"Ποτέ δεν ειπώθηκε ούτε μια λέξη για τον Θεό. Υπέθετα πάντοτε ότι ήταν αγνωστικιστής ή άθεος. Η θρησκεία ήταν κατανοητή ως συνακόλουθο της στάσης του προς την ζωή. Τα πάντα είχαν απτή ή φυσική εξήγηση".
ο Πάτρικ Λη Φέρμορ για τον Bruce Chatwin
[από το βιβλίο της βιογραφίας του BRUCE CHATWIN του Nicholas Shakespeare
/ελλην. εκδ. Χατζηνικολή, 1999].
Οι Εσφιγμενίτες καταληψίες μοναχοί -που μάλλον εξεδίωξαν και τον τελευταίο ντόπιο μοναχό της Μονής Γκουβερνέτου- δεν μας άνοιξαν τις θύρες. Ήταν γι' αυτούς ώρα ησυχίας. Η θαυμαστή "Κυρά των Αγγέλων" περίκλειστη μέσα στο οχυρό της δεν δέχτηκε τη δέηση μας το μεσημέρι εκείνο στο Οροπέδιο του Ακρωτηρίου. Πλήθος από πινακίδες και με πάμπολλες απαγορεύσεις παντού. Ακόμα και το κολύμπι στο τέλος της κοπιώδους διαδρομής - αν τύχει και πάρεις μέχρι τέλους το μονοπάτι που βγάζει στη θάλασσα- απαγορεύεται...
Σταματήσαμε στον Αρκουδοσπηλιό με το εκκλησάκι της Υπαπαντής του Χριστού σφηνωμένο μέσα στα βράχια.
Αποφορά έντονη, χωνεμένης κοπριάς από γιδοπρόβατα. Σταλακτίτες σαν μαυρισμένα ξέφτια στην οροφή. Κι ο μεγάλος σταλαγμίτης στο κέντρο του δώματος σκυφτός.
Λένε πως τα κοπάδια εισβάλλουν -για να ξεκουραστούν ή να προφυλαχτουν απ' τον καιρό- συχνά εδώ μέσα μοναχά τους. Αλλά και οι πιστοί προσέρχονται κι εκείνοι ανήμερα της γιορτής και στρώνουν να κοιμηθούν το βραδυ πριν τη Λειτουργία μέσα στη σπηλιά. Φέρνουν μάλιστα μαζί τους ποτά και φαΐ. Ανάβουν φωτιές μέσα στη σπηλιά σαν τους "πρώτους ανθρώπους". Τα ποίμνια λοιπόν φαίνεται πως δεν χαμπαριάζουν από τα "απαγορεύεται" των φανατικών...
Κοιτάζοντας εκείνο το μαυρισμένο μανουάλι έξω από το κατερειπωμένο και ταπεινό εκκλησάκι ο νους μου -άραγε γιατί;- ξεστράτισε στον Μπρούς Τσάτουϊν. Στον ανήσυχο, πάντοτε φευγαλέο και πάντοτε κινούμενο, τον πλάνητα, τον σπουδαίο νομάδα Μπρούς, που (πλησίστιος στο τραγικό τέλος της ζωής του) αντικρίζοντας έναν σιδερένιο σταυρό πάνω σε κάποιο βράχο κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου, πίστεψε πως "Πρέπει να υπάρχει Θεός!".
Κι ύστερα επιθύμησε να γίνει Μοναχός στον Άθωνα. Και σχεδόν είχε αποφασίσει πως θα κλεινόταν «σαν μια σιωπηλή μαύρη γάτα» μες στους λευκούς τοίχους ενός μοναστηριού.
Η εξόδιος ακολουθία του τελέσθηκε στην ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Σοφίας στη Moscow Road, στο Δυτικό Λονδίνο στις 14 Φεβρουαρίου του 1989. Οι αγγλόφωνοι μεταξύ των παρισταμένων
μπορούσαν να αναγνωρίσουν μέσα σε μια
θάλασσα ελληνικής γλώσσας μόνο μια οικεία επαναλαμβανόμενη λέξη: Μπρους1.
Η τέφρα του αποτέθηκε, σύμφωνα με δική του επιθυμία, κάπου στην Ελλάδα (στη ρίζα μιας ελιάς μέσα στο κτήμα του φίλου του Πάτρικ Λη Φέρμορ, στην Καρδαμύλη της Μάνης...).
Έφυγα αναστατωμένος από το μέρος. Ο ήλιος πάνω μου έκαιγε μέχρις αποκαρώσεως. Από ένα σημείο του δρόμου κι έπειτα δεν έβλεπα πλέον τη σκιά μου. Οι μοναχοί πίσω από τους χοντρούς πέτρινους τοίχους της Μονής, προστατευμένοι από φως κι απο ζέστη, ησύχαζαν μέσα στο μεσημέρι. Πέρασα ήρεμα την πόρτα του φράχτη κι έριξα το μάνταλο πίσω μου...
...οὐκ ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζητοῦντάς σε, Κύριε. (Ψ.9,10)
ΑπάντησηΔιαγραφή