Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

"Φιδόχορτο" εναντίον λήθης...








Παρουσίαση του βιβλίου με διηγήματα του Στάθη Κοψαχείλη "Η δρακοντιά" -εκδόσεις "Μελάνι", 2015.
[ 19 Μαρτίου 2016, Λιτόχωρο, Αίθουσα εκδηλώσεων 1ου Δημ. Σχολείου ]
Για το βιβλίο και τον Στάθη μίλησαν οι συγγραφείς Ηλίας Κουτσούκος & Γιάννης Ατζακάς καθώς κι εγώ. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την δική μου συμμετοχή στην εκδήλωση":


                  
Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας! 

Ξεκινώ με την μνημειώδη και αποφθεγματική φράση από την αλληλογραφία, του συναδέλφου μας εμένα και του Στάθη, του ρώσου γιατρού Άντον Τσέχωφ: 

 «Είναι πιο εύκολο να γράψεις για τον Σωκράτη 
                              απ’ ότι για μια δεσποινίδα ή μια μαγείρισσα». 

 O Στάθης Κοψαχείλης, μέσα από τα motto των δυο συλλογών με διηγήματα που έχει ως τα τώρα τυπώσει, μας δηλώνει τα εξής σύντομα και σαφή. Στην μεν πρώτη του συλλογή τα «Παραμιλητά»:

  Με τους λυπημένους.  

Πρόκειται για έναν στίχο του πρόωρα χαμένου ποιητή Χρήστου Μπράβου- που δηλώνει ροπή, στάση ζωής, τέλος πάντων μια αναφανδόν συμπαράταξη με τον κόσμο του πένθους, της απώλειας, της λύπης. Στην πρόσφατη συλλογή, (τη «δρακοντιά»): 

Ω, ας ήμην βοσκός εις τα όρη.

Mιά ευκτική και συγκλονιστικά αφοπλιστική, μέσα στην υποτιθέμενη αφέλεια ή απλοϊκότητά της, φράση του υμνωδού των ταπεινών Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από το «Όνειρο στο κύμα». Ο Παπαδιαμάντης κι ο Στάθης Κοψαχείλης ουδέποτε υπήρξαν απ’ ότι  είμαι σε θέση να γνωρίζω βοσκοί, γνώρισαν όμως κι οι δυο την αγροτική ζωή και την ζωή των ξωμάχων εκ των ένδον. Μάλιστα κι οι δυο τους μάζεψαν ελίτσες «χαμάδες» ο μεν Παπαδιαμάντης στα στερνά του σαν γύρισε από την Αθήνα στη Σκιάθο, για να βιοπορίζεται και να βοηθά τις αδερφές του στα λιοστάσια, κι ο δεύτερος όταν ήταν παιδί σε κάποιες πλαγιές στο Λιτόχωρο μαζί με τον πατέρα του, αυτό το παντοτινό «ενθύμιον λύπης». Αργότερα, «για τα πεθαμένα τους», έκαμνε τις ελίτσες «τσακιστές» και τις έτρωγε «εις μνήμην». Οι δυο αυτές σύντομες  φράσεις θεωρώ πως αποτελούν και το κλειδί για την  προσέγγιση στον κόσμο του συγγραφέα.

