Πέντε βιβλία του Μαλντεστάμ -ή
σχετικά με αυτόν- έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Πρώτη η Ίνδικτος (2007) μας έδωσε το «Ταξίδι την Αρμενία». Κατόπιν τα «Ελληνικά γράμματα» (2008) προχώρησαν στην
έκδοση μετάφρασης ποιημάτων του με σχολιασμό τους από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο
[«Όσιπ Μαλντεστάμ /Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε πάλι!»]. Και οι δυο οίκοι έχουν πλέον αναστείλει την εκδοτική δραστηριότητά
τους τα δε διαθέσιμα αντίτυπα των βιβλίων φαίνεται πως έχουν εξαντληθεί. Στέκομαι στο αριστουργηματικό
αυτοβιογραφικό κείμενο της συζύγου του ποιητή Ναντιέζντας Μαλντεστάμ «Ελπίδα
στα χρόνια της απελπισίας-αναμνήσεις από την ζωή μου με τον Όσιπ» από τις εκδόσεις
Μεταίχμιο (2011), που κι αυτό μάλλον έχει εξαντληθεί. «Τα Ελληνικά ποιήματα του
Όσιπ Μαλντεστάμ» κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Αρμός» το 2014, ενώ το βιβλίο, με συλλογή
από πεζά του κείμενα, «Πρόζα και Δοκίμια» τυπώθηκε από τις εκδόσεις «S@MIZDΑT»
τον Νοέμβριο του 2016. «Το Αιγυπτιακό γραμματόσημο», που είναι και το πιο πρόσφατο,
εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2016.
|
Nathan Altman, Πορτραίτο της
Άννας Αχμάτοβα (1914)
Αγία Πετρούπολη-Μουσείο Ερμιτάζ [ φωτογ. Ν.Τσίγκας ]
|
[...] Μα στην κάμαρα του εξόριστου ποιητή,
ο Φόβος κι η Μούσα ξαγρυπνούν με τη σειρά,
κι ολόγυρα θε ν' απλωθεί
μια νύχτα που δε γνωρίζει την αυγή.
4 Μαρτίου 1936
|
|
|
(από το ποίημα ΒΟΡΟΝΕΖ που η Αχμάτοβα
αφιέρωσε στον φίλο της Όσιπ Μαλντεστάμ)
«Το αιγυπτιακό γραμματόσημο» είναι ένα -κυρίως-
ποιητικό βιβλίο. Ποιητική σκοτεινιά και πύκνωση το διαπερνούν ενώ το κρυπτικό του
περιεχόμενο μας δυσκολεύει και συχνά μας ξαφνιάζει. Ο λυρικός λόγος του που
βρίθει από συμβολισμούς –κάποτε απροσπέλαστους–γοητεύει. Η νουβέλα αυτή μοιάζει ανολοκλήρωτη έστω κι αν
έχει περάσει μερικά στάδια αναθεωρήσεων κι επανεγγραφών. Το βιβλίο γράφεται στα
1927, όταν πια ο Μαλντεστάμ έχει για τα καλά μπει στο μάτι του κυκλώνα. Το ατόπημά
του υπήρξε εκείνο το ποίημα για τον Στάλιν που διάβασε κάποιο βράδυ σε μια ομήγυρη
λογοτεχνών:
Ζούμε χωρίς να νιώθουμε τη χώρα
κάτω από τα βήματά μας,
Πέρ’ από τα δέκα πάσα δεν ακούγεται
η μιλιά μας
Κι όπου μια κουβέντα φτάνει
Μνημονεύει του Κρεμλίνου τον
τσοπάνη[…].
…………………………………………………………………………………
[…] Κάθε κλάδεμα γιορτή για κείνον
Τον πλατύστερνο ασετίνο.
Κάποιος από τους συνακροατές τον κατέδωσε. Μέχρι τη μέρα του θανάτου του –με απροσδιόριστη
ακόμα ακριβή ημερομηνία και αίτιο- ο
Μαλντεστάμ πάντοτε θα φεύγει και πάντα θα επιστρέφει στη Πετρούπολη. Στο βιβλίο
αυτό έρχεται να περιπλανηθεί με την μορφή
ενός alter ego
του, του εβραίου Παρνόκ, ενός χρεωκοπημένου «ανθρωπάκου» [του ασήμαντου-αγνοημένου
από τον ρου της ιστορίας- του ηττημένου ανθρώπου. Αυτήν την φίλια μορφή όλων των
μεγάλων της ρώσικης λογοτεχνίας που συναντάμε σε όλους από τον Γκόγκολ, τον
Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόϊ μέχρι τον Μπουλγκάκωφ].
Η νουβέλα σε εξαιρετική μετάφραση
και σχολιασμό της Βιργινίας Γαλανοπούλου -η οποία έχει θητεύσει στην επιμέλεια
εκδόσεων και άλλων ρώσων συγγραφέων- αρχίζει με το παρακάτω σπαρακτικό:
[…] Αγαπητοί συγγενείς έχω να σας
προτείνω το εξής οικόσημο: ένα ποτήρι βραστό νερό. Όταν πίνω το αποστειρωμένο
νερό της Πετρούπολης, που σου αφήνει μιαν επίγευση σαν από λάστιχο, γεύομαι την
αποτυχία της οικογένειάς μας να συνεχιστεί στους αιώνες. Η φυγόκεντρος δύναμη
του χρόνου σκόρπισε τις βιεννέζικες καρέκλες μας και τα ολλανδέζικα
διακοσμητικά πιάτα με τα γαλάζια λουλουδάκια. Δεν έμεινε τίποτα. Τριάντα χρόνια,
μια ψυχρή λευκή φλόγα έγλειφε τους καθρέφτες στις ράχες τους, εκεί όπου ήταν κολλημένα
τα μικρά χαρτάκια του δικαστικού επιμελητή […].
|
Το Ερμιτάζ μέσα από τον Νέβα [ φωτ. Ν. Τσίγκας ] |
|
Ο Παρνόκ όπως η οικογένεια των Μαλντεστάμ
έχει χάσει τα πάντα. Θα στερηθεί τη ρεντικότα του από τον ράφτη που θα την αρπάξει
κυριολεκτικά από τους ώμους του για την
πουλήσει σ’ εκείνον τον δειλό ίλαρχο Κρζιζανόφσκι. Θα περιπλανηθεί στην
πόλη προσπαθώντας μάταια να σώσει κάποιον άνθρωπο από το λιντσάρισμα [«Η Πετρούπολη
αυτοανακηρύχθηκε Νέρωνας»], θα ονειρευτεί και θα ζήσει εφιάλτες, θα προσπαθήσει
να βρει ξανά τα σημεία αναφοράς στην πόλη που αλλάζει [κτίρια, άνθρωποι,
μουσική, οσμές, μνήμες τον οδηγούν]. Ο Νέβας, το Διοικητήριο του Ναυαρχείου, η
πλατεία της εξέγερσης, το ανάκτορο του Τσάρσκογιε Σελό, ο Πούσκιν –ό ήλιος–, ο
Σκριάμπιν. Αυτές είναι οι σταθερές του. Τέλος θα βρεθεί να ταξιδεύει για τη Μόσχα
με το τρένο όπου και το τέλος του ταξιδιού με συνταξιδιώτη τον ίλαρχο που φορά
την δική ρεντικότα…
Άθυρμα του ανέμου και των περιστάσεων
που ταξιδεύει. Ένας «ανθρωπάκος» σαν γραμματόσημο που ξεκόλλησε από το φάκελλο [Σ’
αυτήν την κατηγορία ανήκει και ο Παρνόκ. Στο σχολείο, οι συμμαθητές του τον πείραζαν,
του ΄χαν κολλήσει διάφορα παρατσούκλια, τον φώναζαν «πρόβατο», «λουστρινένια
χηλή», «αιγυπτιακό γραμματόσημο»] / […] ο Παρνόκ που φιγουράρει πάνω σε ένα
αιγυπτιακό γραμματόσημο]. Όπως η παλιά "αιγυπτιακή γέφυρα" της Πετρούπολης,
με τις γρανιτένιες θεότητες, που κατέρρευσε και βρέθηκε στον πάτο του παγωμένου Νέβα
είναι αδύνατο πια να γεφυρώνει όχθες, έτσι και το ξεκολλημένο αιγυπτιακό γραμματόσημο δεν επιτρέπει
στο γράμμα να μεταφέρει το μήνυμά του. Ο Παρνόκ χωρίς αποστολή. «Άηχη ζύμη»…
|
"Καταραμένο όνειρο! Αναθεματισμένες πλατείες μιας πόλης ξεδιάντροπης" | | |
Που πας τούτο το ζεστό
βράδυ, εσύ, αιγυπτιακό γραμματόσημο, σχισμένο από το γράμμα σου; «Ο
ήρωας», λέει η μεταφράστρια του έργου στο εμπεριστατωμένο επίμετρο του μικρού βιβλίου,
«είναι ένα κομματάκι χαρτί, άχρηστο πλέον, που βρέθηκε τυχαία σε μια πόλη ανάστατη
από τους ταραγμένους καιρούς».
Όμως ο Μαντεστάμ έχει φωνάξει:
Πετρούπολη! Δεν θέλω να
πεθάνω, μ’ ακούς;
Εσύ κρατάς των τηλεφώνων τους
αριθμούς.
Πετρούπολη! Διευθύνσεις έχω
ακόμα και μπορώ
Των πεθαμένων τις φωνές μ’
αυτές να βρω [...].
(Όσιπ Μαλντεστάμ «Λένινγκραντ»
μτφρ, Άρη Αλεξάνδρου)
|
Τα θερινά ανάκτορα στο Τσάρσκογιε Σελό [φωτ. Ν. Τσίγκας] |
Η λευκή νύχτα διέσχισε ήσυχα και αργά το Κόλπινο και τη Σρέντιγια Ρογκάτκα, κι έφτασε στο Τσάρσκογιε Σελό. Τ' ανάκτορα έστεκαν κάτασπρα σαν τρομαγμένα, έμοιαζαν με μεταξένιες κουκούλες. Ώρες ώρες το λευκό τους χρώμα θύμιζε τα σαπουνισμένα σ' αλισίβα πουπουλένια μαντίλια του Όρενμπουργκ [...]
Έχει
ακόμα την δύναμη να ακούει μουσική μέσα στον κρότο των γεγονότων και μέσα σ’ αυτό
το πλήθος «όπου τα πρόσωπα χάνουν τη
σημασία τους-αφτιά και σβέρκοι είναι οι μόνες ανεξάρτητες οντότητες». Αυτιά
και σβέρκοι που απομακρύνονται πηγαίνοντας
να πνίξουν κάποιον κακομοίρη λωποδύτη στην Φοντάνκα…
Αλλά
υπάρχει όπως είπαμε ακόμα η μουσική σ’ αυτήν την Πετρούπολη που «θυμίζει
γραφείο πληροφοριών που δεν δίνει πληροφορίες-ιδίως στη περιοχή της πλατείας
ανακτόρων»:
Οι μαζούρκες του Σοπέν κατηφορίζουν
ατέλειωτα ανοιχτά μονοπάτια, οι σπουδές του Λίστ κατρακυλούν στις πλατιές στολισμένες
με καμπύλες σκάλες, ο Μότσαρτ πλανιέται πάνω από τους κρεμαστούς κήπους […]. Όλα τούτα όμως δεν έχουν τίποτα κοινό με τους
χαμηλούς θάμνους μιας σονάτας του Μπετόβεν. […]Στο μουσικό αμπέλι του Σούμπερτ τα σταφύλια είναι γεμάτα ραμφίσματα[…]. Όμως πόσο πολεμόχαρες είναι οι παρτιτούρες
του Μπαχ, τούτες οι αρμαθιές με ξερά μανιτάρια που κρέμονται επιβλητικές. […]
Αφήστε τον Σούμαν ν’ απλώνει με ράθυμες
κινήσεις τις νότες του, σαν μπουγάδα για στέγνωμα.
|
Το μνημείο του Πούσκιν στο Τσάρσκογιε Σελό [ φωτ. Ν. Τσίγκας ] |
Πετρούπολη,
του κατατρεγμένου Παρνόκ –του αφανισμένου Όσιπ Εμίλιεβιτς Μαλντεστάμ, μας αποκαλύπτεσαι σ’
αυτό το μικρό βιβλίο. Πετρούπολη πόλη της αθεράπευτης αρρώστιας [της παιδικής
ηλικίας], της επανάστασης πληγή και μνήμη.
Πετρούπολη του όχλου «των σβέρκων με τα αυτιά»
που λυντσάρει, που προκαλεί τον αχό της ιστορίας, που μοιράζει τις καταδίκες,
που σφραγίζει τη μοίρα των ποιητών. Πετρούπολη που δικάζεις και λυτρώνεις. Πετρούπολη
της μεγάλης μουσικής, των ποιητών και των οκνηρών κρατικών υπαλλήλων. Πόλη του επιτήδειου
ράφτη και του επηρμένου αξιωματικού της φρουράς της πόλης. Πετρούπολη της χρεοκοπίας.
Πόλη των νεκρών.
Πετρούπολη ή Λένινγκραντ. Ποτέ σου δεν υπήρξες Αγία…
Άκου
τον ποιητή σου που καταδίωξες:
«Η μνήμη μου δεν είναι στοργική
αλλά εχθρική, δε δουλεύει για να ξαναστήσει το παρελθόν, αλλά για να το κάνει
απόμακρο […] Οι ευτυχισμένες γενιές έχουν το έπος τους,
ύμνους σε εξάμετρα και χρονικά, ενώ εγώ ακούω μια χασμωδία. Ανάμεσα σε μένα και
την εποχή μου υπάρχει μια τάφρος, ένα κενό που το γεμίζει ο χρόνος και ο αχός
του…»
|
Πετρούπολη Φωτογ. Ν. Τσίγκας |