Ο Μπάμπης της «Παλιάς Αποθήκης»
(ωδή επιτραπέζιος...)
Μια θάλασσα που σπάσαν τα νερά της
απόβαλε ένα κότερο, μες στο αίμα
ο ήλιος κολυμπάει-ωραίο θέμα
για πίνακα ζωγράφου! Τα φτερά της
η νύχτα τσουρουφλίζει στα φανάρια
του δήμου, που ν' γεμάτα πεταλούδες
Ψημένα καλαμπόκια στις φουφούδες-
οσμή καλοκαιριού. Σαν τα μοσχάρια
που πάνε για σφαγή,τουρίστες ξένοι
στα μαγαζιά από κράχτες οδηγούνται.
Κομμένες εξατμίσεις που βρυχούνται...
Να η θερινή σαιζόν συμπυκνωμένη (...).
[ "Παντοπωλείον η Μιζέρια", από την συλλογή ποιημάτων του σύγχρονου -σκωπτικού-θρηνητικού-λυρικού Λευκάδιου ποιητή Δημήτρη Σολδάτου, Σαν-τα Μαύρα ή Μούσα Λευκα(η)δία, "αυτοέκδοση" του ποιητή, Λευκάδα 2010 ].
Κι όμως: τα Σύβοτα υπήρξαν ξάφνιασμα ευχάριστο για τις φετινές μας διακοπές στη Λευκάδα. Ένα μικρό, όμορφο, ήσυχο ψαροχώρι, με καλοφτιαγμένη μαρίνα για τα ιστιοφόρα. Και με κάμποσα εστιατόρια κατά μήκος της θάλασσας να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των πεινασμένων περιηγητών ιδίως μετά το σούρουπο.
Είχε προηγηθεί μια πολύ δυσάρεστη εμπειρία στη Βασιλική όπου κάποια μέρα είχαμε καταλήξει -σχεδόν ρίχνοντας κλήρο- για φαγητό σε εστιατόριο (ο Θεός να το κάνει) με μια σκουληκόβραση από νεαρούς Γερμανούς. Αν πω ότι ακολούθησε το χειρότερο δυνατόν δείπνο της ζωής μου μάλλον δεν θα υπερέβαλα καθόλου. Μια μακαρονάδα με κατεψυγμένα μύδια Νέας Ζηλανδίας από γνήσιο σολόδερμα, "ετοιματζίδικο" μπριάμ (κι αυτό κονσέρβα;) και το πλέον πρωτοπόρο στον κόσμο άνοστο «ψητό καλαμάρι». Πιθανότατα -έχω βάσιμε υποψίες να υποθέτω ότι- συνοδεύσαμε και με ...μπύρα "μπόμπα" την συγκεκριμένη ευωχία!
|
Ο Μπάμπης! |
Την άλλη όμως μέρα βρεθήκαμε στα Σύβοτα. Εκεί ένας «λεβεντόμαγκας, μεσήλικας και βάλε» σερβιτόρος -"κράχτης" ας πούμε του μαγαζιού- απ’ αυτούς που ρίχνουν το απαραίτητο πεταχτάρι στους τουρίστες, σε παρόμοιους χώρους, πρόφερε τη μαγική για μένα λέξη: «Έχω ζωντανούς Μπαλάδες»… Καθώς δεν θέλαμε να ’χουμε ξανά μπελάδες με το γαστρεντερικό μας, βρήκαμε ανοιχτά και μπήκαμε στο παραθαλάσσιο τμήμα της «Παλιάς Αποθήκης». Κι είχε και μύδια αχνιστά με το κέλυφός τους σε νοικοκυρεμένο πιάτο και σαρδέλα ψητή στα κάρβουνα και γάβρο ζουμερό και φρέσκο και ωραίες βραστές σαλάτες και δροσερό λευκαδίτικο κρασί. Κι ένα «ντιπ» για starter -με μαγιονέζα, γιαούρτι, σκόρδο και μουστάρδα-«θεϊκό» πάνω στη ζεστή ξεροψημένη φρυγανιά μας.
Ο Μπάμπης μας εξομολογήθηκε πως η συνταγή για τα αχνιστά μύδια από το Μακρύγιαλο ήταν δική του αποκλειστικότητα (σκορδάκι, πράσινη πιπερίτσα και κρεμμύδι al dente, τριμμένο μαύρο πιπέρι και κρασί…). Το αλάτι παντού με μέτρο. Την άλλη μέρα πρότεινε φρέσκο κιτρινόπτερο τόνο στη σχάρα και την παρά-άλλη: σούπα από Μαγιάτικο με κόκκινη σάλτσα («τα λαχανικά πάντα ψιλοκομένα για γρήγορο αποτέλεσμα, δεν αυγοκόβουμε τη σούπα και πετάμε μέσα στο κατσαρόλι μια ντομάτα στα τέσσερα για τη σύβραση»). Ανταποκρίθηκε με μεγάλη προθυμία όταν του ζήτησα ψητή Κωλοχτύπα (αστακοκαραβίδα ) και από αυτόν έμαθα μια άγνωστη ονομασία της : Λύρα! Συμφωνήσαμε πως είναι πολύ πιο νόστιμη από τον αστακό (και πως από τα καρκινοειδή μονάχα οι καραβίδες "της ρίχνουν" ). Κι ακόμα -καθώς δεν ήταν και καμιά τεράστια- συγκατένευσα να δεχτώ την προτροπή του να την αντικρίσω να μαγειρεύεται με μακαρόνια…
Εκτελούσε χρέη "αρχισερβιτόρου και γενικών καθηκόντων" στην Παλιά Αποθήκη. Ευγενής, ευπροσήγορος, εύστροφος, καλοκάγαθος και ζεστός άνθρωπος. Είχε πρόσφατο ατύχημα με το μηχανάκι φέτος και του χοντρόραψαν το τραύμα της παλάμης στα επείγοντα του νοσοκομείου. Η ουλή όμως σκλήρυνε στο αριστερό του χέρι και φοβάται πως δεν θα μπορεί να ανοιγοκλείνει και να γλιστρά με ευχέρεια στα τάστα του μπουζουκιού του (που «είναι η παρηγοριά του και η χαρά του να παίζει για τους φίλους»).
Ο Μπάμπης της "παλιάς Αποθήκης" στα Σύβοτα δέθηκε μαζί μας με τη καλοσύνη και την φεγγερή του απλότητα. Κέρδισε την εμπιστοσύνη μας. «Όποιος με εμπιστεύεται τρώει καλά . Όποιος όμως θέλει να κάνει τα δικά του …εγκαταλείπεται στις επιλογές του» μας είπε σε κάποια στιγμή.
Την προτελευταία βραδιά (είπα-ξείπα και ήξεις αφίξεις...) του ’χαμε πει πως μπορεί να πάμε αλλά μπορεί και να μην πάμε το επόμενο και τελευταίο βράδυ. Φυσικά πήγαμε. Κι είδαμε με συγκίνηση δίπλα στη θάλασσα, με το ασπρισμένο πεζουλάκι και το γεράνι στη γλάστρα, να μας περιμένει ένα τραπέζι για δύο: Reserve!
«Είπα θα ’ρθουνε δε θα ’ρθούνε... Καλού κακού κράτησα το τραπέζι που σας αρέσει». Σε λίγο μας έστειλε και τους πλανόδιους βιολιτζήδες να μας παίξουν το «Μπαξέ τσιφλίκι» και «Ωω ...ο, ωω …ο, όμορφη Θεσσαλονίκη»!
Στο τέλος μας κέρασε τον διπλό εσπρέσο που κατέφθασε από το συνεργαζόμενο διπλανό καφέ-μπαρ και το μπουκάλι της «Λευκαδίας γης» που ήπιαμε… (όπως από μια επίσης συνεργαζόμενη ψαροταβέρνα παραδίπλα, κατέφθασε την προηγούμενη μέρα, στα χέρια του Αιγύπτιου από την Αλεξάνδρεια ψαρά και σερβιτόρου, κουνώντας ζωηρά τα πόδια της και τινάζοντας με ορμή από την ουρά της θαλασσινό νερό, η κωλοχτύπα που είχαμε παραγγείλει στο Μπάμπη). Όσες μέρες φάγαμε στο μαγαζί αυτό δεν παραλείφθηκε -ούτε μια φορά- η νόμιμη "απόδειξη παροχής υπηρεσιών"...
Και τυπικώς και ουσιαστικώς οι άνθρωποι ήσαν πολύ εντάξει!
Η περίπτωση του Μπάμπη της Αποθήκης μου ξαναθύμισε εκείνο το αρχαίο χαρακτηριστικό, κολλημένο σαν στρείδι, στην ψυχή των Ελλήνων που λέγεται Φ Ι Λ Ο Ξ Ε Ν Ι Α. Και που οι σύγχρονοι τουριστικοί οδηγοί απoκαλούν υποτιμώντας το παρενδυτικά: hospitality and services…
Άμποτε να αρχίσει να ξαναγίνεται ευδιάκριτο το ...αρχαίο στρείδι!