Ο συγγραφέας στο πατρικό του σπίτι . Δίπλα του πίνακας του Β. Ιθακήσιου
Μετρώ την τυπωμένη συγκομιδή σχεδόν τριάντα χρόνων του Στάθη Κοψαχείλη. Εικοσιοκτώ συνολικά, μικρής σχετικά έκτασης, διηγήματα. Τα πρώτα δεκάξι από αυτά χρειάστηκε να περιμένουν πάνω από είκοσι χρόνια για να τυπωθούν σε αυτόνομη έκδοση. Όσα από αυτά δεν είχαν προδημοσιευτεί στο, σπουδαίας ποιότητας, περιοδικό «Παραμιλητό» που εκδίδονταν στον Πειραιά από το 1988 μέχρι το 1993 και χάρισε τον τίτλο στην πρώτη συλλογή διηγημάτων, ή και σε άλλα νεότερα λογοτεχνικά έντυπα, παρέμεναν στο συρτάρι του πειθαρχημένου και τελειομανούς συγγραφέα. Υπομονετικά, πρόθυμα σε ξανακοίταγμα, δεκτικά σε στοργικά μερεμέτια, σε αλλαγές και δέουσες περιποιήσεις, φαντάζομαι κάποτε πολύ σκληρές και βάναυσες, σαν τα αλύπητα κλαδέματα στα κλήματα, στα οπωροφόρα δέντρα ή τις ελιές… Επίτηδες  συγκρίνω εδώ την μεθοδική φροντίδα των κειμένων εκ μέρους του συγγραφέα, με τις γεωπονικές ενασχολήσεις ανθρώπων της υπαίθρου.

Στη συλλογή «Η δρακοντιά» περιλαμβάνονται 12 διηγήματα. Πέντε από αυτά είχαν προδημοσιευτεί στο διάστημα 2012-14 σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ενώ «Ο τσουτσουλιάνος» διαβάστηκε από το συγγραφέα σε εκδήλωση του Δήμου Καλαμαριάς τον Σεπτέμβριο του 2014. Τα υπόλοιπα ήταν αδημοσίευτα και τα διαβάσαμε πρώτη φορά σ’ αυτή την έκδοση.


Τα διηγήματα του Κοψαχείλη χαρακτηρίζονται από ακριβολογία, δωρική απλότητα και υποδειγματική κομψότητα. Ο αφηγηματικός τρόπος του συγγραφέα, με τις αρκούντως επεξηγηματικές φράσεις, υποβάλει και παρακινεί αβίαστα τον αναγνώστη σε συμμετοχή και συμπόρευση με το μύθο. Στην πλειονότητα των διηγημάτων η διήγηση ξεκινά σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής σαν μάρτυρας ή και συμμέτοχος στην εξέλιξη της ιστορίας -συχνά μοιάζει να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας- αναφέρεται σε παροντικό χρόνο σε κάποιο γεγονός που κατορθώνει να αφυπνίσει και να φωτίσει μιαν εικόνα, εντύπωση ή μνημονική εμπειρία. Μερικές φορές η αφήγηση εξελίσσεται και στο τρίτο πρόσωπο. Για τις ανάγκες της πιο πειστικής τεκμηρίωσης των ιστοριών χρησιμοποιούνται πλούσια πραγματολογικά στοιχεία, ιδιωματικές λέξεις, πληθώρα τοπωνυμίων της περιοχής του Λιτοχώρου ή της γύρω περιοχής, επινοημένα ή αληθινά παρανόμια*,  ονόματα φυτών κλπ. 

Ο Όλυμπος από το Λιτόχωρο-στο πατρικό σπίτι του συγγραφέα.

Στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των διηγημάτων συντελούν η περιγραφική δεινότητα, η υποδειγματική ισορροπία του κειμένου, χωρίς γλωσσικές ακροβασίες και εκζητήσεις,  η νοηματική και χρωματική ευταξία, ο μετριασμός και διαχείριση της έντασης, η οργάνωση του υλικού και η καθοδήγηση του μύθου που θα συν-κινήσει χωρίς άλματα ή χασμωδίες που μπορούν να προκαλέσουν αμηχανία ή να αφήσουν μετέωρο το κείμενο και τον αναγνώστη απορημένο. Πρόκειται για μια κατάσταση σαν κι αυτήν που συναντάμε στο ψηφιδωτό. Μια τέχνη καθόλου άγνωστη στον Στάθη Κοψαχείλη. Τα διηγήματα στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από την χαμηλόφωνη ένταση και τον υποβλητικό ρυθμό.  Οι συχνά σπαρακτικές -και που ποτέ δεν γίνονται  μελοδραματικές- ιστορίες του Κοψαχείλη σαν κεντημένες, στέρεες, πειστικές, με φυσιολογική και αβίαστη κλιμάκωση. Διόλου δεν παραλείπεται το λυτρωτικό επαρχιακό χιούμορ, που αφήνει κάποτε να διαγράφεται κάποιο υπομειδίαμα στο πρόσωπο του αναγνώστη. Μιλώ για το γλυκόπικρο εκείνο συνακόλουθο της «χαρμολύπης»… 


