Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Frozen yogurt...


Μια ιστορία στο Γύθειο...



                                                                                                        Γύθειο 2014, φωτ. Ν.Τ.


                                                                   […] Κλαιν οι βεδουίνοι, σκούζουν οι φελάχοι

                                                                   και στην Παλαιστίνη καίγονται μονάχοι […]

                                                                                                                  Κούντου λούνα βίνι, Νίκος Γκάτσος



«Ά… α… άνθρωπος στη θάλασσα!!!!»

Αλλά όχι… «Σπουργίτης στη θάλασσααααα!!!». 


Για την ακρίβεια: νιόβγαλτο σπουργιτάκι, με κίτρινο ακόμα ράμφος, που θα πλάνταξε από τη ζέστη ή που το νίκησε ο δυνατός άνεμος ή που δεν άντεξαν οι φτερούγες του και βρέθηκε στο νερό απορημένο και μόνο.


Το είδα έτσι όπως χάζευα σαν βλάκας τα νερά απολαμβάνοντας το υγιεινό μου frozen yogurt με σιρόπι βύσσινο στην άδεια από κόσμο -αχ, που πήγαν εκείνες οι δόξες οι αλλοτινές…- παραλία του Γυθείου. Τα νερά έφευγαν με φόρα, δίπλα στην τσιμεντένια θωράκιση της παραλίας, σαν ποτάμι. Φεύγαμε κι εμείς μαζί σα να ’μαστε σε πλοίο. 

Από το οπτικό μου  πεδίο πέρασε ένα μαύρο σημαδάκι που πάλευε στα νερά. Ω ναι…  αυτό το σπουργίτι νικημένο ολότελα, με τις φτερούγες του να ’χουν κολλήσει πάνω στο νερό, βαριές κι ασήκωτες πια και το δυνατό ρεύμα στην επιφάνεια της θάλασσας να το τραβά.

Απέναντι μου κατάφατσα αχώνευτη ελληνοαμερικάνα μιλά στους συγγενείς της κι αναλύει πόσο της κοστίζουν ήδη αυτές οι διακοπές από την τρίτη μέρα and how much money she paid for food to the hotel for the taxi only four Euro… δεν γυρίζει να δει, δεν ενδιαφέρεται, δεν ασχολείται. 

 Πίσω από την πλάτη της ένα τσούρμο παιδάκια είχαν ξεσηκωθεί κι ενθάρρυναν το μικρό πουλί που πάλευε με τα νερά… Τότε το είδα να συγκεντρώνει κάθε του ικμάδα και με θαυμαστή ακρίβεια κι επιμονή να  κατευθύνεται προς την ακτογραμμή. Όταν πλησίασε  κι ακούμπησε κάπου γαντζώθηκε εκεί σε μια πέτρα. Έμεινα πλέον ήσυχος που τουλάχιστον δεν θα το αντίκριζα να πνίγεται. 

Τι να ’κανα; Είχα φορεμένα και τα καλά μου παπούτσια… Είχα και το παγωτό εκεί μπροστά μου και το απολάμβανα. Πού να τρέχει κανείς τώρα;  Τουλάχιστον όμως είχα ανησυχήσει… Έκανα το χρέος μου. Τουλάχιστον δεν θα πέθαινε μπροστά στα μάτια μου πνιγμένο… Αργότερα βέβαια ίσως… Αλλά εμείς δεν θα ’μασταν εκεί. Έπεσα λοιπόν εκ νέου σε χαύνωση και ηλίθια αδιαφορία.
 
Σχεδόν λοιπόν το είχα ξεχάσει το σπουργιτάκι που πάλευε να κρατηθεί στη ζωή γαντζωμένο σε μια πέτρα στη παραλία του Γυθείου. Με τις βρεγμένες του και βαριές μολύβι φτερούγες που σώθηκε από βέβαιο πνιγμό και που αργότερα θα πέθαινε σίγουρα. Κάποτε τα ποδαράκια του θα χαλάρωναν στο σφίξιμο της πέτρας. Κι εκείνο θα γλιστρούσε πια οριστικά στο νερό. 

Αλλά εμείς δεν θα ’μασταν πια εκεί. Και τώρα που είμαστε υπάρχει μπροστά μας το παγωτό. Και τα καλά μας παπούτσια στη θέση τους.


