Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Αγίου Ζαμπλακά ...η εκτύπωση







Προσπαθούσα επί χρόνια να εξηγήσω την προέλευση του ονόματος του Αγίου Ζαμπλακά του Γιώργου  κι άκρη δεν έβγαζα. Κάποτε επιστράτευα τη λέξη ζ(ι)αμπλιάζω που στο Βογατσικό σημαίνει ζουλώ & πιέζω με απροσεξία ή  άγαρμπα με δύναμη κάτι ώστε αυτό να παραμορφωθεί και να ξεζουμιστεί . Γι’ αυτό  και το  ζ(ι)αμπλιαγμένο αναφέρεται σε κακοπαθημένα  ευαίσθητα και ώριμα  φρούτα όπως ντομάτες, ροδάκινα, βερίκοκα , κεράσια κλπ . Δεν θα ήταν λοιπόν καθόλου απίθανο  ο Γιώργος Γκολομπίας να έφερνε μια τέτοια κατάσταση στο νου του όταν ονομάτιζε τον Άγιό του τιτλοφορώντας τη μεταγραφή ενός λαϊκού μύθου στο περίτεχνο δικό του διήγημα.
   Αποτέλεσε αληθινή έκπληξη για μένα όταν έπεσα πρόσφατα πάνω σε μια μελέτη του Βασ. Γεργατσούλη με τον τίτλο «Καρπαθιακοί Παροιμιόμυθοι» (Δωδεκανησιακά χρονικά τόμος ΚΕ΄) . Στο κείμενο αυτό βρήκα να αναφέρεται αυτολεξεί ο τίτλος «Ο Άγιος Ζαμπλακάς». Ο Β.Γ. εξηγεί ότι  «Ζαμπλακάς» σημαίνει  -κατά τον Μ. Μερακλή- βλάκας. Εκτός από τις σκωπτικές παροιμιομυθίες- στιχομυθίες που ταιριάζουν απολύτως στο μύθο που αναπτύσσει ο Γ. Γκολομπίας  («Παπά μου στα Τρισβέλουρα πάεις τσαι δε γυρίζεις, τσαι μεις ξεκοκκαλίζουμε τη(ν) κότα μ ε το ρύζι, «Πού γυρίζεις, μωρή, στα Τριπέλουρα πάλι;», «Άκου, στο σακί δεμένος / και στον τοίχο ακουμπισμένος!») παρατίθεται και απόσπασμα  από τον τοπικό Άγιο Ζαμπλακά της Καρπάθου:

     «Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε ένα αντρόγυνο, ο παπάς και η    παπαδιά. Παιδιά δεν είχανε. Ζούσανε καλά. Η παπαδιά κατά περιόδους έκανε την άρρωστη. Η γυναίκα είχε γνωριστεί με φίλο. Και έκανε την άρρωστη. «Μα τι έχεις; Μα τι έχεις;». Κάποτε ήθελε να φέρει το φίλο στο σπίτι και λέει του παπά ότι είδε όνειρο ότι πρέπει να πάει να λειτουργήσει τον Άγιο Ζαμπλακά. Κοιτάει ο παπάς το καλαντάρι του. Άγιο Ζαμπλακά δεν είχε μέσα. Λέει: «Παπαδιά μου, δεν έχει!». Λέει: «Μα εγώ είδα ότι θα πας! Τρεις μέρες και τρεις νύχτες θα βαδίζεις για να βρεις τον Άγιο Ζαμπλακά». Ε! Πήγε και ο παπάς με το όνειρο (…)».

Το Ζαμπλακάς λοιπόν φαίνεται να προκύπτει από το συγκερασμό του  ζαβωμένος [=ξαπλωμένος] και του αποβλακωμένος. Σοβαρές υποψίες υπάρχουν και για σλαβική προέλευση του ονόματος αφού zavalka σημαίνει ξάπλωσα. Πάντως φαίνεται πως σε αρκετά μέρη της Ελλάδας χρησιμοποιείται η λέξη ζαμπλακωμένος [σηκώθηκα ζαμπλακωμένος από τον ύπνο= ζαλισμένος, αποβλακωμένος, αποχαυνωμένος, αποκαρωμένος, μισοναρκωμένος-σε λήθαργο . Στο Βογατσικό λέμε ζαμπακωμένος και ζαμπακώθ’κα που σημαίνει είμαι βαρύς, καταβεβλημένος, καταπονημένος από ελαφρά ασθένεια, έχω κάποια αδιαθεσία περαστική].

      Δεν έχει τύχει να συναντήσω ως τα τώρα, ανάμεσα στους μύθους ή τις προφορικές διηγήσεις του Βογατσικού ιστορία με περιεχόμενο σαν κι αυτό. Μια παραλλαγή -αλλά  όχι με πρωταγωνιστές παπά και παπαδιά- και με τον τίτλο «H Λιανωκαρτσιώ» κατέγραψε στο γειτονικό χωριό Γέρμα (παλιότερα Λόζνιτσα ή Λουσνίτσα)  ο Γιώργος Αλεξίου. Κι αυτή καταλήγει στον θάνατο και την τιμωρία των δύο μοιχών και μάλιστα με πολύ εξευτελιστικό τρόπο.