Ο Κοψαχείλης μας διηγείται, όπως και ο Πιερ Μισόν στους «Βίους ελάσσονες», ιστορίες ανθρώπων. Τα πάθη τους, τα βάσανά τους, τη σκληρή τους κι αδυσώπητη συχνά  μοίρα. Μέσα στον καμβά της επαρχιακής ζωής αφήνεται να ξαναζήσει ένας κόσμος που δεν υπάρχει πια. Που συχνά εγκαταβιεί στη μνήμη [και διόλου βέβαια ανώδυνα…]. Σαν εφιάλτης και φόβος, σαν αιμάτινη ρωγμή, σαν απωθημένη ανάμνηση και τραύμα. Ανάμεσα στις μικρές βιογραφίες-κάδρα των ηρώων του ο συγγραφέας παραθέτει άλλοτε ανεξάρτητες κι άλλοτε συνυφασμένες στερρά στο φόντο ιστορίες ζώων που έχουν δέσει τη μοίρα τους με τη μοίρα των ανθρώπων.

Στα διηγήματα έχουν συχνά ενσωματωθεί αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία -ή που τουλάχιστον μας παρουσιάζονται ως τέτοια- όμως  οι ιστορίες διόλου δεν τελούν σε καθεστώς πιστής επαγωγής με την πραγματικότητα. Ο Ουμπέρτο Έκο μας θυμίζει κάπου αυτό που ο Πωλ Βαλερύ έλεγε «είμαι  σε κάθε στιγμή ένα τεράστιο συμβάν αναμνήσεων». Αυτό μας ξαναλέει πως δεν υπάρχει συγγραφική τέχνη χωρίς μνήμη και άρα χωρίς αυτοβιογραφικά συστατικά. Ο Κοψαχείλης χειρίζεται το υλικό του με τέτοιον τρόπο και συνθέτει τις ιστορίες του ώστε να μοιάζουν μ’ ένα είδος μαρτυρίας, εξομολόγησης, αυτοψίας. Ωστόσο η μυθοπλασία βρίσκεται πανταχού παρούσα και η ευρηματική σύνδεση μύθου και ιστορικής πραγματικότητας φανερώνεται σε όλα τα διηγήματα.
Συχνά εξαιρετικής ακρίβειας -από έμπειρο, ευαίσθητο και σχολαστικό μάτι- παρατηρήσεις της φύσης δίνουν αφορμές για να κατασκευαστούν αριστουργηματικά υπαινικτικές ιστορίες. Θυμίζω εδώ την σπουδαία «δρακοντιά» που χάρισε και τον τίτλο στη συλλογή.  

Άνθρωποι τυραννισμένοι, ταπεινοί, φτωχοί. Ιδιόρρυθμοι, αλαφροΐσκιωτοι, κατατρεγμένοι, παραβατικοί χαρακτήρες, αλλόκοτοι,  αποσυνάγωγοι, πρόσωπα συχνά με ιδιότητες σαλών, που διάγουν μονήρη βίο σαν ερημοπούλια στην ασφυκτικά κλειστή αγκαλιά της επαρχίας. Κι από κοντά:  Ζώα οικόσιτα αλλά και άγρια που εξημερώθηκαν ή συμπτωματικά μόνιασαν με τους ανθρώπους, ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη τους μοίρα. Ζουν και πεθαίνουν συχνά μ’ έναν θάνατο αγωνιώδη, άδικο και μαρτυρικό [ όπως ο κάβουρας στο διήγημα  «Η δρακοντιά», η κουρούνα στο «Άσπονδοι εχθροί», το άλογο στο «Μόνο ένα παγούρι», η οχιά στο «αυγό» κι ο πετρωτός κόκορας στο «σφαχτό»]. Άλλα βασανίζονται εξ αιτίας της ιδεοληψίας ή των προκαταλήψεων των ανθρώπων [όπως το γαϊδούρι του Μίρκου Σπιώτη στο «Χάθηκε η κλήρα του»] κι άλλα μετέχουν σαν σιωπηλοί θεατές όπως η απόμακρη και μυστηριώδης γάτα που κρατά καλά το κλειδί των νόμων των συμπτώσεων και των μεγάλων φόβων στο διήγημα «Πριν σαραντίσει».

 Ο Κοψαχείλης έρχεται για να προσφέρει δικαίωση στους αφανείς, τους λυπημένους, τους ταπεινούς, τους λοιδωρημένους, τους ηττημένους. Το «ουαί τοις ηττημένοις» -και στη μορφή που αυτό έλαβε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα- τον στοιχειώνει. Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας σαρώνει δημιουργικά το υλικό της μνήμης και οργανώνει με κατάλληλο τρόπο την θεματική του. Μέσα από τις σύντομες ιστορίες του αναδεικνύει κι έναν άλλο ρόλο της λογοτεχνίας καθώς μοιάζει να θέλει να αποδώσει μια αναδρομική δικαιοσύνη, να συμπαραταχθεί και να μεροληπτήσει -δίχως όμως να στρατεύεται ή να προπαγανδίζει- ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να εξηγήσει, να κατανοήσει όσα έχουν συντελεστεί και αποτελούν το μικρό έπος του γενέθλιου τόπου και ιστορήθηκαν πάνω σε χαρακωμένα σαν δέντρα πρόσωπα.
Μας προσφέρει επίσης μια σοβαρή καταλογογράφηση τοπωνυμίων της περιοχής. Έτσι συναντούμε: τη Ντριστέλα, το «Νοσοκομείο», τη Ζλιάνα, το Πουρναρί, τον Αραπλάκκο, το Γουρουνοκέφαλο, τον Κόρακα, τις Κούτρες, το Μαύρο κοτρώνι,  τις Πρατόκορδες, την Μαντρινιά, τα Χαντόλια, την Πέλλα, τον Αντάρτη, τον Γομαρά, τη Μαύρη Πέτρα, τα Βαμπάκια, την Πλάκα, το Λάκκο, της Καλής την Τρύπα, του Κανέλλη το πηγάδι, το Βακούφικο, τη Ζιλνιά, την Κοφτερή Πέτρα, την Κούβαρη, τον Ουρλιά,  τον Ξυλιά, την Καναπίτσα, το Παπά Ρέμα κλπ. Κάποια κύρια ονόματα ανθρώπων ή παρατσούκλια που μοιάζουν πραγματικά όμως τα πιο πολλά μάλλον αποτελούν προϊόν συγγραφικής επινόησης: ο Κολιός, ο Βάιος Παλιούρας, ο Κόρακας, ο Παγάνας, ο Τάκης ο Σχίζας, ο Ξάπλας, ο Σούλης το φου, ο Μίχος Μιχολιός, ο κύριος Ηετίων, ο Κώστας Δέρβος, ο Αποστόλης Βαρθαλαμής, ο Ποτούλας, ο Γούλης Καλαμπούκας, ο Ζήνος το σφαχτό και άλλοι...


Τα διηγήματα του συντίθενται με αφορμή τον τόπο και την πρόσφατη ιστορία του καθώς και οι ανθρώπινες μορφές που μετέχουν σ’ αυτές αποτελούν οπωσδήποτε προϊόν επινόησης και μυθοπλαστικής δεινότητας. Η συγκίνηση και το δέος που αναδύονται μες από αυτά μοιάζει να γνέφουν έναν χαιρετισμό στην αντίπερα όχθη, στον κόσμο του επέκεινα…


Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος έχει γράψει στη «Συνηγορία ποιήσεως»:
«Άσπονδοι εχθροί και φίλοι κάποτε μεταξύ τους, καγχάζουν στα Ερείπια του Χρόνου, σαρκάζουν καμώνοντας τους ζωντανούς!». 
Θαρρείς και το «άσπονδοι εχθροί» του Στάθη Κοψαχείλη χτίστηκε πάνω σ’ αυτό το στίχο… Κι ύστερα πόση θαυμαστή συγγένεια μοιάζει να έχει με το περιεχόμενο των διηγημάτων που έχει αυτός μέχρι σήμερα γράψει!


 Ο Στάθης Κοψαχείλης έχει δοκιμάσει με επιτυχία στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του τις τεχνικές του «μαγικού ρεαλισμού». Αυτή τη φορά ίσως μόνον στο διήγημά του «Πριν σαραντίσει» θα μας δώσει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Στο σύνολο της τωρινής συλλογής δεσπόζει ένας ιδιότυπος ρεαλισμός τροφοδοτούμενος διαρκώς από το υλικό της απώτερης μνήμης. Τα περισσότερα διηγήματα αποπνέουν μια «σκοτεινιά» όπως σκοτεινός είναι κι ο χωρόχρονος που επαναφέρουν και διηγούνται καθώς εξελίσσονται. Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή Ελλάδα, Ελλάδα της δικτατορικής περιόδου, της μεταπολίτευσης. Στενεμένα πράγματα. Ο συγγραφέας μεγαλώνει, αντλεί και καταγράφει το υλικό του στον απόηχο των γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας και μαθαίνει από διηγήσεις, από μισόλογα κι από κλειστά στόματα ή από την παραδοξότητα που συναντά σε συμπεριφορές.  Η κατοχή, ο εμφύλιος, οι αντάρτες, οι διωγμένοι-οι διώκτες τους, [τέσσερα διηγήματα αναφέρονται σ’ αυτούς: το «Μόνο ένα παγούρι», το «Κόρακας κοράκου», το «Φοβία για τα μανιτάρια» και «Ο Τσουτσουλιάνος»]. Επήλυδες της επαρχίας, θεόφτωχοι, στερημένοι άνθρωποι. Η πανίδα του τόπου -ήμερη και άγρια- που δένεται μαζί τους. Η κλειστή κοινωνία της επαρχίας-τα πάθη των ανθρώπων. Και τα παράξενα ήθη. Τα τελετoυργικά με τις αρχαίες ρίζες, οι προκαταλήψεις, οι δυσιδαιμονίες, οι φόβοι. Και η φύση με το γεννοβόλημα, τους κύκλους ζωής και θανάτου πάνω της, την θαυμαστή και παρηγορική αειφορία της, την αγαστή συνύπαρξη του ανθρώπου μαζί της.