Και τότε ακούστηκε ένας παφλασμός. Μια γεροδεμένη και κάπως στρουμπουλή νέα γυναίκα ντυμένη στα λευκά έπεσε στο νερό. Είχε επιχειρήσει να κρατηθεί από ένα καραβόσκοινο της προκυμαίας κι εκείνο δεν άντεξε -ψευτοδουλειά του διακοσμητή-  κι η γυναίκα βρέθηκε όρθια μέσα στα νερά. Στις πέτρες αναζήτησε το σπουργίτι και το βρήκε. Το κράτησε στα χέρια όπως κρατάμε μια μικρή φλόγα σε μισοσβυσμένο κερί που θέλουμε να δυναμώσει. Το έδωσε στους δικούς της κι εγώ με τον άντρα της την τραβήξαμε πάνω ν’ ανέβει. Χειροκρότημα θερμό παρακαλώωω!!! Η ελληνοαμερικάνα συνέχιζε να κάνει τους λογαριασμούς της μάλλον.


Ύστερα η γυναίκα με τα λευκά αποσύρθηκε πιό κει. Έτσι κάνουν οι ήρωες. Φεύγουν από τη σκηνή αθόρυβα. Αφήνοντας άντρα και παιδιά παράμερα, όλο χουχούλιζε το λαχταρισμένο σπουργίτι, κι όλο του στέγνωνε τις βρεγμένες φτερούγες με απορροφητικό χαρτί, κι όλο το φιλούσε…

Μα ναι τώρα ήταν σχεδόν βέβαιο: Εκείνο είχε τις προϋποθέσεις να ζήσει κι  όταν εμείς θα είχαμε φύγει. Το frozen yogurt ωστόσο φαινεται πως τελικά κάνει κακό στην ...ανθρωπιά. Και τα καλοβαλμένα παπούτσια το ίδιο...
                                                                     
                                                                      Γύθειο Λακωνίας , Καλοκαίρι 2014




ΥΓ. Απολύτως πραγματικό γεγονός που συνέβη στη διάρκεια των φετεινών διακοπών μου.
Είχαν ήδη κατακρεουργηθεί με φρικτό τρόπο από τη Χαμάς τρεις Ισραηλινοί ιεροσπουδαστές και τα ΜΜΕ άρχισαν να μετρούν την εκατόμβη νεκρών -αδιακρίτως ηλικίας, αμάχων κυρίως- Παλαιστινίων στην Γάζα μετά από τις επιδρομές του Ισραήλ. 
Δεν ξέρω αν συνδέονται αυτά με την παραπάνω ιστορία.
Νιώθω όμως η αμηχανία -και η δολοφονική απραξία μας- απέναντι στα γεγονότα, παραμένει η ίδια!


Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Ένα έρημο σπίτι στην Καρδαμύλη...

...χωρίς τον κυρ- Μιχάλη ( «Πάντυ»)

 

«Η κατοικία, όπως είχε συμφωνηθεί με το δωρητή, αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό του, θα χρησιμοποιείται για τη φιλοξενία ερευνητών, ποιητών και πεζογράφων οι οποίοι επισκέπτονται περιοδικά την Ελλάδα για να εργαστούν. Παράλληλα, για ορισμένα χρονικά διαστήματα το Μουσείο Μπενάκη θα έχει τη δυνατότητα ενοικίασης της κατοικίας προκειμένου να εξασφαλίζει τα έξοδα συντήρησης και φιλοξενίας. Το σπίτι διαθέτει μία μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλούς τίτλους και ένα σημαντικό αρχείο»

                                                                                      [Το Βήμα]                                                          

                                                                             

Άλλες δυο φορές ακόμα, πριν από αρκετά χρόνια, είχα προσπαθήσει να δω από κοντά το μυθικό για μένα σπίτι. Όλο κάτι συνέβαινε, έπαιρνα λάθος δρόμους κι έπεφτα πάνω σε ιδιοκτησίες και ξενώνες που έκοβαν την πρόσβαση στη θάλασσα. Τα ’χει αυτά η Μάνη.  Την τελευταία φορά όμως κόντεψα να πέσω πάνω στον ιδιοκτήτη του σπιτιού: «Α! ο κυρ-Μιχάλης μόλις πριν λίγο πέρασε από δω!» μου είπε ο κρεοπώλης του στην Καρδαμύλη. «Με τα πόδια φυσικά… Τώρα θα ’χει φτάσει σπίτι του». 

«Ο κυρ- Μιχάλης» (έτσι τον αποκαλούσαν και μ’ αυτό το όνομα τον ήξεραν οι Μανιάτες συντοπίτες του για εξήντα σχεδόν χρόνια κι όσοι τον είχαν συναναστραφεί «στο βουνό») ήταν βέβαια ο Πάτρικ — «Πάντι» — Λη Φέρμορ, ο διάσημος αυτός άνθρωπος με τα χαρακτηριστικά του λόγιου και του ήρωα. Η Καρδαμύλη έγινε ο τόπος του και σπίτι του το έξοχο απόκτημα στην περιοχή  Καλαμίτσι, που κατά την  δεκαετία του ’60 έκτισαν με πέτρα τεχνίτες της περιοχής, που δούλεψαν κάτω από την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Νίκου Χατζημιχάλη. Εκεί έζησαν ως το θάνατό τους ο Πάτρικ και η Τζόαν. Ένα σπίτι κόσμημα, απ’ όπου πέρασαν Έλληνες και ξένοι, άνθρωποι των γραμμάτων και της πνευματικής ελίτ.

