Ένα δικό μου κείμενο* για την έκθεση ζωγραφικής του Βαγγέλη Ρήνα Πνοή,
που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Τέχνης Σκουφά στην
Αθήνα 3/4-3/5/2025)
Μου
είπες·
Να
υπάρχεις με λεπτές απαλές γραμμές,
Μέσα σε
έναν κόσμο πολύ σκληρό.
Μετά
έκαψες το δάσος
και μου
έδωσες κάρβουνα να σχεδιάσω το κορμί σου.
Βαγγέλης
Ρήνας
Κάποια μέρα ανοιξιάτικη, μάς λέει
ο καλλιτέχνης, μια νεανική συντροφιά, τρεις νεαρές χορεύτριες, η Δάφνη, η Σοφία
και η Μυρτώ, ένας ζωγράφος κι ένας συνθέτης, μπαίνουν στο Βασιλικό δάσος
Τατοΐου. Η μέθη της μέρας με τη ζωηρή επιδραστικότητα της φύσης που έχει αναγεννηθεί
και η αναπτυγμένη οικειότητα μεταξύ των γυναικών της ομάδας, κάμπτουν
ενδοιασμούς και επιφυλάξεις, ξετυλίγουν συναισθήματα και συμπεριφορές απελευθερώνοντας
τα σώματα. Οι γυναίκες αγκαλιάζονται, χορεύουν, αγγίζονται, φιλιούνται, διασκεδάζουν μέσα σε στροβιλώδη έξαψη, μέσα σε
μιαν αγαπητική, σχεδόν ερωτική, δίνη και ύστερα από ώρα αποκοιμιούνται.
Ο ζωγράφος και ο μουσικός αναλαμβάνουν
δράση. Έχουν εργασθεί στο παρελθόν με τις τρεις χορεύτριες, όμως αυτό που διαδραματίζεται
τώρα το αντικρίζουν για πρώτη φορά. Οι νεαρές γυναίκες, ύστερα από ώρα, μοιάζουν
να κοιμούνται αποκαμωμένες, το μάτι συλλαμβάνει την ομορφιά και, στο περίτεχνο σχέδιο,
με κάρβουνο ή μαύρο μολύβι, απαθανατίζονται κατά μόνας ή σαν σπερμικά δικοτυλίδονα,
ηδονικά κορμικά συμπλέγματα. Η μουσική, που δεν παίζεται όμως ακούγεται, διαποτίζει
κάθε χρώμα, κάθε κίνηση, κάθε νεύμα, κάθε αναστεναγμό, κάθε σιγανή ή γρήγορη
καιόμενη ανάσα, κάθε σκίρτημα του ύπνου. Είναι η μουσική σύνθεση που, τις
στιγμές αυτές, συλλαμβάνει ο μουσικός της παρέας και αποτίθεται πάνω στους
καμβάδες του ζωγράφου κάτω από διαδοχικές στρώσεις χρωμάτων. Έτσι, οι πίνακες
που προκύπτουν αποκτούν και τη μουσική τους.

Όμως, κοιμούνται οι θυγατέρες της
Άνοιξης; Σε κάποιο έργο η θέση του σώματος και το χέρι της μιας γυναίκας κρέμεται
έξω από μια διάφανη στο αίθριο αιώρα ή κλίνη, θυμίζοντάς μας τη δολοφονία του
Μαρά στο λουτρό που επισυνέβη από το χέρι γυναίκας και έχει αναπαρασταθεί από
τον Ζακ-Λουί Νταβίντ.