Το αριστουργηματικό διήγημα «Μόνο ένα παγούρι» έχει σαν προμετωπίδα το απόσπασμα που ενδεχομένως ανήκει στον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Ακομινάτο. Σ’ αυτό αναφέρεται: […] ίνα γαρ μη δούλειον ήμαρ ίδη, αυτώ γε ίππω εαυτόν από τον Ακροκόρινθον κατέβαλεν, ως μηδ’ οστούν αυτώ σώον υπολέλειφθαι.  Aπό την αρχή λοιπόν του διηγήματος γνωρίζουμε πως: μήτε κοκαλάκι δεν έμεινε από την απονενοημένη πτώση. Τίτλος και προμετωπίδα έχουν τελειώσει το διήγημα προτού αυτό αρχίσει να γράφεται και να διαβάζεται. Το 1208 ο Λέων Σγουρός, ο βυζαντινός άρχοντας του Ναυπλίου, Κορίνθου και Αττικοβοιωτίας, θέλοντας να αποφύγει την παράδοσή του, αυτοκτονεί πηδώντας έφιππος από τα τείχη στο κενό, από τον Ακροκόρινθο. Ο Γούλης Καλαμπούκας του διηγήματος ρίχνεται στο γκρεμό κάπου στον Όλυμπο μαζί με τ’ άλογό του για να γλιτώσει τη φυλακή. Ακολουθώντας ένα είδος αστυνομικής/νουάρ διαδρομής και πλοκής  ο Κοψαχείλης μας οδηγεί να διαλευκάνουμε κάτι για το oποίο ισχυρά μας προϊδεάζει. Δυο αρχικά ονόματος και μια ημερομηνία όλο κι όλο, πάνω σ’ ένα μεταλλικό παγούρι στο τέλος  του διηγήματος, λύνουν όλες τις απορίες του αναγνώστη με τρόπο που η πτώση να μοιάζει σαν να ‘χει συμβεί εκείνη μόλις την ώρα. Νιώθεις πως κρατάς το παγούρι και διαβάζεις με λύπη πάνω του το όνομα όπως σ’ ένα εγκυρότατο πιστοποιητικό θανάτου…


 Η ιστορία του εμφυλίου, όπως έχει γίνει η πρόσληψή της από τον συγγραφέα άμεσα από όσα άκουσε [ή και δεν άκουσε αλλά υποπτεύθηκε και αντιλήφθηκε], ερευνώντας τα ζωντανά ανθρώπινα απομεινάρια, που φέρουν ακόμα σημάδια πάνω τους, επανέρχεται συχνά στη θεματική των διηγημάτων και μένει σαν φόντο και  υλικό που τροφοδοτεί την εξέλιξη της κάθε ιστορίας. Στο «Φοβία για τα μανιτάρια» θεωρώ πως υπάρχει μια διακειμενική συνομιλία με εμβληματικά έργα που έχουν γραφεί από αυτόπτες συγγραφείς όπως είναι «Οι ανυπεράσπιστοι» του Δημήτρη Χατζή και «Η κάθοδος των εννέα» του Θανάση Βαλτινού. Ο Στάθης Κοψαχείλης δεν είναι φυσικά αυτόπτης μάρτυς αυτής της περιόδου είναι όμως ευήκοον ους και ευαίσθητος καταγραφέας.  Συχνά η μνήμη του, κύριος τροφοδότης της γραφής του, φανερώνει ένα είδος υπερ-προσεξίας χαρακτηριστικό πολλών νευρωσικών καταστάσεων. Θεωρώ τη νεύρωση και το άγχος σε κάποιον συγγραφέα το κατ’ εξοχήν δημιουργικό στοιχείο.

Aξίζει να σχολιαστεί η πραγματογνωσία του Στάθη Κοψαχείλη πάνω στο αντικείμενο της νευροψυχιατρικής. Είναι γνωστό -τουλάχιστον στους φίλους του- πως το ενδιαφέρον του για τις Νευροεπιστήμες είναι μεγάλο. Εξ ου και η συχνή εντρύφησή του σε αντίστοιχα βιβλία, η αγάπη του για τον Γιώργο Χειμωνά κλπ. Συχνά ο Κοψαχείλης χρησιμοποιεί ορισμένα νευρολογικά και ψυχιατρικά σύνδρομα για την κατασκευή και απόδοση ενός μύθου. Η δε περσόνα την οποία ενδύεται ο συγγραφέας στο «σφαχτό» είναι ένας ειδικευόμενος ψυχιατρικής. Στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο θα συναντήσει τον Ζήνο –«το σφαχτό» έναν απόλυτα ασυλοποιημένο ασθενή. Μια τραγική φυσιογνωμία που μέσα από τις ατραπούς της ψύχωσης προσπαθεί να εξιλεωθεί για κάποιον θάνατο  -για τον οποίον έχει ενοχοποιήσει τον εαυτό του- αποζητώντας διακαώς και την δική του θανάτωση. Το εξαιρετικό αυτό διήγημα ο Στάθης μου το ’χει αφιερώσει και με την ευκαιρία τον ευχαριστώ και δημοσίως.
Ο γέροντας Μίχος Μιχολιός έχει -κρυφή- φοβία για τα μανιτάρια. Καθώς πάσχει από άνοια η παλαιά /η απώτερη μνήμη, που όπως είναι γνωστό αποσβένεται  στα πολύ προχωρημένα στάδια της νόσου, έχει επιτρέψει σε σπαράγματα εικόνων να παριστούν εντός του αυτόν τον ακατανίκητο φόβο. Μια μάζωξη ανθρώπων στο σπίτι του θα ξαναφέρει στο προσκήνιο το φόβο αυτόν. 


