφορα μέρη, νὰ μεταβαίνης ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην ὁδόν,
νὰ ἀναβαίνῃς, νὰ καταβαίνῃς, καὶ ν’ απορῇς αἰωνίως ποῦ εὑρίσκεσαι. Τὸ ὕψος της
εἶναι ἴσον μὲ ὕψος οἰκίας τριορόφου, τὸ δὲ φῶς εἰσδύει ἀσθενές διὰ κρυστάλλων,
τοὺς ὁποίους μόνη ἡ βροχή φροντίζει νὰ καθαρίση.
Εἰς καμμίαν τῆς Εὐρώπης ἀγορὰν δὲν
τέρπεται τις ὅπως εἰς τὴν τοῦ Βυζαντίου. Αἱ ὁδοί της εἶναι στενοί, καὶ πλημμυροῦσιν
αἰωνίως ἀπὸ διαβάτας. Ἐδῶ βλέπεις Ὁθωμανίδας γιασμαχωμένας, συρούσας ὑποπτέρως
τὰς κιτρίνους ἐμβάδας των, ἐκεῖ πολύσαρκον Αἰθιόπιδα φέρουσαν βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας,
και ποῤῥωτέρω καβάσην πάνοπλον, παραμερίζοντα τὸ πλῆθος διὰ νὰ διαβῇ
σημαντικός τις Τοῦρκος, ἢ πωλητὰς μουχαλεβίου, κρεάτων ὀπτῶν, ἄρτου καὶ ὕδατος,
διασαλπίζοντας ὑποῤῥίνως τὰς πραγματείας των. Ἐν τῷ μέσῳ τοιαύτης συῤῥοῆς συγκλώδων,
πῶς νὰ προβῶ ἐγὼ ὁ ξένος καὶ ἄπειρος περιηγητής; Συνέστελλον τὰς χεῖράς μου, καὶ
ὠθούμενος ἔνθεν κἀκεῖθεν, ἐκυματιζόμην ἐκσφενδονιζόμενος πολλάκις ὡς σφαῖρα, ἀπὸ
ταύτης εἰς ἐκείνην τὴν ἄκραν.
Τὰ ἐργαστήρια τῆς ἀχανοῦς ἐκείνης ἀγορᾶς,
ἔχουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἓξ ποδῶν πλάτος, καὶ τριῶν ἢ τεσσάρων βάθος. Οἱ ἐργαστηριάρχαι,
καθήμενοι μὲ πόδας ἐσταυρωμένους ἐπὶ τῶν πρὸ αὐτοῖς παραπηγμάτων, σὲ
παρουσιάζουσι τὰ ἐμπορεύματα χωρὶς νὰ σαλεύσωσιν ἀπὸ τὸν τόπον των· τὰ συνεχῆ καὶ ἀδιάκοπα ταῦτα παραπήγματα ὁμοιάζουσι
πλατεῖαν ἕδραν, δύω περίπου πόδας ὑψηλοτέραν τοῦ ἐδάφους, καὶ ἐκτείνονται καθ’ ὅλον
τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ, πρὸ τῶν ἐργαστηρίων, ἅτινα διαχωρίζονται τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου
διὰ λεπτοτάτων φραγμῶν. Οἱ ἀγορασταί, καθήμενοι καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τῶν ἰδίων
παραπηγμάτων, παρατηροῦσι τὰς πραγματείας τὰς ὁποίας ἐκθέτει ὁ ἔμπορος ἐπὶ τῶν
γονάτων του, ὄχι γλωσσοκοπῶν ὡς Γάλλος πωλητής, ἀλλ’ ἀνοίγων μόλις τὰ χείλη διὰ
νὰ σὲ φανερώσῃ τὴν τιμὴν, καὶ νὰ προσθέσῃ ἐνίοτε τὴν λέξιν buono, ἤ καλόν.
Πολλάκις, ἐνῶ παρατηρεῖς τὰ ἐμπορεύματα, ὁ πωλητὴς, ἐὰν εἶναι Ὁθωμανός, σὲ ἀφίνει
αἰφνιδίως, εἰσέρχεται δι’ ὀπῆς εἰς παρακείμενον μικρότατον δωμάτιον, πλύνεται,
καὶ μετὰ ταῦτα γονυπετεῖ καὶ προσεύχεται, χωρὶς διόλου νὰ τὸν μέλῃ οὔτε διὰ σὲ
τὸν ἀγοραστήν, οὔτε διὰ τοὺς ἄλλους διαβάτας. Χάριν οὐδεμιᾶς, ὁποιασδήποτε ὑποθέσεως,
δὲν παραμελοῦσιν οἱ Μουσουλμάνοι τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ θρησκευτικοῦ τούτου
καθήκοντος.