Εν συντομία. Ο υμνητής της Μάνης, ο  Εγγλέζος ήρωας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που έφτασε από την Ολλανδία στην Κωνσταντινούπολη οδοιπορώντας στα δεκαοκτώ του, που αγωνίστηκε στην Αντίσταση κατά των Γερμανών σε Κρήτη και ηπειρωτική Ελλάδα κι έφερε σε πέρας την σύλληψη στην Κρήτη του γερμανού στρατηγού Χαίνριχ Κράιπε, που διέπλευσε κολυμπώντας, μιμούμενος τον Μπάυρον, στα 69 του χρόνια τον Ελλήσποντο, που «βούτηξε» ως το μεδούλι  στην ουσία της Ελλάδας, κατάλαβε τους σύγχρονους Έλληνες, διάβασε Μυθολογία, άγγιξε τη θρησκεία τους, ταξίδεψε πολύ κι έγραψε πλήθος βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τη μνημειώδη του «Μάνη», φεύγοντας στα 96 του χρόνια το 2011 μας άφησε κληρονομιά (στο Μπενάκειο Ίδρυμα) και το σπίτι του.

 
                                                                                                        
Αυτή τη φορά πλησίασα από την παραλία. Έμεινα θαμπωμένος μέσα στο μεσημέρι από την ομορφιά του τοπίου. Σ’ αυτόν τον κολπίσκο θυμάμαι -στον οποίο κατεβαίνει κανείς από μια ιδιωτική πέτρινη σκάλα- κάποτε έβαζαν με την Τζόαν ένα τραπέζι μαζί με δυο καθίσματα μέσα στη θάλασσα κι έχοντας τα πόδια τους μέσα στο νερό έπιναν σε ευλογημένες και γαλήνιες νύχτες με φεγγαράδα το κρασί τους -που τόσο αγάπησε ο Πάτρικ (άλλος αυτός ένας λόγος που με έκανε να τον αγαπώ περισσότερο).



 
 
 
Τώρα στην παραλία έβλεπα ένα μικρό κοπάδι από παρδαλούς ανθρώπους που απολάμβαναν τον ελληνικό ήλιο και τη θάλασσα. Τίποτα βέβηλο αλλά κάπως φτηνό. (Ωστόσο όμως ζωντανό…) 




                                                                                           


 



Η σκάλα που προσπαθήσαμε να την ανέβουμε ήταν φραγμένη σε ένα υψηλότερο σημείο της μ’ ένα μικρό κάγκελο δεμένο πρόχειρα με σύρμα.





Πήγαμε από την πάνω μεριά και πλησιάσαμε μέσα από έναν ελαιώνα την είσοδο του σπιτιού. Εικόνα σιωπηλής εγκατάλειψης… Σκεφτόμουν σε ποιά ρίζα ελιάς στο κτήμα του ο Φέρμορ να ’χει άραγε αποθέσει την τεφροδόχο του άτυχου φίλου του -και εξαίρετου συγγραφέα- Μπρους Τσάτουϊν, που συνήθιζε να πετά πάνω από τα κύματα, κάνοντας σέρφινγκ στα ανοικτά του Μεσσηνιακού κόλπου υπό το βλέμμα της Ιωάννας Χατζηνικολή, κι είχε ζητήσει ή στάχτη του ν’ αναπαυτεί σ’ αυτό το κτήμα όταν θα "τέλειωνε" χτυπημένος από το AIDS


Έφευγα και είχα στο μυαλό μου τις καλές και αγαθές προθέσεις του Μπενάκειου, που απ’ όσο γνωρίζω όμως στα οικονομικά του δεν διατηρεί πια και τόσην ευρωστία, και σκεφτόμουν τι κόπος, τι χρήμα, τι μέριμνα χρειάζεται για να συντηρηθεί αυτό το σπίτι εκεί κάτω...

Και φοβήθηκα πολύ καθώς σκέφτηκα την τύχη κάποιου άλλου, διάσημου και πολύτιμου, σπιτιού στην Αθήνα: της οικίας Αλέξανδρου Ιόλα που συλήθηκε με βάρβαρο τρόπο και καταστράφηκε. 
Και πλέον δεν υπάρχει πια…


     Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ [1915-2011] στο σπίτι του στην Καρδαμύλη.  (Το Βήμα)


                                                                                                                                                                        [Φωτογραφίες: Νώντας Τσίγκας, Καλοκαίρι 2014]