Ο Κόρακας, του οποίου το πραγματικό όνομα δεν το μαθαίνουμε ποτέ στο «Κόρακας Κοράκου» (κι αυτό δέον να θεωρείται σαν ένα είδος απονομής δικαιοσύνης και μεροληψίας εκ μέρους του συγγραφέα) μια λούμπεν, ολότελα ανήθικη και σκληρή φυσιογνωμία του επαρχιακού κόσμου, χάνει τη μνήμη του στα γεράματα. Οι πράξεις του όμως μένουν απείραχτες στη μνήμη όσων βλέπουν τον εκπεσμό και το κατάντημά του. Όλοι τον θυμούνται να κλωτσά τον νεκρό αντάρτη «Λαοκράτη» στην Πλάκα… 
Επίσης άνθρωποι με κάποιου βαθμού νοητική υστέρηση κάνουν την  εμφάνισή τους όπως ο Κολιός και ο Σούλης το φου.

Στο διήγημα «χάθηκε η κλήρα του» προβάλλει ξεκάθαρα ο φροϋδικός φόβος του ευνουχισμού όπως βιώνεται στα παιδιά. Οι συγκλονιστικές  σκηνές που περιγράφονται  προκαλούν θυμηδία ή διακωμωδούνται στους εμπλεκόμενους ενήλικες υπακούοντας προφανώς στον βολικό μηχανισμό της «απώθησης».



Στο «μπαρ τα κουκλάκια» ο Κώστας Δέρβος άπειρος και αγαθός τη καρδία, ένας καθ’ όλα αποτυχημένος άνθρωπος με τα μέτρα που ορίζει η κοινωνική συνθήκη και η εποχή, προσέρχεται νύχτα στον ναό του έρωτα με μοναδικό όπλο τα …γραμμένα χαρτιά. Η κατακλείδα του διηγήματος: μια ανάλαφρη νότα πικρού μειδιάματος. Η φαιδρή όψη ενός ανθρώπινου Βατερλώ ταυτίζεται εδώ με δυο βιβλία [γραμματικής και συντακτικού] του Θετταλού παιδαγωγού Αχιλλέως Τζάρτζανου που ανασύρονται ως δώρο «στα κορίτσια του μπαρ», για να μάθουν να μιλούν σωστά τα ελληνικά…

Η  16χρονη Ζιζή -ή Ζει-ζεί;- που ...ζει μόνη στο σπίτι στο Λιτόχωρο [ κι είναι από μόνη της ένα μεγάλο διήγημα!]

Όλα τα ερωτηματικά μας δεν βρίσκουν απάντηση στα διηγήματα. Εξ άλλου «η καλή λογοτεχνία δεν δίνει τις απαντήσεις αλλά θέτει τα ερωτήματα» όπως λέει κι ο Αχιλλέας Κυριακίδης.  Στο σπουδαίο «Πριν σαραντίσει» ούτε το ποιός -ούτε και το πώς- άναψε το φως στο έρημο σπίτι αφήνεται να εννοηθεί αλλά ούτε και το ποιός το ’σβησε. Ο «Σούλης το φου» που φύσηξε κατά το συνήθειο του όταν κοντανάσαινε ή το μωρό που κι αυτό φύσηξε κατά το φως;  Ή μήπως τα μάτια της γάτας, που σαν αιγυπτιακή θεότητα παρακολουθεί τις σκηνές που εκτυλίσσονται, ήταν αυτά που ρούφηξαν και κράτησαν στο σκοτάδι τους και άλυτο για πάντα το μυστήριο πράγμα;

