(σχόλια στον "Εποχιακό διανομέα" και ...μια παραίνεση για τον συγγραφέα του)
του ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΖΟΥΡΓΟΥ*
Φίλες και φίλοι καλησπέρα,
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια έχω
ακούσει τον συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη, που είναι απόψε ανάμεσά μας, όταν
τύχαινε να παρουσιάζει το έργο κάποιου φίλου να ξεκινάει ως εξής: Είμαι φίλος
του και γι’ αυτό μη με πιστεύετε, σας το δηλώνω προκαταβολικά πως είναι φίλος
μου γι’ αυτό μη πιστεύετε λέξη από ό,τι θα ακούσετε.
Απόψε θα αναφερθώ στον «εποχιακό διανομέα» με λίγες λέξεις αλλά σας καλώ εξαρχής να με πιστέψετε, και
παρότι ο Τσίγκας είναι αδελφικός μου
φίλος, μπορώ να ορκιστώ ότι θα πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Διαβάζοντας τον «εποχιακό διανομέα» γκρίνιαξα
από μέσα μου και είπα: Μόλις αυτός ο άνθρωπος γράψει μερικά δεκαεξασέλιδα
τρέχει και τα κάνει αμέσως βιβλίο. Έτσι είναι ο συγγραφέας για τον οποίο μιλάμε
σήμερα, παρορμητικός ως παιδί, ως νηπιάζων ενηλικιαζόμενος, φοβικός στην ίδια
του την έμπνευση, στο ίδιο του το ταλέντο που είναι καλλίγραμμο άτι, αυτό που το
μαζεύει απ’ τα λιβάδια με το πρώτο σούρουπο και βιάζεται να το μαντρώσει σε μια
έκδοση ενώ αυτό ως καθαρόαιμο έχει μόλις αρχίσει να ξεμουδιάζει και φρουμάζει
αδημονώντας να διασχίσει κάμπους. Αυτό σκέφτηκα όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο.
Στον «εποχιακό διανομέα» πάντως, για
να φτάσουμε και στο δια ταύτα, βρήκα κάτι απ’ αυτά που περίμενα χρόνια να
διαβάσω, απ’ αυτά που θα ήθελα και εγώ ο ίδιος να ’χα γράψει.
Πρώτα απ’ όλα σελίδες ζατελικού
ποιητικού λόγου με τη μυρωδιά της μακεδονικής γης. Ένιωσα πολλές φορές πως οι
πεθαμένοι ήρωες του Βογατσικού, αυτοί οι καθημερινοί χωριανοί της παιδικής του
ηλικίας, συναντιούνται με τους ξωμάχους του Σοχού της Ζυράνας Ζατέλη και πίνουν
κρασί μπρούσκο στο εντευκτήριο του κάτω κόσμου.
Βρήκα ακόμη τα υγρά υπόγεια των ποιητών που μετρούν τους σφυγμούς του χρόνου με τα βήματα των περαστικών μπροστά απ’ τα καγκελωτά τους παράθυρα. Αντί για ρολόγια και δευτερόλεπτα μετρούν τον χρόνο με παπούτσια, αντρικά και γυναικεία, που καλπάζουν στα πεζοδρόμια, παπούτσια ξεκάλτσωτα, μπότες, πέδιλα …Του λείπει πολύ ο Καρούζος του Νώντα αν και δεν πρόλαβε να του σφίξει το χέρι.
Σ’ αυτό το μικρό βιβλίο βρήκα εντέλει μια ζυγαριά ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς, έναν ζυγό που ισορροπεί με τον έναν δίσκο γεμάτο ψυχές αποβιωσάντων και με τον άλλο ξέχειλο πέταλα ανθέων από τον Επιτάφιο.
Στον εποχιακό διανομέα υπάρχουν όμως και οι ζωντανοί, όπως οι νεομετανάστες που γεμίζουν μουσική τους έρημους σταθμούς, τη δικιά μας μουσική, γιατί ο Βιβάλντι είναι όλης της Ευρώπης, τα παιδιά μας που ξενιτεύονται αυτά τα χρόνια είναι παιδιά της Ευρώπης. Υπάρχουν επίσης στη συλλογή οι εξαμηνίτες συμβασιούχοι των ταχυδρομείων, αμήχανοι και δυσπροσάρμοστοι στα μηχανικά μοτίβα της ζωής, διανομείς ίδιοι πελαργοί που ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι έτοιμοι να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν.
Μιας και λέμε όμως για πουλιά υπάρχουν και οι κυνηγοί, στο διήγημα «Κελαηδούν οι τρυποφράχτες;» Είναι από εκείνους τους παλιούς που τώρα άλλαξαν, που τώρα νομίζω πως έχουν γεράσει πια, αλλά τα παιδιά τους που τα ανάθρεψαν με τον φόνο και το αίμα άλλαξαν τώρα θηράματα, παράτησαν τα δάση και κυνηγούν το βράδυ στις συνοικίες Ασιάτες κι άστεγους, έτσι νομίζω. Ίσως γιατί οι φονιάδες δεν πεθαίνουν ποτέ, τα όπλα τους μόνο αλλάζουν και τα λημέρια.
