Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Παραβολικά

 


Έτσι όπως βλέπω μέσα στο απογευματινό μέλαν της μπόρας, που μας υποσχέθηκε ακόμα κι ο Χορτιάτης μα δεν ήρθε, τον γερμανικό πύργο της (κοσμ)ΟΤΕ  ̶ έτσι υποθέτω θα τον λένε τώρα ̶   να χάνεται μέσα στη οφθαλμαπάτη του περιτυλίγματος μιας εν εξελίξει ανακαίνισης…

Και να έχει μείνει μονάχα η περιστρεφόμενη αίθουσα και η οξύαιχμος κορυφή…

Ο νους μου πάει στο κόμμα της (κάποτε) αξιωματικής αντιπολίτευσης και (άλλοτε) δυναμικό κόμμα εξουσίας, νυν ιδιοκτησίας της  Kasselakis Ltd.

Φαίνεται, πως, στο τέλος, το περίβλεπτο κομματικό αξιοθέατο θα μείνει μόνο με τον (ανεκδιήγητο) αρχηγό του αφού οι εξαπατηθέντες συνοδοιπόροι κουράστηκαν από τον νέο-βοναπαρτισμό και τα δρώμενα της «όπερα μπούφα» και σιγά σιγά εγκαταλείπουν τον πύργο…

Πέφτοντας και αυτοκτονώντας…

Ή πετώντας, όσοι ξέρουν να πετούν και εξακολουθούν να διατηρούν το προνόμιο και φυσικά το κατάλληλο  βάρος…

 

 

 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

«Finis…»

 

 Χρήστος Γιανναράς (1935-2024)

 

 

  

                                                  Εκκλησάκι κάπου στα Κύθηρα (φτ. ΝΤ. Ιούλιος, 2006)

 

          Ὅ,τι καί νά εἶμαι, δυνατός ἤ ἀδύνατος, θά ἔχω πάντα στό νοῦ μου, θά ταράζομαι πάντα ἀπό τή ζωή τοῦ ἑλληνισμοῦ ὅλην. Δέ θά χωθῶ στήν ἐσωτερική πολιτική τῆς Ἑλλάδος οὔτε θά ξεχάσω ἐκεῖ πώς εἶναι ζωντανοί Ἔλληνες, ἑλληνική ζωή στά Βαλκάνια καί στήν Ἀσία καί στήν Ἀφρική, καί πώς πρέπει νά δώσουμε μιά γενική πειθαρχία στούς Ἕλληνες, νά τούς δέσουμε τόν ἕνα μέ τόν ἄλλο, νά τούς συνδέσουμε. Ἄν εἶχα χρήματα  θά γύριζα σ’ ὅλα τά  μέρη τοῦ ἑλληνισμοῦ καί θά εὕρισκα ἀνθρώπους. Καί ὕστερα θά ἔδενα τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ μένα.

     Στά τούρκικα ἑλληνικά μέρη εἶναι μεγαλύτερη ἐλευθερία γιά τούς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν φωτιά καί ὄχι ἄχυρα μέσα τους. — Βρίσκονται ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι σ’ ἄλλους καιρούς, σέ καιρούς πού ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός δέν εἶχε ἰσοπεδώσει ἀκόμη τούς ἀνθρώπους, πού δέν ἔπλεαν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι μέσα σέ μιά γυαλιστερή μετριότητα, πού δέν ἔλειπαν τά κόκκαλα ἀπό τούς ἀνθρώπους, καί οἱ γωνίες, καί τά ἀκρωτήρια, καί ή φωτιά.

 

Είχα στείλει στον Χρήστο Γιανναρά, για λόγους ευνόητους, τον Σεπτέμβριο του 2021, το παραπάνω απόσπασμα από τα «Αδημοσίευτα Τετράδια 1902-1904»,   του  εικοσιπεντάχρονου Ι. Δραγούμη,  με ημερομηνία  9 Ιουλίου 1904, που τότε ολοκλήρωνα, και τώρα/επί τέλους, τέσσερα χρόνια αργότερα, έχουν μπει στην τελική ευθεία για την έκδοσή τους. Κι αυτό, επειδή θεωρούσα πως τέτοιες ιδέες του Ίωνος οδήγησαν τον ίδιο  (στο Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα)  ̶ όσο και τον φίλο του Ζήσιμο Λορεντζάτο (στην Ελληνική Κριτική σκέψη  ̶  να ανθολογήσουν αποσπάσματα κείμενων  του. Μόλις λίγο καιρό πιο πριν είχε καλωσορίσει στην Καθημερινή τα «Κρυμμένα» ΕΔΩ...

Άλλοι θα μιλήσουν, ελπίζω, ουσιαστικότερα και διεξοδικά, αυτές τις μέρες για κείνον, αποτιμώντας τη συμβολή του στο νεοελληνικό γίγνεσθαι αλλά  και τη ίδια του τη ζωή, που ήταν συνυφασμένη  με το έργο του και τον αγώνα του. Εγώ, θα σταθώ μονάχα στη πληροφορία  που χτες το βράδυ μου κοινοποιήθηκε μετά τη θλιβερή είδηση. Ο Χρήστος Γιανναράς πέθανε, έλεγε η πληροφορία, στα αγαπημένα του Κύθηρα, βράδυ, μιλώντας με φίλους, έχοντας από ώρα στρέψει τη συζήτηση στον Δ. Κουτρουμπή (το Καταφύγιο Ιδεών που διάβασα το 1987 γεμάτο ένταση και συγκίνηση για τον «ερημίτη της Βουλιαγμένης») που σφράγισε ανεξίτηλα και τη δική του πνευματική διαδρομή. Μιλούσε λοιπόν γι' αυτόν όταν ξαφνικά σιώπησε, σήκωσε το χέρι του, έκανε το σταυρό του και έσβησε ανάμεσα στους φίλους.

Δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα μπορούσε να υπάρχει ευτυχέστερος και συνεπέστερος με το βηματισμό στη ζωή του θάνατος, για τον   «φρουρό της ελληνικής κοινωνίας» (κατά τον Κωστή Παπαγιώργη), τον Χρήστο Γιανναρά!

 

 

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

«Μόνον ἐλευθερίαν ζητοῦμεν, εἰς τὰ διάφορα ρεύματα ἰδεῶν»…

 

 


 

«Χυδαία γλῶσσα δὲν ὑπάρχει, ὑπάρχουσι χυδαῖοι ἄνθρωποι

 καὶ ὑπάρχουσι πολλοί χυδαῖοι ἀνθρωποι ὁμιλοῦντες τὴν καθαρεύουσαν

Λορέντζος Μαβίλης

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ


Ἱερή στιγμή. Ὁ Μαβίλης πάνου στὸ βῆμα. Δὲ μίλησε, λένε. Ἱερούργησε. Ἱεροτελεστία εἶταν ὁ λόγος του. Ἔτσι, Ὀλύμπιος καθὼς εἶναι, ἔτσι μὲ τὴ γαλήνη ποὺ ξεχύνεται ἀπὸ τὴν εὐγενικιά ψυχή του καὶ ἁπλώνεται πάνου στ’ ἀδρά του τὰ μυσείδια, ὁ Ποιητής ἱερέας τοῦ Ὡραίου καὶ τοῦ Ἀληθινοῦ φάνταζε πάνου στὸ βήμα, καὶ τὰ λόγια του, ἔτσι σεμνὰ καὶ σιγανά
καὶ μετρημένα ποὺ βγαίνανε ἀπὸ τὰ χείλια του, προσευχές εἴντουσαν, εὐωδιά μοσχολίβανου τριγύρω του σκορποῦσαν.

Ὦ, τέτιες ἅγιες στιγμές δὲν τὶς χάρηκε πολλές, δὲ θὰν τὶς χαρεί πολλές, ἡ Ἑλληνική Βουλή. Τέτιοι ἁγιασμοὶ δὲ γινήκανε καὶ δὲ θὰ γίνουνε πολλοὶ πάνου στὸ χιλιοντροπιασμένο Βῆμα. Εὐτύχησα νὰν τονὲ δῶ τὴν Κυριακή πρωΐ πρωΐ στὸ ξενοδοχεῖο του. Εἴτανε στὸ κρεβάτι του ἀκόμα. Στὰ λόγια ποὺ μπόρεσα νὰ πῶ, ὄχι γιὰ νὰ δείξω, μὰ γιὰ νὰ κρύψω τὸ θαμασμό μου, ἀποκρίθηκε :

Εἶμαι εὐτυχής ποὺ τἀξιώθηκα νὰ διαλαλήσω ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ βῆμα πὼς εἶμαι δημοτικιστής. Τίποτ’ ἄλλο. Μαζί μὲ τέτιους ποιητές ἡ ζωὴ ἕνα ἀτέλιωτο τραγούδι γίνεται καὶ μαζί μὲ τέτιους ἥρωες χαρούμενος καὶ γελαστός τραβάει κανεὶς καὶ στὸ θάνατο.

 

Στον «Νουμά» της ΚΕΡΙΑΚΗΣ 6 ΜΑΡΤΗ, 1911, φ. 126, δημοσιεύθηκε το στενογραφημένο κείμενο της θρυλικής ομιλίας του δημοτικιστή Λορέντζου (=Λαυρέντιου)  Μαβίλη στη Βουλή στις 26 Φεβρουαρίου 1911. Ο Νουμάς δικαίως γράφει πως ο (νεόκοπος-άπειρος πολιτικός Μαβίλης) «ιερούργησε» στο βήμα της Βουλής. Έτσι ένιωσα κι εγώ όταν διάβασα το λόγο του. Σκέφτομαι τη νύχτα που ήταν προχωρημένη, τον όχλο των φανατικών στο ακροατήριο. Ο Μαβίλης ξεκίνησε να μιλά στις 11.46 και τέλειωσε την αγόρευσή του στις 12.35. Άξια στιγμή να την έχει ζήσει κανείς. Σκέφτομαι τον βαριεστημένο Στέφανο Δραγούμη να συγκατατίθεται να δοθεί στον ομιλητή λίγο παραπάνω χρόνος. Αλλά βαριέται, νιώθει ανία  με τη συζήτηση, το ομολογεί. Είναι καθαρευουσιάνος και ίσως γνωρίζει από πριν την έκβαση της συζήτησης: Ο Βενιζέλος ενώ θα μιλήσει θερμά υπέρ της δημοτικής θα βολευτεί με τη λύση της καθαρεύουσας μέχρι το 1917… Και σκέφτομαι την τελευταία φράση στο κείμενο του Νουμά, (πιθανότατα είναι γραμμένο από τον  Δ. Π. Ταγκόπουλο): 

...μαζί μὲ τέτιους ἥρωες χαρούμενος καὶ γελαστός τραβάει κανεὶς καὶ στὸ θάνατο

Πράγματι, ο ερυθροχίτων-γαριβαλδινός Λορέντζος Μαβίλης τον επόμενο χρόνο, στις 12 Νοεμβρίου θα έπεφτε στον Δρίσκο της Ηπείρου. Βαρύτατα πληγωμένος, κατάφερε να πει  «Περίμενα πολλές τιμές, αλλά όχι και την τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα», προτού μια τελευταία σφαίρα τον βρει στο στόμα. Ήταν 52 χρόνων… (Κι ένας άλλος δημοτικιστής, πολεμιστής, λόγιος, ποιητής, ηρωικός άνθρωπος, ο Κωνσταντίνος Μάνος, 44 χρόνων αυτός, που μίλησε κι εκείνος στο ίδιο βήμα το ίδιο βράδυ του Φεβρουαρίου του 1911 στη Βουλή, έξη μήνες αργότερα (στις 4 Απριλίου του 1913), έμελλε να σκοτωθεί σε στρατιωτικό αεροπορικό δυστύχημα στο Λαγκαδά, στον ίδιο πόλεμο…

 

 

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΑΒΙΛΗ
(Ἀπὸ τὰ στενογραφημένα Πρακτικὰ τῆς Βουλῆς)

 

            ΛΑΥΡ. ΜΑΒΙΛΗΣ. Κύριοι βουλευταί,

Ἐξαιτοῦμαι τὴν ἐπιείκειαν σας διὰ τὴν ρητορικὴν ἀνεπάρκειαν, τὴν ὁποίαν θὰ παρατηρήσητε εἰς τὸν λόγον μου, τὰς γνώμας μου ὅμως παρακαλῶ νὰ ἐπικρίνητε μεθ’ ὅλης τῆς αὐστηρότητος ἀρκεῖ ἡ ἐπίκρισις νὰ εἶναι ἰσόρροπος, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσαν φράσιν.