Πιο κει, κοντά στο κατερειπωμένο και εγκαταλειμμένο
Βασιλικό κτήμα, μέσα σε φρικτή παραμέληση και εκδικητική ερήμωση, τάφοι βασιλέων
και βασιλισσών, πριγκήπων και πριγκιπισσών. Σκύλοι αδέσποτοι περιφέρονται ανάμεσα,
ίσκιοι μέλανες πλακώνουν υποβλητικά το μέρος, πυκνή άγρια βλάστηση μαζί με τα
σημάδια του σιωπηλού ρήτορος χρόνου
παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Μαυρίζουν τα πεντελικά μάρμαρα των μικρών τύμβων κρύβοντας
ονόματα, επιγραφές, χρονολογίες και επιγράμματα. Ανάμεσά τους ρημάζει και ο τάφος
της Μαρίας Βοναπάρτη, συζύγου Πρίγκηπος Γεωργίου, έκπτωτου αρμοστή της τουρκοκρατούμενης
Κρήτης στις αρχές του εικοστού αιώνα:
Κι εσύ, θείο Τέλος, που όλα επιστρέφουν
σε σένα και σβήνουν μέσα σου
Δέξου τα τέκνα σου στην έναστρη αγκαλιά
σου,
Απάλλαξέ μας από τον χρόνο, το
πλήθος και τον χώρο,
Και πρόσφερέ μας τη γαλήνη που η
ζωή διασάλευσε...**

Η Μαρία Βοναπάρτη (1882-1962), με
το ψευδώνυμο Α. Ε. Ναρτζανί, έγραψε, τον Απρίλιο του 1924, στο περιοδικό
Bruxelles-Médical, το άρθρο με τίτλο «Σκέψεις γύρω από τα ανατομικά αίτια της ψυχρότητας
στη γυναίκα». Συντρόφεψε, προς το τέλος της ζωής του, τον Σίγκμουντ Φρόιντ, ως μαθήτρια, αναλυόμενη και ερωμένη, υπέβαλε
τον εαυτό της στην, αυτοθυσιαστική και καταγγελτική μαζί, κλειτοριδεκτομή,
προτού ξεκινήσει ψυχανάλυση, ενώ εξομολογήθηκε στα κείμενά της ότι «αποτελεί
μέλος μιας οικογένειας Κορσικανών δολοφόνων» και πως «αγάπησε τους δολοφόνους».
Πώς να ξεχάσει τον πρώτο της έρωτα, έναν δολοφόνο που ζει στην παρανομία αλλά
εγκαθίσταται στο πατρικό της ή τον στρατηλάτη και αυτοκράτορα Μέγα προγονό της
(έναν «εμβληματικό δολοφόνο»); Ή τον παππού της που είχε δολοφονήσει κάποιον αξιωματικό
της παπικής φρουράς; Ο Ρολάνδος Βοναπάρτης, ο πατέρας της, έχει πάντοτε στη βιβλιοθήκη
του το κρανίο της εικοσιπεντάχρονης Σαρλότ
Κορντέ που αποκεφαλίστηκε για τη δολοφονία του Μαρά. Από την κουστωδία των
δολοφόνων που συνοδεύουν τη ζωή της δεν εξαιρεί ούτε τον ίδιο της τον εαυτό αφού
η μητέρα της, που πέθανε πάνω στη δική της γέννα, άφησε έναν ψίθυρο που ή Μαρία άκουγε διακριτά ή τουλάχιστον
νόμιζε πως άκουγε: Ήταν πάντοτε «εκείνη που δολοφόνησε τη μητέρα της!». Υπήρξε
η ιδρύτρια της ψυχαναλυτικής σχολής του Παρισιού. Γλίτωσε τον Φρόιντ από τους
Ναζί, φυγαδεύοντάς τον από την Βιέννη στο Λονδίνο, ενώ διέσωσε και δημοσίευσε
την αλληλογραφία του με τον γιατρό Βίλχεμ Φλις συνομιλητή του Φρόιντ σχετικά με
το ζήτημα των νευρώσεων***.

Καιρός των δολοφόνων, καιρός των γυναικοκτονιών
και η ποιητική παρέα των Αθηνών με τους εκπροσώπους των εικαστικών τεχνών, του
δράματος, της μουσικής και του χορού ξεχύνεται στο δάσος. Το ζωγραφικό αποτέλεσμα
συγκλονιστικά εκφραστικό και υποβλητικό: Στο κέντρο σχεδόν του κάθε πίνακα χρώματα
και θάλλουσα ζωή που λυτρώνονται από τον
ύπνο ή την ερωτική έκσταση των γυναικείων κορμιών, γυμνών ή ημίγυμνων. Μέσα
στη λευκότητα του καμβά, άψογα διατηρημένο, προβάλλει διακριτά το σχέδιο με
κάρβουνο, αρνούμενο κάθε άλλο χρώμα και δίνοντας όψη άυλη στις μορφές ή τα μέλη.
Στήθος, χέρι, ένας μηρός, μια διπλωμένη με χάρη ράχη, ένα πρόσωπο… H καλλιτεχνική «διακειμενικότητα»
(γιατί καμμιά τέχνη δεν έχει παρθενογένεση) μάς επιτρέπει να δούμε σε κάποιο
στιγμιότυπο των απεικονίσεων που προκύπτουν μια συνομιλία με τον πίνακα του
Γκουστάβ Γκορμπέ (που τελευταίος ιδιοκτήτης του ήταν ο Ζακ Λακάν) «Η προέλευση
του κόσμου», όπως τον συναντάμε στο Musée d'Orsay του Παρισιού.
Βλέμμα ηδονοβλεπτικό και κρύφιο,
πίσω από χαυνωτικά παραπετάσματα και την αχλή της μέρας, λες και ξεπηδoύν από τις σελίδες ενός «Μεγάλου
Ανατολικού» οι εικόνες, όχι εν πλω τούτη τη φορά μα στο πλαίσιο μιας αθώας,
απροσχημάτιστης, ασύνειδης σχεδόν, απόδρασης σε κάποιο φρικτά απαξιωμένο μέρος
που έχει κατακτηθεί από την Άνοιξη.
Μήπως όμως έχουμε να κάνουμε εδώ με
επιτύμβιες πλάκες και επιγράμματα ζωγραφιστά δίχως λόγια; Ο Ταρκόφσκι θέλησε να
γυρίσει στην τελευταία του ταινία, τη «Θυσία», τη σκηνή της καταστροφής (μια έκρηξη
βόμβας μέσα στην πόλη με την αγεληδόν
φυγή του κόσμου και την ερήμωση που παγωμένα την παρακολουθεί ο φακός)
στο μετρό της Στοκχόλμης. Αργότερα εξομολογήθηκε πως είχε διαλέξει εκείνο το
μέρος, λέγοντας: «Ορισμένοι τόποι είναι φτιαγμένοι μονάχα για καταστροφές». Στο
μέρος εκείνο ακριβώς δολοφονήθηκε αργότερα στον απογευματινό του περίπατο
ο Σουηδός Προέδρος Ούλωφ Πάλμε. Ο δράστης
διέφυγε ακριβώς από το σημείο όπου έτρεχαν να διασωθούν οι άνθρωποι στην ταινία…

Το δάσος Τατοΐου είχε καεί τέσσερα
χρόνια προτού δημιουργηθεί η σειρά αυτών των ζωγραφικών έργων. Λένε πως το χέρι
του καλλιτέχνη το καθοδηγεί ο ίδιος ο Θεός και το ταλέντο. Ας λογαριάζουμε σ’ αυτό
μέσα και το υποσυνείδητο, το σκοτεινό και φωτεινό μαζί, το βουβό και έγκλειστο
μάγμα: Μερικά χρόνια πιο πριν, δυο φορές παραδομένο στη φωτιά, έχανε ο Βαγγέλης
Ρήνας το κτήμα που είχε ονειρευτεί στην Βαρυμπόμπη με το εργαστήρι του, με περιβόλι,
με κλήματα, με βότανα και άνθη, χώρο για τον ίδιο και τους δικούς του, για ποιητικά
συμπόσια και φίλιες συναντήσεις. Ακόμα πιο πριν υπήρξε το τραύμα της φωτιάς στους
Γλαρέδες της Ικαρίας με τα έξι θύματα…
Τώρα, μετά την καταστροφική φωτιά, η αυθόρμητη,
υποσυνείδητη και αυτοματική ανασύνταξη. Σ’ ένα δάσος που υποδέχεται την Άνοιξη
και με το πένθος βουβό για την ανθρώπινη εγγύτητα, στην πιο φιλοσοφική, την πιο
ερωτική, την πλέον ποιητική και θρησκευτική εκδήλωση της αγάπης: τον
εναγκαλισμό, την απελευθερωμένη περίπτυξη που έλειψε στον καιρό των δολοφόνων, τον
καιρό της ατιμώρητης γυναικοκοτονίας, του εγκλεισμού, της αποξένωσης, της
νευρωτικής αποπροσωποίησης των ανθρώπων. Ο κάθε πίνακας, με τρόπο φυγόκεντρο, οδηγεί
από το χρώμα προς την περιφέρεια, στο σχέδιο με κάρβουνο (πένθος μαζί και μνήμη
ακέραια και αναστάσιμη). Μπορεί όμως κι αντίδρομα, με τρόπο κεντρομόλο, από το
σκοτάδι στην ελπίδα και τη ζωή. Όπως και να το δει κανείς τί έξω από τον αέναο κύκλο
της ζωής μπορεί να είναι αυτά;
Στραβινσκικής επιρροής χαμηλόφωνη
υπόκρουση μπαλέτου ίσως είναι αυτό που ακούγεται. Αναρριπίσματα διάφανων πέπλων
σε μια καινούργια «Ιεροτελεστία της Άνοιξης».