Μικρό σχολιασμό θα ήθελα ακόμα να κάνω πάνω στο εξαιρετικής δύναμης και αριστοτεχνικό διήγημα με τον τίτλο «Το αυγό». Πολλοί θα βρουν μέσα σ’ αυτό -και δικαίως- υπαινιγμό βαθύ σχετικά με «το αυγό του φιδιού» και ο νοών νοείτω. Όλα ενυπάρχουν, σαν υλικό-τροφοδότης του συσχετισμού, στο διήγημα. Και το αυγό και το φίδι [η προφανέστατα επίσης πεινασμένη οχιά] και «[...] αυτό το κακό που σαν βαρύς ίσκιος πλάκωσε τη χώρα και τη δηλητηρίασε». Όμως η συγκλονιστική στιγμή που ο πεινασμένος Αποστόλης Βαρθαλαμής, που «δυο μέρες τώρα δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του εκτός από μερικές κληματσίδες που μάζεψε απ’  τ’ αμπέλι του», αφού παλέψει με το σχεδόν ανίκητο ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, δεν θα φάει το αυγό που μόλις απόσπασε από το στόμα του φιδιού με τη βία. Το αυγό που είχε προηγουμένως καταβροχθισθεί από το φίδι μέσα στη φωλιά αμέσως αφού το γέννησε η μία από τις δυο κότες του Αποστόλη. Εκείνος λοιπόν δεν θα το σπάσει απλώς. Δεν θα το πετάξει μακριά. Δεν θα το ποδοπατήσει. Πάρα θα το συντρίψει με μια βαριοπούλα που, μέσα στο καλοκαιριάτικο καταμεσήμερο, θα υψώσουν τα δυο του χέρια για το σκοπό αυτόν πάνω από το κεφάλι του…




Έρχονται και πάλι στο νου μου στίχοι του Μάρκου Μέσκου από το «Συνηγορία ποιήσεως»:


«ΠΕΡΑΣΕ Η ΖΩΗ, χάθηκαν αμέτρητοι άνθρωποι, ο …και ο…, η… και η… Ο έξω κόσμος, κάμποι, οροπέδια , βουνά, λιμάνια, καπηλειά, φώτα και πολιτείες και ατέρμονα εγκλήματα, η προσπάθεια της λύτρωσης από τα βάσανα, το λεπίδι του ξίφους της εξουσίας στον λαιμό.
Περιμένουν πάλι το παιδί που ονειρεύεται, το φως που λυτρώνει από το Κακό. Πάλι να ’ρθουν ο …ο… και ο…, να ’ρθουνε πάλιν η… και η… και η…». Πολλά αποσιωπητικά έχει βάλει ο πανάξιος ποιητής.

Ο Στάθης Κοψαχείλης με τις ιστορίες του θαρρώ πως συμπλήρωσε όλα τα ονόματα πάνω σ’ αυτά τα αποσιωπητικά!

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.


Νώντας Τσίγκας, Λιτόχωρο 19.3.2016




Τα εικονογραφημένα σημεία του βιβλίου αποτελούν έργο της "Εσθητα" [δηλαδή των δ/δων Στεφανίας Βελδεμίρη & Χριστίνας Βουμβουράκη)στα πλαίσια του χειροποίητου project [Το λογοτεχνικό κείμενο ως καμβάς /Literary text as as canvas for painting ] που προσφέρθηκε στον συγγραφέα της "δρακοντιάς".

*παρανόμια ή παρονόματα= ψευδώνυμα, παρατσούκλια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου