Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

Το ...«Σύμβολο ανυπακοής»!

 


                                                       Μουσείο Μπενάκη (συλλογή Χαρισιάδη)


Μέσα σε όσα, αρκούντως αμετροεπή και εκνευριστικά, ακούσαμε αυτές τις μέρες σχετικά με  το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και τις χρήσεις που αυτό ως δημόσιος πολυχώρος, παιδική χαρά, θέατρο παραστάσεων-συμπαραστάσεων κ.ο.κ..) μπορεί να (επι-)δέχεται κι εμείς να ανεχόμαστε αδιαμαρτύρητα,  θαρρώ η χτεσινή κορωνίδα του Δήμαρχου της πόλης των Αθηνών κ. Χ. Δούκα ότι «το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αποτελεί σύμβολο μνήμης, αγώνα και ανυπακοής» έχει ξεπεράσει κάθε όριο γελοιότητας. Αντί άλλου σχολιασμού μεταφέρω εδώ μερικές χρήσιμες πληροφορίες, από έγκυρες πηγές του διαδικτύου, σχετικές με το «Μνημείο του Άγνωστου στρατιώτη»:

...Το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Φωκίων Ρωκ (1891-1945) και τις εργασίες ανοικοδόμησής του επίβλεψε ο αρχιτέκτονας Εμμ. Λαζαρίδης (1894-1941). Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν στις 25 Μαρτίου 1932, ανήμερα της Εθνικής εορτής. Όπως όλα τα μνημεία αυτού του τύπου, είναι ένα κενοτάφιο προς τιμήν των πεσόντων στους απελευθερωτικούς πολέμους. Αποτελεί μια αστική σύνθεση με αρχές γαλλικής πολεοδομικής παράδοσης και κλασικισμού, συνδυασμένες με το μοντέρνο πνεύμα της Άρ Ντεκό και με συμβολικές αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα. Το γλυπτό παριστάνει τη γυμνή ανδρική μορφή, ενός νεκρού πολεμιστή, ξαπλωμένη θαρρείς πάνω σε σε θυσιαστήριο. Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική ασπίδα, στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος. Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί φράσεις από το έργο «Περικλέους Επιτάφιος» του Θουκυδίδη: αριστερά το ΜΙΑ ΚΛΙΝΗ ΚΕΝΗ ΦΕΡΕΤΑΙ ΕΣΤΡΩΜΕΝΗ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ από την περιγραφή της ταφικής τελετής  και στα δεξιά το ΑΝΔΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΩΝ ΠΑΣΑ ΓΗ ΤΑΦΟΣ. Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με μικρότερα γράμματα η φράση: ΕΙΣ ΑΦΑΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ. Τον τοίχο αποτελούν πελεκημένοι πωρόλιθοι που πάνω τους είναι χαραγμένα τοπωνύμια όπου δόθηκαν οι μάχες του ελληνικού στρατού της νεότερης ιστορίας. Στα αριστερά οι μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, στο κέντρο οι μάχες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στα δεξιά της σύνθεσης οι μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και της εκστρατείας στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση το 1944 πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα των επιχειρήσεων στην Κορέα. Το 1994  προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος»...

Επομένως, για νεκρούς πολέμων στήθηκε το μνημείο. Δεν βλέπω να αναφέρεται τίποτε για θύματα (ΤΡΑΓΙΚΩΝ) δυστυχημάτων, νεκρούς διαδηλώσεων ή κάτι σχετικό με την ανάμνηση πολιτικών ή κοινωνικών Αγώνων... 

Κοιτάζοντας αυτή την φωτογραφία με τους πεζοπόρους Έλληνες στρατιώτες, που πηγαίνουν στο μέτωπο του πολέμου του ’40, δεν μου έρχεται τίποτε άλλο στο νου έξω από τη θυμοσοφική απόφανση (του κάθε) Δούκα… Άραγε αυτοί οι στρατιώτες (ποιος ξέρει αν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους;) κινήθηκαν από θολές ιδέες όπως χρέος, τιμή, υπεράσπιση πατρίδας, ελευθερίας και εστιών ή από την ευρηματική  αρλούμπα της …«ανυπακοής» των λογής τρικυμισμένων μυαλών που αυτές τις μέρες φλυαρούν ακαταπαύστως;

 

 

                                              Αντώνης Κανάς , Θυσία (χαρακτικό)

 

 

 

 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025

Πάντα και πάντα και πάντα Διονύση!

 

 



Δεν έχω αξιωθεί ακόμα πικάπ. Και δεν έχω ούτε κασετόφωνο. Στα χρόνια της χούντας, ενώ ενδιαμέσως ο Σαββόπουλος τρώει το ξύλο της χρονιάς του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, βγαίνει ο ύμνος των σφουγγαράδων, το «Ω ντιρλανταντά»  μαζί με τη «Συννεφούλα», σε δίσκο 45 στροφών. Κόλλημα παράξενο. Τον αγοράζω και τον έχω από τότε.

Καλοκαίρι του 1975. Φοιτητική εστία Θεσσαλονίκης. Προετοιμασία για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Ο φίλος  Πρόδρομος Τ. από το Πράβι της Καβάλας,  υποψήφιος τότε του Πολυτεχνείου εισηγείται τον άλλο Σαββόπουλο. «Το Φορτηγό», «Το περιβόλι του Τρελού», «Βρώμικο ψωμί». Όλο το χειμώνα –πήρα πιά και κασετόφωνο– αυτά ακούω μέσα στα κρύα και μέσα στα χιόνια. Ήρθαν ύστερα κοντά-κοντά το «Happy Day» (Μενιδιάτης μέγας στη «Θητεία»!) και οι «Αχαρνείς» (αγάπησα από τότε τον Νίκο Παπάζογλου: «Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες..»).