Ὁσάκις
παρουσιασθῇ τις Φράγκος ἀγοραστής, κινεῖται ἀμέσως τῶν παρεστώτων ἡ περιέργεια.
Ἐάν δείξῃ μὲ τὸν δάκτυλον μανδύλιον χρυσοΰφαντον, σάλια ἰνδικά, ἡ ἐμβάδας
κεντημένας, αἱ παρευρισκόμεναι Ὁθωμανίδες, χαμηλόνουσι μὲ προσοχήν τὰ γιασμάκιά
των, πλησιάζουσι διὰ νὰ περιεργασθῶσι καὶ αὐταὶ τὸ ζητούμενον. Αἱ γυναῖκες τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ὀσμάν, ἔχουσι πλειοτέραν περιέργειαν καὶ αὐτῶν τῶν θυγατέρων τῆς Ἀλβίωνος· ἐξετάζουσι
μὲ προσοχὴν ἀπερίγραπτον τὴν φυσιογνωμίαν τοῦ ξένου, καὶ λαμβάνουσι πολλάκις εἰς
χεῖρας τὰ χειρόκτια ἢ τὸ βαλάντιόν του, διὰ νὰ τὰ παρατηρήσωσι, χωρίς κἄν νὰ σὲ
ζητήσωσι τὴν ἄδειαν. Ἐὰν φορῇς δακτυλίδιον, ἢ ἔχῃς ἄλυσιν μὲ σφραγίδας, ἀνασηκόνουσι
χωρίς καμμίαν συστολὴν τὴν χεῖρα σου, ἤ σύρουσιν ἀπὸ τὸ θυλάκιόν σου τὸ ὡρολόγιον.
Μίαν τῶν ἡμερῶν εὑρισκόμην εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς ἀγορᾶς, ὅπου πωλοῦνται
κεντημένα μανδύλια καὶ σάκκοι (παρατηρητέον ὅτι τὰ ἐμπορεύματα τοῦ αὐτοῦ εἴδους,
πωλοῦνται εἰς τὴν αὐτὴν σειρὰν τῶν ἔργαστηρίων). Ἐνῷ ἠσχολούμην εἰς τὸ νὰ ἐκλέξω,
Ὁθωμανίς τις προσελθοῦσα ἐκάθησεν ἀποτόμως πλησίον μου, καὶ προσήλωσε τοὺς
μεγάλους καὶ μέλανας ὀφθαλμούς της ἐπ’ ἐμέ. Ἐφόρουν κατά περίστασιν δακτυλίδιον
φίλου μου ἐκ πολυτίμου ἀνθρακίου·
ἡ Ὁθωμανὶς λαβοῦσα τὴν χεῖρά μου, τὴν ἐψηλάφισε μὲ τοὺς λευκοὺς καὶ παχυλούς
δακτύλους της, καὶ ἔπειτα τὴν ἀφῆκε χωρὶς νὰ προφέρῃ λέξιν.

Ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἀγορᾶς κεῖται τὸ
λεγόμενον βεζεστένιον, ἔχον τέσσαρας εἰσόδους καὶ τέσσαρας πύλας μεγάλας
καὶ σιδηροτεύκτους, ἀνοιγομένας τὸ πρωί περὶ τὴν ἑβδόμην, καὶ κλειομένας τὴν
μεσημβρίαν. Ἐκεῖ εἶναι ἡ καρδία τοῦ Βυζαντίου, ἡ ψυχὴ καὶ τὸ ἄῤῥηκτον τεῖχος τοῦ
ἱσλαμισμοῦ. Ἐκεῖ πωλοῦνται ὅπλα, ἀδάμαντος, καὶ ἄλλα εἴδη πολύτιμα. Ἡ ὀροφή του
εἶναι ὑψηλοτέρα τῆς ἄλλης, καὶ τὸ φῶς διατοξεύεται ἀμυδρότερον. Πανταχοῦ
βλέπεις ξίφη τῆς Δαμασκοῦ μὲ λαβίδας ἀδαμαντοκολλήτους καὶ μὲ θήκας
πλουσιωτάτας, γιαταγάνια λαμπρότατα, καὶ τηλεβόλα ἀργυρόχρυσα. Ἐὰν ῥίψῃς
τὸ βλέμμα σου πρὸς τὸ μῆκος τῆς ἀπεράντου καὶ σκοτεινῆς ἐκείνης αἰθούσης,
θέλεις ἰδεῖ μακρὰν σειρὰν πωγώνων πολιῶν, στεφανουμένων ἀπὸ κεφαλοδέσμια
λευκότατα. Οἱ Τοῦρκοι ἐκεῖνοι, ἐμμένοντες εἰς τὰ πατροπαράδοτα, δὲν συγκατένευσάν
ποτε νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς τὰς μεταῤῥυθμίσεις τοῦ Μαχμούτ, οὐδὲ νὰ προσβάλωσι τὰ ἀρχαῖα
ἔθιμα τῆς πατρίδος των.
Ἐκεῖ βλέπεις ὀπιοφάγους κοιμωμένους, καὶ
ἐκμυζῶντας ἐν τοσούτῳ τσιμβούκιον ἢ ναργιλέ, πιστοὺς φύλακας τοῦ
νόμου τοῦ Προφήτου, οἵτινες δὲν ἤθελον ἀποφασίσει οὐδὲ μὲ ῥανίδα κρασίου νὰ
ψύξωσι τὴν γλῶσσαν των, καὶ ἂν ἐπροσφέρετο πρὸς αὐτοὺς καὶ ἀπὸ αὐτὰς τὰς ῥοδοδακτύλους
οὐρί. Ἐκεῖ εὑρίσκεις θεοβλαβεστάτους Ὁθωμανούς, οἵτινες, πιστεύοντες ἀδιστάκτως
εἰς τὴν θαυματουργὸν δύναμιν τοῦ τάφου τῆς Μέκκας, δὲν ὑποχωροῦσιν οὐδ’ ἐνώπιον
τῶν σαρκοβόρων ὀδόντων τοῦ λέοντος.
Κατέτριψα πολλάκις ὥρας ὁλοκλήρους εἰς
τὸ βεζεστένιον θαυμάζων τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ὡραιότητά του· ἀξία
σημειώσεως εἶναι ἡ εὐγενής ὑπεροψία τῶν γηραιῶν ἐκείνων Τούρκων πρὸς τοὺς ἀλλοεθνεῖς.
Περιφερόμενος μίαν τῶν ἡμερῶν μετά τινος Γάλλου φίλου μου, ἴδομεν ὕφασμα
περσικόν ἐξαίσιον, τὸ ὁποῖον θελήσας ν’ ἀγοράσῃ ὁ σύντροφός μου, ἐστράφη πρὸς τὸν
διερμηνέα του, ἔδειξεν αὐτὸ μὲ τὸν δάκτυλον, κρεμάμενον ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ
πωλητοῦ, καὶ ἐζήτησε νὰ τὸ ἴδῃ. Ὁ Ὀθωμανός ὅμως ἐξηκολούθει νὰ μᾶς ἀτενίζῃ ἀπαθῶς
καὶ καπνίζων, προσέχων μᾶλλον εἰς τὰ λευκὰ νέφη τὰ περικαλύπτοντα τὸ γένειόν
του παρὰ εἰς ἡμᾶς. Ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος ἐδύνατο νὰ τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὑπόδειγμα διὰ
νὰ ζωγραφήσῃ τὸν Μωϋσῆν· ἦτον
ἰσχνός, ὠχρὸς καὶ ἀνάλγητος·
τὸ πρόσωπόν του ἔμενεν ἀκίνητον ὡς ἄγαλμα, ἡ κεφαλή του ἔφερε κεφαλοδέσμιον
σχήματος ἀρχαϊκοῦ, τὸ βοστρυχῶδες γένειόν του ἦτoν ὑπόλευκον, ὁ τράχηλος γυμνός,
καὶ τὸ σῶμά του περιετυλίσσετο κομψότατα ἀπὸ πολύπτυχον μανδύαν· δὲν εἶχον ἰδεῖ ποτέ μου
μεγαλοπρεπέστερον ἦθος. Ἐφαίνετο ἐν τοσούτῳ ὅτι δὲν εἶχεν ὄρεξιν νὰ ἔλθῃ εἰς
ληψοδοσίαν μὲ ἡμᾶς. Ἐπὶ τέλους ὁ σύντροφός μου, ἀνοίξας τὴν ταμβακοθήκην του καὶ
ὀνομάσας αὐτὸν Ἐφένδην, ἔβαλε τὴν δεξιάν ἐπὶ τοῦ στήθους του, καὶ τὸν ἐπρόσφερε
ταμβάκον. Ὁ Τοῦρκος ἐμάκρυναν ἀμέσως ἀπὸ τὸ στόμα του τον ἱμαμέν του, καὶ
βυθίσας τὸν λιχανὸν καὶ τὸν ἀντίχειρα εἰς τὴν ταμβακοθήκην, ἀνεφώνησεν· ἔϊβαλα ἤγουν εὐχαριστῶ· προσκαλέσας δὲ ἡμᾶς νὰ
καθήσωμεν πλησίον του, ἐξεκρέμασε τὸ ὕφασμα καὶ τὸ ἐξήπλωσεν ἔμπροσθέν μας. Ὁ
φίλος μου τὸ ἠγόρασε, καὶ μετὰ ταῦτα παρεμείναμεν παρατηροῦντες ὅπλα, σάλια, ἀρώματα,
ἤλεκτρα καθαρώτατα διὰ ἱμαμέδας, μαργαρίτας, ψέλλια τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουλτὰν
Σελίμη, καὶ πλῆθος ἄλλων πραγμάτων σπανίων καὶ βαρυτίμων. Ἐπειδὴ δὲ εἶχε φθάσει
ἡ ὥρα καθ’ ἥν κλείεται τὸ βεζεστένιον, ἐβιάσθημεν νὰ διακόψωμεν τὴν εὐάρεστον
καὶ τερπνοτάτην διατριβήν μας. Ὁ γέρων φίλος μας μᾶς ἀποχαιρέτισε μὲ μεγίστην
χάριν, ὁσάκις δὲ διέβαινον ἀκολούθως διὰ τοῦ μέρους ἐκείνου, μ’ ἐπρόσφερε τὸ
τσιμπούκιόν του πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς καὶ ἀγάπης.
Δὲν λέγω ὡς ὁ Λαμαρτῖνος ὅτι ἡ τουρκική
φυλή, εἶναι ἡ πρώτη ὅλων τῶν ἄλλων τὰς ὁποίας κυβερνᾷ ὁ διάδοχος τοῦ Μωάμεθ· εἶναι ὅμως ἀναντίῤῥητον ὅτι ὑπάρχει
μεταξὺ αὐτῶν σπανία ἠθῶν χρηστότης, καὶ τιμιότης, καὶ πίστις. Πολλάκις ἠγόρασα
πράγματα ἀπὸ Τούρκους ἐμπόρους, χωρὶς νὰ τὰ πληρώσω ἀμέσως, καὶ οἱ πωληταὶ μὲ τὰ
παρεχώρησαν εὐχαρίστως, χωρὶς νὰ δείξωσι τὴν ἐλαχίστην ὑποψίαν· καὶ ὅμως πόσαι δολιότητες καὶ
κλοπαὶ συμβαίνουσι καθ’ ἑκάστην εἰς τὴν πολυανθρωποτάτην καὶ ἀτελεύτητον ἐκείνην
πόλιν!
Εἶναι ἁμάρτημα τὸ νὰ ἀναχωρήσῃ τις ἐκ
Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς νὰ ἐπισκεφθῇ καὶ τὰ ὀπταννεῖα τοῦ κεμπαπίου· ὅταν τις φίλος μου μὲ ὡδήγησε
πρώτην φοράν εἰς ἓν ἐκ τῶν πλέον ὀνομαστῶν κείμενον παρὰ τὸ Βαλιδέ Χάνι, ᾔσθάνθην
κλονουμένην τὴν γενναιότητα τοῦ στομάχου μου, καὶ ἐκλείπουσαν τὴν ἀκάθεκτον πεῖνάν
μου. Τοῦρκος τις καταλιγδωμένος, τὰς χειρίδας τοῦ ὑποκαμίσου ἔχων ἀνεστραμμένας
ὑπεράνω τῶν ἀγκώνων, ἐστέκετο παρὰ τὴν πύλην, καὶ ἠρώτα τοὺς εἰσερχομένους πόσας
σούβλας θέλουν. Ἐπέρα εἰς μικροὺς καὶ λεπτοὺς ὀβελοὺς ἀνὰ δύω ἐλάχιστα
κομμάτια κρέατος λιπαροῦ, καὶ τὰ ἔψηνε, θέτων ἐπ’ αὐτῶν καὶ τὸν ἄρτον τὸν ὁποῖον
ἔμελλε νὰ δώσῃ εἰς τοὺς ξένους. Ὁ φίλος μου, ὅστις κατοικεῖ πρὸ πολλοῦ εἰς
Κωνσταντινούπολιν, εἶχε πολλάκις γευθῆ τὸ περιώνυμον ἐκεῖνο φαγητόν. Εἰσῆλθε
λοιπὸν θαῤῥαλέως εἰς τὸ ὀπτανεῖον, καί, μετά δύω του λέξεις, ὁ ἐπιτήδειος
μάγειρος, ἀνασηκώσας τὴν πλατεῖαν ἀναξυρίδα του καὶ περισφίγξας τὴν ζώνην του, ἔψησε
τὸ κεμπάπιον, καὶ βαλὼν αὐτὸ ἐντὸς πινακίου ξυλίνου ὁμοῦ μὲ τὸν ἄρτον, μᾶς
τὸ παρουσίασεν ἀχνίζον, καθήσαντας εἰς γωνίαν τινα ἐπὶ σκαμνίου χαμηλοῦ. Ἐλησμόνησα
νὰ εἴπω ὅτι ἐνῷ μᾶς ἔφερεν αὐτό, τὸ ἀνεκάτωνε χαριέντως μὲ τὰ δάκτυλά του, διὰ
νὰ ἐρεθίση βεβαίως πλειότερον τὴν ὄρεξίν μας. Πρέπει ἐν τοσούτῳ νὰ ὁμολογήσω ὅτι
ἡ εὐωδία, γαργαλίσασα τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριόν μου, ηὔξησεν ἐπὶ τοσοῦτον τὴν
πεῖνάν μου, ὥστ’ ἐλησμόνησα καὶ τὰς λιγδωμένας ἀναξυρίδας, καὶ τοὺς γυμνούς πόδας
τοῦ μαγείρου μας, καὶ ἄλλο δὲν ἔβλεπον εἰμὴ τοὺς ἐπέχοντας τόπου περόνης
δακτύλους μου, ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἀπὸ τοῦ στόματός μου εἰς τὸ
τρυβλίον, καὶ ἀπὸ τοῦ τρυβλίου εἰς τὸ στόμα μου. Ποτέ μου δὲν ἐγεύθην φαγητὸν
γλυκύτερον! Εἶναι ἆρα ἀνάγκη νὰ προσθέσω, πρὸς ἐπικύρωσιν τοῦ λόγου μου, ὅτι καὶ
ὁ μέγας δοὺξ τῆς μεγάλης Ρωσίας Κωνσταντῖνος, ἐγεύθη εἰς τὸ ἴδιον μέρος, ὀλίγον
πρὸ ἐμοῦ, κεμπάπιον, καὶ ὅτι ἡ γνώμη του συμφωνεῖ παραδόξως μὲ τὴν ἰδικήν
μου;
Ν. Δ.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ἀναστασία
Τσαπανίδου, Κωνσταντινουπολιτικά μιᾶς εἰκοσαετίας (1845-1865) Παῦλος Καλιγᾶς
καὶ Νικόλαος Δραγούμης, στὸν τόμο: Ζητήματα Νεοελληνικῆς Φιλολογίας,
Μετρικά, Ὑφολογικά, Κριτικά, Μεταφραστικά, Πρακτικά ΙΔ΄ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικῆς
Συνάντησης 27-30 Μαρτίου 2014, Μνήμη Ξ. Κοκόλη, Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 191-203.
Ἄλκης
Ἀγγέλου, Τὸ ἔργο τοῦ Νικολάου Δραγούμη «Ἱστορικαί Ἀναμνήσεις» καὶ ὶι
«Στρωματεῖς» τοῦ Κλήμη, στὸ εἰσαγωγικό μέρος τοῦ τόμου Α& Β Ἰστορικαί
Ἀναμνήσεις τοῦ Νικ. Δραγούμη, ἐκδόσεις Ἐρμῆς 1973, σελ. ιγ-μη.
Ἀπόστολος
Σαχίνης, Ὁ Νικόλαος Δραγούμης ὡς
Λογοτεχνικός Κριτικός, Ἑλληνικά
ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, 1964, τχ 18, σελ. 97-119.
Σοφία
Ντενίση, Ὁ Νικόλαος Δραγούμης ὡς πεζογράφος, στὸ συλλογικό ἔργο: Ἀπό τὸν
Λέανδρο στὸν Λουκῆ Λάρα. Μελέτες γιὰ τὴν πεζογραφία τῆς περιόδου
1830-1880, Ἐπιμέλεια: Νάσος Βαγενᾶς, Πανεπιστημιακές Ἑκδόσεις Κρήτης,
Ἠράκλειο 2009, σελ. 235-244.
Τιμολέων
Ι. Φιλήμων, Νικόλαος Δραγούμης (Βιογραφικόν Σχεδίασμα), Παρνασσός 3,
1879, σελ. 208-320.