        Εἶμαι, Κύριοι, κατὰ τῆς παραδοχῆς τῶν δύο προτάσεων, αἵτινες ὑπεβλήθησαν εἰς τὴν Βουλὴν περὶ εἰσαγωγῆς ἄρθρων εἰς τὸ Σύνταγμα πρὸς περιφρούρησιν τῆς δῆθεν κινδυνευούσης γλώσσης τῆς ἐκκλησίας ἀφ' ἑνὸς, τῆς Πολιτείας ἀφ’ ἑτέρου, ἐνόμιζον μάλιστα ὅτι ἡ συζήτησις δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ, ἀλλ’ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποκρουσθῇ δι’ ἀνατάσεως, ὅπως προβλέπει ὁ Κανονισμός, ὡς ἀπαράδεκτος ἡ πρότασις αὕτη. Ὄχι διότι ἤθελον ἐγὼ νὰ ἀποφύγω τοιαύτην συζήτησαν. Εἶμαι μαθητής καὶ ὑπῆρξα ἐπὶ πολλὰ ἔτη φίλος τοῦ Ἰακώβου Πολυλᾶ, τοῦ ἑπτάκις ἐκλεγέντος βουλευτοῦ Κερκύρας, ἑνὸς τῶν πολιτευτῶν τῶν ὑποστηριξάντων τὸν πρῶτον Τρικούπην καὶ ἐγκαταλείψαντος αὐτὸν ὅταν μετέβαλε γνώμας, τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐδέχθη ποτὲ Ὑπουργεῖον, διότι δὲν ἤθελεν ἴσως νὰ ευρεθῇ ποτὲ εἰς τὴν θέσιν νὰ ἔλθῃ εἰς συμβιβασμὸν μὲ τὴν συνείδησίν του, τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἦτο καὶ αὐτὸς ἄκρος φίλος καὶ μαθητής τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ τοῦ ποιητοῦ τοῦ Ἐθνικοῦ ἡμῶν Ὕμνου. Ἀνήκω λοιπὸν εἰς τὴν σχολὴν ἐκείνην καὶ ὄχι εἰς τὰς μετέπειτα ἀναφανείσας, σήμερον δὲ ὁπότε τὸ ζήτημα τίθεται εἰς τρόπον ὥστε νὰ φαίνηται ὅτι ἐπισείονται φόβητρα ἐρυθρά, ἂν θέλετε, κατὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Σολωμού, χρέος Τιμῆς θεωρῶ νὰ κατέλθω καὶ ἐγὼ εἰς τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ νὰ δηλώσω ἀπὸ τοῦ βήματος τούτου, πρὸς δ’ ἀτενίζει ὁ Ἑλληνισμός ὁλόκληρος, καὶ εἶμαι ευτυχής ὅτι δύναμαι νὰ τὸ πράξω, ὅτι εἶμαι δημοτικιστής.

                                                (Χειροκροτήματα).

            ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους.

         ΜΑΒΙΛΗΣ. Δὲν ἤθελον νὰ ἔλθῃ αὐτὴ ἡ συζήτησις, ἀλλ’ οὐχὶ χάριν ἐμοῦ οὔτε διότι νομίζω ὅτι ἡ Ἰδέα κινδυνεύει, διότι ἡ Ιδέα μετά πάντα διωγμόν παρουσιάζεται λαμπροτέρα, καὶ τέσσαρα ἢ πέντε μόλις ἔτη μετὰ τὰς βαρβάρους σκηνάς τῶν Ὀρεστειακῶν εἴχομεν τὴν παράστασιν τῆς Ἀντιγόνης εἰς τὸ Ἑλληνικόν Θέατρον, κατὰ τὴν ὁποίαν πρώτην φοράν μετὰ χιλιετηρίδας Ἐλληνικαί καρδίαι ἠσθάνθησαν τὸ κάλλος τῆς ἀρχαίας τέχνης.
                                                (Χειροκροτήματα).
           Οὔτε χάριν τῆς Ἰδέας, ἀλλὰ χάριν τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς ταύτης τῆς Βουλῆς. (Χειροκροτήματα ἐξ ἑνὸς τῶν ἀκροατηρίων).

          ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Ἐπαναλαμβάνεται ἡ συνεδρίασις. Ὁ κ. Μαβίλης ἔχει τὸν λόγον.

          ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἐάν ὄχι χάριν ἐμοῦ οὔτε χάριν τῆς Ἰδέας, ἀλλὰ χάριν τῆς ἀξιοπρεπείας τῆς Βουλῆς δὲν ἐπετρέπετο τοιαύτη συζήτησις. Καὶ θεωρῶ ἀναξιοπρεπῆ τὴν συζήτησιν ταύτην ἐν τῇ Ἑλληνική Βουλῇ διὰ τὸ ἀνελεύθερον τῆς προτάσεως.

           ΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Τί λέγει (θόρυβος)

           ΕΤΕΡΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Λέγει τὴν πρότασιν ἀνελεύθερον.

           ΤΙΝΕΣ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μὴ διακόπτετε.

     ΕΤΕΡΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Μᾶς λέγει ἀνελευθέρους (θόρυβος)

          ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Εφ’ ὅσον δὲν ἐννοεῖτε νὰ ἀφήσετε τοὺς ρήτορας νὰ ἀγορεύωσιν, εἶσθε ἀνελεύθεροι.

           ΠΟΛΛΟΙ ΒΟΥΛΕΥΤΑΙ. Εὔγε, εὔγε.

     ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἐθνικόν Συνέδριον ὡς τὸ ἡμέτερον συντάττει μὲν θεσμούς καὶ νόμους ἀλλὰ παρέχει καὶ εἰς τὰς συγχρόνους καὶ τὰς ἐπερχομένας γενεάς καὶ εἰς τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα μίαν εἰκόνα τοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην ἐν τῷ Ἔθνει. Καὶ ποίαν ἰδέαν θέλετε νὰ σχηματίσῃ ἡ σύγχρονος καὶ ἡ μέλλουσα ἀνθρωπότης περὶ Ἐθνικού συμβουλίου, τὸ ὁποῖον ἀνέχεται νὰ τεθῇ ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ εὐγενεστέρα τῶν ἐλευθεριῶν, ἡ ἐλευθερία τῆς γλώσσης; Ἤκουσα πολλοὺς κοπτομένους ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ εἶναι ἀκόμη πολύ μεγαλύτερον, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἀπαιτεῖ ἡ πρότασις ἐκείνη. Δὲν πρόκειται πλέον οὔτε περί κλεψύδρας, οὔτε περὶ φιμώτρου, πρόκειται περὶ ἑνὸς γλωσσοδέτου, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιβληθῇ εἰς τὴν γλώσσαν οὐχὶ τῶν ἀτόμων, ἀλλὰ τοῦ Ἔθνους ὁλοκλήρου (ἀναγινώσκει).

«Πράγμα τῇ ἀληθείᾳ παράδοξον πῶς δὲν ἐσυλλογίσθησαν ποτὲ οἱ μιξελληνίζοντες, ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἕν ἀπὸ τὰ ἀναπαλλοτρίωτα τοῦ ἔθνους πράγματα. Ἀπὸ τὸ κτῆμα τοῦτο μετέχουν ὅλα τὰ μέλη τοῦ ἔθνους μὲ δημοκρατικήν, νὰ εἴπω οὕτως, ἰσότητα· κανείς, ὅσον ἤθελεν εἶσθαι σοφός, οὔτ’ ἔχει, οὔτε δύναται ποθεν νὰ λέξῃ πρὸς τὸ Ἔθνος ἔθνος “Οὔτω θέλω νὰ λαλῇς, οὕτω νὰ γράφῃς”. Ὅστις ἐπαγγελλόμενος νὰ γράφῃ εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν, μακρύνεται τόσον ἀπὸ τὸν κοινὸν τρόπον τοῦ λέγειν, ἐκεῖνος ζητεῖ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον οὐδ’ ὁ σκληρότατος τύραννος εἶναι καλὸς νὰ κατορθώσῃ. Γυμνόνει ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τὸν πολίτην ὁ τύραννος, δύναται καὶ τέκνα καὶ γυναῖκαι νὰ τοῦ ἐπάρῃ, ἐμπορεῖ νὰ τὸν ἐξορίση, ἢ καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ·  ἀλλὰ δὲν ἐμπορεῖ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὴν γλῶσσαν·  αὐτὴν λαλεῖ εἰς τὴν πατρίδα του, αὐτὴ τὸν συνοδεύει καὶ εἰς τὴν ἐξορίαν. Μόνος ὁ καιρὸς ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ μεταβάλλῃ τῶν ἐθνῶν τὰς διαλέκτους, καθώς μεταβάλλει καὶ τὰ ἔθνη· καὶ ὅστις πρὶν τοῦ καιροῦ σπουδάζει μὲ τὴν βίαν τὰ ἀλλάξῃ τὴν γλῶσσαν, εἰς αὐτὸν δύναταί τις νὰ προσαρμόσῃ ὅ,τι ἔλεγεν ὁ ταλαίπωρος Αἵμων πρὸς τὸν τύραννον αὐτοῦ πατέρα.
Ὅστις γὰρ αὐτὸς ἢ φρονεῖν μόνος δοκεῖ, ἢ γλῶσσαν, ἣν οὔκ ἄλλος, ἤ ψυχὴν ἔχειν, οὗτοι διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί.