1979. Σύναξη πρωτοχρονιάτικη σε ντισκοτέκ του Άργους Ορεστικού. Την πρωτοκαθεδρία «Η Ρεζέρβα». Και ο μακαρίτης φίλος Σπύρος Πετρόπουλος να σου τον κι έρχεται εν τω μέσω της νυκτός με τον αέρα του Αθηναίου και «του Ρηγά» και σιγανοπατώντας (καστόρινο παπούτσι, μαύρο γιλεκάκι, άσπρο πουκάμισο με μαζεμένα μανίκια, sante πακέτο τσιγάρο, όλο το φετίχ της πολιτικής νεοαλαιίστικης λογιοσύνης) σιγανοχορεύοντας, σιγανοψιχαλίζοντας τη μνήμη που έμελλε να γίνει ο καημένος  ο Σπύρος… Χορεύει το «Αουντουαντάρια»... Την ίδια χρονιά «Η εκδίκηση της γυφτιάς» και μέσα «Το μπαγλαμαδάκι». Του παιδικού του φίλου Τάκη Σιμώτα. Εκ Βογατσικού έλκοντος... Ο δίσκος δεν ήταν δικός του αλλά ο Σαββόπουλος γέννησε τότε μ' αυτόν, ως παραγωγός, όσους έπαιξαν εκεί και τον δημιούργησαν. Ο μακαρίτης ο Γιάννης Σανταλίδης βιβλιοχαρτοπώλης στο Άργος Ορεστικό («Πρέπει να στο αντιγράψω το δισκάκι αυτό. Αποκάλυψη!», είπε. Η πειρατεία τότε ήταν το σύνηθες. Αργότερα η ΑΕΠΙ έκοβε κ..@λους). Μου το αντέγραψε. Τον άκουγα το δίσκο στην Κοντογούρη. Τον ακούω μέχρι σήμερα...

Μέσα του 1979. Σπουδαστική κατάληψη στα ΤΕΙ της Σίνδου. Καθιστοί τραγουδάμε το «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή». Παίζει κιθάρα και προεξάρχει η Ελένη Λιώνα. Τότε στην ΚΝΕ. Αργότερα σοπράνο της Λυρικής σκηνής. Κόκκινο μαλλί-φακίδες. Άνθρωπος να τον πιεις στο ποτήρι. Καθιστός παραδίπλα με μακρύ μαλλί μαύρο μπλουζάκι κοντομάνικο, τζιν και στρατιωτικό σακίδιο παραπόδας, τσιγάρο μόνιμα ο Μόδης. Ίδια αμφίεση, ίδια μυαλά από τότε. Ο λόγος που τον αγαπώ ακατάπαυστα.  

1984. Μπαίνει η Άνοιξη με τα  «Τραπεζάκια έξω». Περιδιαβαίνω με φόρα τη πόλη και τα σιγομουρμουρίζω. «Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό!». Σαλέας τότε παντού. Λυγμικό κλαρίνο πανηγυριού με κιμπάρηδες εορταστές με βασιλικά στο αυτί… Με το μακαρίτη το Ντίνο Αθανασίου γαντζωνόμαστε στο «Ας κρατήσουν οι χοροί». Ονειρευόμαστε μια κοινότητα Ελλήνων αδελφωμένη. «Χαίρε Σαββόπουλε!» και «vivα Γκορμπατσώφ!» τότε το  motto  μας. Η ψευδαίσθηση δεν κράτησε για το Ντίνο που (σε τρία χρόνια πέθανε στα 47). Σε μένα ακόμα. Δεκαπέντε χρόνια μικρότερος από τον Σαββόπουλο σήμερα που εκείνος κηδεύεται στη Αθήνα …

Στην Κύπρο, στη ΕΛΔΥΚ, το πύρινο καλοκαίρι του 1987,  ακούω συνέχεια  την «Κύπρο» του:  «Κι αν λέω ψέματα και λέω παραμύθια|κι η ζητιανιά τα δυο μου χεράκια μου στραβώνει|μη με μαλώνεις μόνο δώσε μια βοήθεια|τ’ άδειο μας πρόσωπο ή Κύπρος το πληρώνει...» Ζωγραφίζω μισή Κύπρο και αντιγράφω τους δυνατούς στίχους του στο λευκό οπισθόφυλλο του περιοδικού ωρυμαγδός που έβγαινε τότε στη Λευκωσία. «Τί  είναι αυτά ρε γιατρέ;» μου κάνει ξινισμένα ο τενεκές ο Διοικητής μου τότε τάχα έτοιμος να πολεμήσει...

Το 1989 παρακολουθώ με λύπη σύσσωμη μιαν Ελλάδα στα κάγκελα εναντίον του. Την «Ελλάδα» που του επιτίθεται γιατί αναγνωρίζει το εφιαλτικό πρόσωπό της στον καθρέφτη και δείχνει τα δόντια της. Εκείνος πάει και κουρεύεται γουλί.

Περπατώντας στο βουητό της Σαλονίκης μέχρι τώρα ακόμα, μπορώ και απομονώνομαι και τραγουδώ συχνά χαμηλόφωνα. Τις πιο πολλές φορές πιάνω το εαυτό μου να προτιμά το «Έλσα σε φοβάμαι» ή το «Πρωινό»:  «Σβήνω αυτό το  φως…»

Όμως, πάντα, πάντα και πάντα…  ένα κόκκινο ντάτσουν, με το χωνί στη διαπασών, περνάει από δίπλα μου αργά αφήνοντας πίσω του το χαλασμό:

«Έλα στο χορό

Μόνο να σε βλέπω, μόνο αυτό μπορώ

Νύχτα ξαστεριά

Άναψαν φωτάκια σ’ όλα τα χωριά…»