Στον διανομέα υπάρχουν και τα φτωχά Χριστούγεννα ή αλλιώς τα Χριστούγεννα των φτωχών, αν το θέλετε έτσι, γραμμένα με αναγνωστικές μνήμες του Ντίκενς, μια σπουδή στο μπλε, στο κολλάρισμα των τετραδίων τη δεκαετία του εξήντα, στη σημαία, στον ουρανό, σπονδή στο μπλε της μνήμης του, ένα αποτέλεσμα μαγευτικό.
Νώντα Τσίγκα, παρεμπιπτόντως στον Μπόμπυ Ντικ, ο Χέρμαν Μέλβιλ, μόνο για το λευκό χρώμα, αν θυμάμαι καλά, αφιερώνει πάνω από είκοσι σελίδες.
Βρήκα ακόμη τα υγρά υπόγεια των ποιητών που μετρούν τους σφυγμούς του χρόνου με τα βήματα των περαστικών μπροστά απ’ τα καγκελωτά τους παράθυρα. Αντί για ρολόγια και δευτερόλεπτα μετρούν τον χρόνο με παπούτσια, αντρικά και γυναικεία, που καλπάζουν στα πεζοδρόμια, παπούτσια ξεκάλτσωτα, μπότες, πέδιλα …Του λείπει πολύ ο Καρούζος του Νώντα αν και δεν πρόλαβε να του σφίξει το χέρι.
Σ’ αυτό το μικρό βιβλίο βρήκα εντέλει μια ζυγαριά ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς, έναν ζυγό που ισορροπεί με τον έναν δίσκο γεμάτο ψυχές αποβιωσάντων και με τον άλλο ξέχειλο πέταλα ανθέων από τον Επιτάφιο.
Στον εποχιακό διανομέα υπάρχουν όμως και οι ζωντανοί, όπως οι νεομετανάστες που γεμίζουν μουσική τους έρημους σταθμούς, τη δικιά μας μουσική, γιατί ο Βιβάλντι είναι όλης της Ευρώπης, τα παιδιά μας που ξενιτεύονται αυτά τα χρόνια είναι παιδιά της Ευρώπης. Υπάρχουν επίσης στη συλλογή οι εξαμηνίτες συμβασιούχοι των ταχυδρομείων, αμήχανοι και δυσπροσάρμοστοι στα μηχανικά μοτίβα της ζωής, διανομείς ίδιοι πελαργοί που ανά πάσα ώρα και στιγμή είναι έτοιμοι να ανοίξουν τα φτερά τους και να πετάξουν.
Μιας και λέμε όμως για πουλιά υπάρχουν και οι κυνηγοί, στο διήγημα «Κελαηδούν οι τρυποφράχτες;» Είναι από εκείνους τους παλιούς που τώρα άλλαξαν, που τώρα νομίζω πως έχουν γεράσει πια, αλλά τα παιδιά τους που τα ανάθρεψαν με τον φόνο και το αίμα άλλαξαν τώρα θηράματα, παράτησαν τα δάση και κυνηγούν το βράδυ στις συνοικίες Ασιάτες κι άστεγους, έτσι νομίζω. Ίσως γιατί οι φονιάδες δεν πεθαίνουν ποτέ, τα όπλα τους μόνο αλλάζουν και τα λημέρια.
Στον διανομέα υπάρχουν και τα φτωχά Χριστούγεννα ή αλλιώς τα Χριστούγεννα των φτωχών, αν το θέλετε έτσι, γραμμένα με αναγνωστικές μνήμες του Ντίκενς, μια σπουδή στο μπλε, στο κολλάρισμα των τετραδίων τη δεκαετία του εξήντα, στη σημαία, στον ουρανό, σπονδή στο μπλε της μνήμης του, ένα αποτέλεσμα μαγευτικό.
Νώντα Τσίγκα, παρεμπιπτόντως στον Μπόμπυ Ντικ, ο Χέρμαν Μέλβιλ, μόνο για το λευκό χρώμα, αν θυμάμαι καλά, αφιερώνει πάνω από είκοσι σελίδες.
Εν κατακλείδι ο «εποχιακός διανομέας»
είναι ένα υπέροχο βιβλίο σε μια καλαίσθητη έκδοση, πιστέψτε με, και νομίζω
είναι περισσότερο η σύντομη εκδοχή ενός συγγραφικού σύμπαντος που μένει ακόμη
ατελές αλλά ασφυκτιά εν τη γενέσει του.
Νώντα, με όλη μου την αγάπη σε εξορκίζω! Άφησε επιτέλους το άλογό σου να τρέξει!
Νώντα, με όλη μου την αγάπη σε εξορκίζω! Άφησε επιτέλους το άλογό σου να τρέξει!
*Το κείμενο διάβασε ο συγγραφέας στη συνάθροιση που έγινε στο σπίτι του Σίμου και της Λένας Οφλίδη στο Νέο Πανώρι την Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014.
Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί από τον Φίλιππο Στεφ. Δραγούμη στα 1926 στο Βογατσικό ("Παζάρι", "προύχοντες"). Ανήκει στο Αρχείο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης.