Ήμασταν ψες -Παρασκευής βράδυ- στην Καμένη Γωνιά (παραδοσιακόν
εστιατόριον -ψησταριά της πόλεως Θεσσαλονίκης με έτος ιδρύσεως 1960 / «της
ρίχνω» ένα ολόκληρο έτος αλλά είναι «παλιοσειρά» μου!). Με τον Αλέξανδρο
συνάντηση για κρασί και φαΐ με μέτρο. Μαζί μας κι ο Στέργιος άνθρωπος πράος και
αγαθός εκ των ιδιοκτητών και χορηγός του δείπνου. Συγκαθιστούς δεν ψάλαμε,
επιτραπέζια άσματα δεν πέμψαμε (πού όρεξη για τέτοια...).
Κοιτάζοντας τον τοίχο, κεκοσμημένο με τις ζωγραφιές του Γιάννη Ζήκα (1945-2008), ζωγράφου και ποιητού, μαγεύτηκα ξανά απο τα πολύχρωμα, ουσιαστικώς ανύπαρκτα ή φαντασιακά και μαζί πανηγυριώτικα, πουλιά του -εκείνα τα καθεστωτικά του δικού του Παραδείσου- κι έφερα στο νου και πάλι τους σπαρακτικούς του στίχους:
Αργήσατε
φίλοι αργήσατε
ξεθάψαν τα πουλιά τα κόκκαλά μου
τα πλύνανε με δάκρυα και φιλιά
τα ράντισαν με κρασί
και τ΄ακουμπήσανε απαλά στα σύννεφα
να νιώσουνε το χέρι του ήλιου.
ξεθάψαν τα πουλιά τα κόκκαλά μου
τα πλύνανε με δάκρυα και φιλιά
τα ράντισαν με κρασί
και τ΄ακουμπήσανε απαλά στα σύννεφα
να νιώσουνε το χέρι του ήλιου.
Αργήσατε φίλοι αργήσατε
πού θα βρεθούμε να μιλήσουμε
ξανά κατάπληκτοι την γλώσσα
των πουλιών για άλλη μια
φορά έξω και μέσα στην φθορά
αείζωοι κι ακέραιοι σαν
άγρια περιστέρια.*
*Γιάννης Ζήκας 1945-2008 ,΄΄φύλλο και φτερό΄΄ Ποιήματα, εκδ. Μυγδονία.
Ο
Γιάννης Ζήκας, ύστερα από μια σύντομη ανάπαυση επί τριετία στο αφιλόξενο
"Κοιμητήριον της Αναστάσεως του Κυρίου" -το περίλαμπρο και
δυσβάστακτο για τα κανονικά βαλάντια των ανθρώπων για φιλοξενία επί μακρόν-,
οδηγήθηκε για αλλού από τον φίλο του Αλέξανδρο. Μαζί πήγαν οδικώς στην
Ουρανούπολη και ύστερα από το απαγορευτικό σήμα απόπλου για τη Δάφνη
επέστρεψαν ξανά πίσω. Συγκατοίκησε λίγον καιρό μαζί του στη Θεσσαλονίκη από το
διαμέρισμα κοιτάζοντας ξανά το Θερμαϊκό να αστράφτει με το φώς, να χάνεται στις
ομίχλες, να καίγεται κάθε Δύση.
Τώρα
μας θυμάται ίσως και μας οικτίρει από κάποιο ...ράφι του ταπεινού οστεοφυλακίου
της Μονής Ιβήρων στον Άθω. Οπωσδήποτε συντροφεύουν στο ημίφως τη γαλήνη του,
κελαηδήματα πουλιών που πέταξαν μέσα από τα χέρια του κατά μυριάδες...
Πίσω
μένουν οι φίλοι. Ορφανεμένοι.
Στέργιος Κωνσταντζίκης κιαι Αλέξανδρος Κοσματόπουλος.