Αναγέννηση και κάθοδος στον Άδη μαζί: Περσεφόνη και Διόνυσος. Στη χορογραφία, πυρετική
αρχή της γιορτής και άνοιγμα του δρόμου της πομπής. Λιτάνευση εικόνων γυναικών
που αποκοιμιούνται γέρνοντας αποκαμωμένες η μια στην αγκαλιά της άλλης. Νοσταλγία
ενός χαμένου Παραδείσου τα έργα αυτά του Βαγγέλη Ρήνα. Πόθος για την ερωτική
και ανακουφιστική ανθρώπινη αγκαλιά που έλειψε από τις ζωές μας, ξαφνικά και με
τον πιο άγριο τρόπο. Εικόνες γυναικών μέσα σ’ ένα δάσος που προσπαθεί να
ξαναγεννηθεί στις παρυφές της Αθήνας.
ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὁ χῶρος
ἐσκίαστ᾽, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
κῶμα κατέρρει****
ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2025
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Σιμώστε,
ροδοβράχιονες, ιερές Χάριτες, κόρες του Δία. [Σαπφώ. Μετάφραση: Ι. Ν.
Καζάζης].
** Στερνή θέληση της Μαρίας
Βοναπάρτη, οι χαραγμένοι
στίχοι πάνω στον τάφο της από το «Dies Irae» (Μέρες οργής) του Leconte
De Lisl.
*** Στην Ελλάδα «αγνοείται» η
σπουδαία και πολυγραφότατη γυναίκα. Η Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρία
μίλησε για αυτήν σαράντα χρόνια μετά το θάνατό της –
κατά τη δεκαετία του 2010. Ευτυχώς, μίλησε νωρίτερα γι’ αυτήν ο Ανδρέας
Εμπειρίκος («μαθητής» και
συνεργάτης).
**** εδώ νερά κατάκρυα μες στα κλώνια
κελαηδούν· από τα ρόδα ο τόπος
ολόσκιωτος· βαθύ τον ύπνο ρίχνουν
τα φύλλα, ως σειούνται.
[Σαπφώ. Μετάφραση: Ι. Ν.
Καζάζης].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μαρία Βοναπάρτη, Ταύτιση Κόρης και
πεθαμένης μητέρας, Πρόλογος Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδόσεις Άγρα, 2003.
Αλίξ Λεμέλ, Οι διακόσιες κλειτορίδες
της Μαρίας Βοναπάρτη, εκδόσεις Πατάκη 2010.
Θανάσης Τζαβάρας, Η νεαρή Ελληνική
Ψυχανάλυση συναντά τη Μαρία Βοναπάρτη, στο συλλογικό: «Μαρία Βοναπάρτη-Πρόσωπο της Ιστορίας και
της Ψυχανάλυσης», 2η έκδοση, Κέδρος 2006.
*Το κείμενο περιλαμβάνεται στον εντυπωσιακό 132σέλιδο κατάλογο της έκθεσης που διανεμήθηκε δωρεάν στους επισκέπτες.