     Στον Άγιο Ζαμπλακά συμβαίνει  μια ανατρεπτική- επαναστατική μόλυνση «του ιερού» (το ζεύγος παπάς- παπαδιά που είθισται να μένουν στο ηθικό απυρόβλητο) από το σαράκι της ηδονής και της λαγνείας. Τα αμαρτήματα της μοιχείας και του εκδικητικού φόνου  ακολουθούν μοιραία. Ο Γ. Γκολομπίας μεταγράφει το μύθο με αριστοτεχνικό τρόπο, επιστρατεύοντας το αφηγηματικό ταλέντο του μαζί με το απαράμιλλο λαϊκό σκώμμα της Δυτικής Μακεδονίας και στήνει ένα πραγματικά «μαύρο» διήγημα. Οργανώνει το υλικό του με σκηνικό μια πόλη κοντά σε λίμνη-δεν μπορεί παρά να είναι η αγαπημένη του Καστοριά- και μας χαρίζει έναν δυτικομακεδόνα πια  Άγιο Ζαμπλακά. Η μεταγραφή του διηγήματος πέρυσι και σε θεατρικό δρώμενο από το θεατρικό σχήμα «Σπασμένο Ρόδι», στο οποίο επί χρόνια ιερουργεί η Ελένη Τσαδήλα,  σε σκηνοθεσία  Αλέξανδρου Μιχαήλ δείχνει πως αυτός  ο μύθος έχει να πει κάτι και στο σημερινό καιρό.

          Μια λίαν δραστική παρατήρηση -παραίνεση της κριτικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας κ. Μάρης Θεοδοσοπούλου αλλά και η συναίνεση του Χρήστου Γ. Γκολομπία οδήγησαν στην «εκτός εμπορίου» έκδοση του παρόντος πέντε χρόνια μετά το ξόδι του Γιώργου Γκολομπία. Επειδή scripta manent σε πείσμα του θανάτου και του αδιάφορου καιρού.    
         Εκείνος αυτό το γνώριζε πολύ καλά...

 (Νώντας Τσίγκας, από το εισαγωγικό-προλογικό σημείωμα της έκδοσης, Θεσσαλονίκη  Μάϊος 2014)



 ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ ...

Τα δέματα με τα 500 αντίτυπα ξεφορτώθηκαν και μεταφέρθηκαν με ...επιφόρτιση της πάσχουσας οσφύος μου -η οποία με ανταμείβει τώρα με μια "ξεγυρισμένη" επίμονη οσφυαλγία-βόηθα Θεέ!!!- στη σοφίτα του σπιτιού "για τα δέοντα" (ήτοι: να τακτοποιηθούν & αριθμηθούν όπως πρέπει). Τώρα το λογοτεχνικό έργο του πεθαμένου φίλου και τυπικά πλέον έχει ολοκληρωθεί. Ο τυπωμένος "Άγιος Ζαμπλακάς" συμπληρώνει το "Ψάχνοντας το χρυσάφι"... 


Η αρίθμηση...




Ψάχνοντας το χρυσάφι (2009), Ο Άγιος Ζαμπλακάς (2014)

Το βιβλίο επρόκειτο να  διανεμηθεί στους θεατές της ομώνυμης παράστασης που (ανοήτως!) ευελπιστήσαμε να πραγματοποιηθεί στη γενέτειρα του Γιώργου Γκολομπία (βλ. Βογατσικό-Καστοριάς) φέτος το καλοκαίρι με την ευκαιρία των Δραγουμείων '14
Ωστόσο η ύποπτη σιωπή και η εκνευριστική αδιαφορία της Δημοτικής αρχής [βλ. Δήμος Ορεστίδας] μαζί με την μακαρία νάρκη των -υποτιθέμενων "πολιτιστικών φορέων του Βογατσικού" [...φτού μη σας ματιάσω!]- ματαιώνουν κάθε σοβαρή  σκέψη γύρω από αυτό.

Λίγοι λοιπόν, καλοί και  ά ξ ι ο ι   τ η ς   δ ω ρ ε ά ς   θα λάβουν το καλαίσθητο αυτό βιβλίο που ο Στάθης Κοψαχείλης κι εγώ με σχολαστική μέριμνα, αγάπη, προσωπικό μόχθο και έξοδα τυπώσαμε -και φέτος- στη μνήμη του Γιώργου.



                                                                                        "Κόσμημα" από το οπισθόφυλλο του 
                                                                                            βιβλίου δια χειρός Γ. Γκολομπία.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Κώστας Λούστας (3)



                     H  λεύκα του Ντίζο*



Η λεύκα του Ντίζο στο Βαρόσι

Σαν δόντι ξεχασμένο

                       σε στόμα γριάς

Που αργεί να πέσει


Η λεύκα του Ντίζο στο Βαρόσι

Που κρατάει όλο το βάρος

της «Κούλας»

Κι όταν λείψει

Θα κατρακυλήσει το βουνό

Να θάψει όλη τη Φλώρινα



Η λεύκα του Ντίζο στο Βαρόσι

Σαν κερί αναμμένο

                     σε πτώμα γρηάς

Που αργεί να σβήσει.


                          
          Κώστας Λούστας   8.8.96                                                                           

                                                                
 *Δημοσιεύτηκε σε μικρή ανθολογία που τύπωσε η Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Φλώρινας το 1997 προς τιμήν του K.Λ.


Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Κώστας Λούστας (2)


Φλώρινα  ...Λυγκηστίδος

 



[…] H Λυγκηστίδα όμως-ο τόπος εννοώ, όχι οι άνθρωποι- ποτέ δεν έφυγε απ’ την καρδιά μου! Πήγαινα συχνά και πατούσα το χώμα της.


Σε κάτι παλιόσπιτα του ποταμού έστηνα κι ένα πρόχειρο ατελιέ με κρεβάτι μέσα, μπογιές, τελάρα, πινέλα και σόμπα, λάμπα του πετρελαίου (με σχέδια στη βάση της) και την ημέρα ζωγράφιζα κάτω από τις λεύκες το νερό και τις γέφυρες ενώ τις νύχτες ξεκούραζα τα πιο άγρια μου όνειρα…


 

Πέρασαν κάποια χρόνια πήγα και ξαναπήγα κι εκεί γύρω στα ’80 τέλειωσαν όλα. Δεν τη αναγνώρισα την Λυγκηστίδα και δεν ήθελα να την ζωγραφίσω πλέον. Γκρέμισαν τα παλιά σπίτια, κόψανε τα δέντρα του ποταμού «τα δοξαστικά» εκείνα  (τα τέρατα οι άνθρωποι…) αλλάξανε τις γέφυρες και γέμισε αυτοκίνητα μην μπορώντας πια να περιδιαβάσω τους δρόμους που τους ασφαλτοστρώσανε όλους να περνάει η αυτού μεγαλειότης: ένας τενεκές βαμμένος με καραμπογιά, δηλητηριάζοντας τον παλιό αέρα που μοσχοβολούσε φλάμουρο (ή τριφύλλι απ’ το κάρο του κυρίου Παρασχάκη).




Οι ευγενείς νέοι του ’80 θαμώνες των καφενείων της πλατείας, κάτι χτήνη του κερατά με κουρεμένα κεφάλια και μυαλά κότας, σπάσανε και παραβίασαν το ατελιέ μου δέκα φορές. Πετώντας τα πάντα στον ποταμό (ή κομματιασμένα στο δρόμο) έργα και υλικά καρέκλες και καβαλέτα.



Με ποιόν να μαλώνεις τώρα; Με τ’ αρχίδια σου; Φρόντισα όμως να μην έρθω σε οριστική ρήξη με τον ίδιο τον τόπο διότι στο κάτω- κάτω παλαιοί γνώριμοι ήμεθα «και με τας καλυτέρας των αναμνήσεων μάλιστα». Ποιός ξεύρει ακριβώς ποιό πράγμα έχει την περισσότερη σημασία… […] *

 








AΜΕΤΡΗΤΑ**




Αμέτρητα χρόνια και καιρούς
είχα  κι από ένα μικρό σπιτάκι -ατελιέ
στις δυό μεριές του ποταμού
όπου το κρεββάτι της κακιάς ώρας
όπου τα πινέλα
η σόμπα κι η καρέκλα
σπόγγους καρφιά σφυράκια
πριόνι και τελάρα
λάμπα του πετρελαίου
κι ένα σαπούνι στην αυλή
πλάι στη βρύση με τις μαργαρίτες
που το τσιμπούσαν τ' αγριοπούλια συνεχώς
και μου άφηναν λίγο
ίσα για να πλυθώ μία ή δύο φορες το πολύ.


Δεν ξέρω τι έγινε
δεν ξέρω πως τ' άφησα όλα κι έφυγα
δεν λέω πως μ' έδιωξε κανείς μα ξέρω καλά
δεν ήθελα ποτέ να φύγω
αφού ζωγράφισα στην εξώπορτα
κοιτώντας κατά πάνω
και κατά κάτω ώσπου
εχάθη το πάνω
και το κάτω ξαφνικά
κι έγινα άνω-κάτω
τραβώντας τα μαλλιά μου
και ξεριζώνοντας την καρδιά 
την άφησα στο κράσπεδο
να σαπίσει ως τον ερχόμενο χειμώνα
φεύγοντας την ίδια μέρα
και ρίχνοντας πέτρα πίσω μου.
Ύστερα πέθανα στο δρόμο της φυγής.

                                                                                 Θεσσαλονίκη 22.2.98






*Απόσπασμα από το αφήγημα «Τάφος δεύτερος». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κ.Λούστα «Εκατό και πλέον δακτυλίδια για πρίγκηπες»,  εκδόσεις ΙΑΝΟS πρόσωπα/2005.

** Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Εταιρία" της Φλώρινας Τεύχος 30, Απρίλιος 1998.