Από τα ψάρια, όπως είναι γνωστόν τοις πάσι, αυτά που πετούν είναι τα χελιδονόψαρα (καπόνια). Σε χαμηλό βέβαια ύψος, σε ικανό όμως μήκος. Και τα δελφίνια και άλλα μεγαλύτερα ακόμη κήτη, υψώνονται μεγαλοπρεπώς πάνω από την επιφάνεια των ωκεανών και ξαναπέφτουν θορυβωδώς, στα βάθη κυλώντας της γαλάζιας αβύσσου. Οι σολομοί επίσης ανεβαίνουν —χωρίς όμως να πετούν— καταρράκτες. Προχωρούν αντίθετα από τον ρου των ποταμών ταξιδεύοντας από τον ωκεανό προς τις πηγές. Εξασθενημένοι φτάνουν εκεί, γεννούν και πεθαίνουν.
Με τις σαρδέλες πρόσεξα ότι συμβαίνει τελευταία μια ραγδαία μεταμόρφωση: Πετούν κι αυτές!
Στο χωριό, στη δεκαετία του ’70 —όχι και πολύ φρέσκιες ομολογουμένως λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών μεταφοράς τους— εκείνα τα χρόνια μας τις έφερνε, με το τρίκυκλό του, ο μακαρίτης ο Χατζημπεριάδης ιχθυοπώλης πλανόδιος από τη Χρούπιστα πατέρας της συμμαθήτριάς μου Βαρβάρας. Τις κάναμε τηγανητές αλευρωμένες. Δεν θυμάμαι κανέναν να τις κάνει ψητές τότε. Το κρέας εμείς τα ψαροκόκαλα οι γάτες. Κι όλοι ευχαριστημένοι και χορτάτοι.
Όσο περνούν τα χρόνια και με τη χάρη των καρδιολόγων, που παινεύουν τα πολύτιμα ωμέγα λιπαρά της σαρδέλας, αυτή έγινε δημοφιλές super food (η λέξη κόβει την όρεξη και στον πιο βολικό άνθρωπο…). Τελευταία όμως, με τον σχεδόν τέλειο αποκλεισμό των Ελλήνων από τις καλοκαιρινές διακοπές, που ο καλός Θεός φυλάγει για τον εργαζόμενο άνθρωπο, έγιναν περιζήτητες και ακόμα πιο δημοφιλείς αφού τα άλλα ανώτερα («πρωτοδεύτερα») ψάρια έγιναν απλησίαστα εις τα θέρετρα.
Νόμος της προσφοράς και ζήτησης και ο (καλότατος!) ψαράς μου πριν ένα μήνα το περσινό 8 ευρώ το κιλό το ’κανε 10 και σύντομα 12. Και προοιωνίστηκε το 15 που μια χαρά έγινε πραγματικότητα την περασμένη βδομάδα. Σήμερα, άκουσα, είδα και πλήρωσα, 17 και πριν προλάβω να πω κιχ λίγο πιο πέρα, έξω από την, τσουχτερή εις το μη περαιτέρω, «αγορά των βιολογικών», ο άλλος τις είχε πάει 18. Πετάει λοιπόν η σαρδέλα...
Και πώς να μη θυμηθώ τώρα τον μακαρίτη τον Μίμη Σουλιώτη και το μερακλίδικο ποίημά του «Σαρδελών ανάβαση»;
M’ ένα τσίπουρο στο χέρι, παλαιωμένο, παραγωγής του φίλου Ανδρέα Βιτούλα, «εις μνήμην Μίμη!» και «εις υγείαν Ανδρέα!» λέω και εύχομαι, ενδομύχως και ολοθέρμως, άμποτε να βγάλουμε κι εμείς φτερά να μπορούμε να κυνηγάμε τις σαρδέλες των ιχθυοπωλείων που πετούν. Δυνατά απευχόμενος το (επαπειλούμενο...) «ιχθύων απέχεσθαι»...
Μίμης Σουλιώτης
Σαρδελών ανάβαση
Στα βορειοδυτικά της επικράτειας του Φιλίππου, όπου
διαμένω
μονιμότερα από προσωρινά, στη χαραδρούπολη που πλαντά-
ζει από σινιάκι κι από χιόνι,
χιλιόμετρα μακριά απ’ όλες τις θάλασσες, αλλά κοντά στο
Μοναστήρι,
έχωσα τη μύτη μου στις είκοσι έξι τέλειες σαρδέλες
που άστραφταν στο τάπερ της γυναίκας μου
ερήμην της∙ και με λαρύγγι στερημένο από ιώδιο και κίνδυνο
για βρογχοκήλη,
«Θάλαττα! Θάλαττα!» αναστέναζα ειλικρινά∙
και τις άπλωσα πάνω στη μασίνα
για να τις μύριζα καθώς θα ψήνονταν και θα θόλωνε η γυαλά-
δα τους:
οχτακόσια μέτρα ψηλότερα από την επιφάνεια του Αιγαίου,
κουτσοπίνοντας να παραμιλάω μασουλώντας τες.
Βαθιά επιφάνεια (1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.