                                                                       Σοφ. Ἀντιγ. 137.


Αὐτὰ, κύριοι, εἶναι λόγοι μιᾶς δόξης τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα πολύ συχνά ἄκουσα νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ τὰ ἀντίθετα φρονοῦντες. Ὄχι μόνον διὰ τὸ ἀνελεύθερον θὰ ἦτο ἀναξιοπρεπής ἡ πρότασις, ἀλλὰ διότι ἐν τῷ συνεδρίῳ τούτῳ ἕνεκα αὐτῆς τῆς προτάσεις χαρακτηρίζεται ἀτιμωρητεῖ ἡ γλῶσσα τὴν ὁποίαν ὁμιλεῖ ὁ Ἑλληνισμὸς ὁλόκληρος ἀπὸ ἄκρον εἰς ἄκρον, ἀπό Κερκύρας μέχρι τοῦ Καυκάσου, χαρακτηρίζεται ὡς χυδαία. Χυδαία γλῶσσα δὲν ὑπάρχει, ὑπάρχουσι χυδαῖοι ἄνθρωποι καὶ ὑπάρχουσι πολλοί χυδαῖοι ἀνθρωποι ὁμιλοῦντες τὴν καθαρεύουσαν (χειροκροτήματα). Ονομάζεται ἡ γλώσσα δουλική, ἐνῷ ἄν ἐρωτήσητε τὸν μέγιστον τῶν νεοελληνιστῶν, τὸν καθηγητήν κ. Χατζηδάκην, θὰ σᾶς εἴπῃ ὅτι ἡ δουλεία ὀλίγιστα ἐπέδρασεν ἐπὶ τῆς γλώσσης, μόνον εἰς τὸ λεκτικόν, τὴν ἐξέλιξιν καὶ τὴν διαμόρφωσιν τῆς ὀνομαζομένης δουλικῆς καὶ χυδαίας ἡμῶν γλώσσης. Ἀναξιοπρεπὲς ἐπίσης καὶ αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ σπουδαιότερονδιότι ἀνεχόμεθα νὰ ὑποστηρίζηται, ὅτι ἐν τῷ μέσω ἡμῶν ὑπάρχουσαι προδόται, ἄνθρωποι ἀπεμπολοῦντες τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος των ἀντί χρημάτων. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ τίποτε ἐξευτελιστικώτερον ἑνὸς Ἔθνους, τὸ ὁποῖον ἐπὶ πολὺν χρόνον ἤθελεν ἀνεχθῇ νὰ συζητῇ ψυχρῶς περὶ τῆς ὑπάρξεως ἤ μή προδοτῶν ἴσως καὶ ἐν τῷ χώρῳ τούτω ὅπου ἀντιπροσωπεύεται. Διότι ἐκεῖ καταλήγουσι,
κύριοι, ὅλαι αἱ ἀναφοραὶ καὶ ὅλα τὰ ἄρθρα, τὰ ὁποῖα δημοσιεύονται κατ’ αὐτὰς ὑπὲρ τῆς διασώσεως τῆς καθαρευούσης γλώσσης. Εἰς πᾶσαν ἀναφορὰν καὶ εἰς πᾶν ἄρθρον θὰ εὕρητε παρενθέσεις, ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι θύματα, ὅτι τινὲς ἐν συνειδήσει, τινὲς ἀσυνειδήτως καταστρέφουσι τὸ Ἔθνος των, πάντοτε ὅτι οἱ μὲν εἴμεθα βλάκες καὶ ἀνισόρροποι καὶ ἔκφυλοι, οἱ δὲ ἄλλοι πουλημένοι. Τὸ σημερινών μάλιστα «Σκρίπ», κύριοι, ἔχει μίαν συνέντευξιν μὲ τὸν γεραρὸν καθηγητὴν τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων κ. Μιστριώτην, ὁ ὁποῖος διατείνεται, ὅτι γνωρίζει πολλούς, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουσι πολλὰς ἐπιταγὰς ἐκ Ρωσσίας. Ὁ κ. Μιστριώτης εἶναι ἀνώτερος ὑπάλληλος, εἰς τὰ μάτια τοῦ λαοῦ εἶναι ὁ φρουρὸς καὶ ὁ ἀμύντωρ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ δύνασθε να φαντασθῆτε ὁποίαν ζημίαν κατεργάζεται ή ἐνστάλαξις αὐτοῦ τοῦ δηλητηρίου ἐπὶ δωδεκαετίαν ὁλόκληρον εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος πείθεται, καὶ δὲν δύναται παρά νὰ πεισθῇ, ὅτι ἐν τῇ πρωτευούση τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου καὶ ἐν τῷ Κράτει ὑπάρχουσι προδόται κατέχοντες μάλιστα θέσεις ἀμειβομένας ὑπὸ τῆς Πολιτείας. Ἐρωτῶ, κύριοι, διατί δὲν λαμβάνεται μέτρον οὐδὲν διὰ νὰ παύσῃ αὐτὸ τὸ κακόν; Διατὶ δὲν ἐρωτᾶται ὁ κ. καθηγητής, διατί δὲν ἀνακρίνεται πειθαρχικῶς, διότι ἴσως δικαστικῶς δὲν εἶνε δυνατόν κατὰ τοὺς κειμένους νόμους νὰ γίνῃ τοῦτο, διατί δὲν τῷ ἐπιβάλλεται νὰ καταγγείλῃ ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ προδόται νὰ τοὺς τιμωρήσωμεν, νὰ μείνωμεν τουλάχιστον ἡμεῖς οἱ ἄλλοι ἀπηλλαγμένοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας; Δὲν ἤθελον οὕτως προληφθῇ πολλά δυσάρεστα; Ὑπάρχει ἔκθεσις Εἰσαγγελέως, κύριοι, τοῦ μακαρίτου Μπενῆ Ψάλτη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὸν κ. καθηγητὴν ὡς ἀκαταλόγιστον.
        ΑΛΕΞΑΚΗΣ. Ἦτο ἀσέβεια αὐτὸ τοῦ αἰσχίστου εἴδους, ἀσέβεια ἡ ὁποία κατεδικάσθη.

         ΕΙΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Ἀσέβεια ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐτρελλάθη.
              ΕΤΕΡΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ. Ἦτο τρελλός ἔκτοτε.

        ΑΛΕΞΑΚΗΣ. Ὁ Μιστριώτης εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος.

           ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἐν ὅσῳ καταγγέλλει τόσον ἀορίστως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἡ δόξα τῆς Ἑλλάδος.

          Ἀλλ’ ἡ συζήτησις δυστυχῶς ἔγινε, κύριοι, καὶ πρέπει νὰ ἐξενέγκω καὶ ἐγὼ τὴν ταπεινήν μου γνώμην ἵνα δικαιολογήσω τὴν ψῆφον μου. Νομίζω, κύριοι, ὅτι ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, ποτέ δὲν ἐκινδύνευσεν οὔτε τώρα κινδυνεύει. Πάντως ἔχομεν, καὶ νομίζω ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἕλλην μὴ σεβόμενος τὴν Ἑλληνικὴν θρησκείαν ὡς τὸν συνεκτικόν δεσμὸν ὁλοκλήρου τοῦ Ἔθνους καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας τῆς παρελθούσης δουλείας καὶ ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι. Πάντες φρονοῦμεν περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι καθώς λέγει εἵς θεσπέσιος στίχος τοῦ Αἰσχύλου: «κρεῖσσον δὲ πύργου βωμός, ἄρρηκτον σάκος». Οὐδείς, οὐδ’ ὁ ἀπιστώτερος ἐξ ἡμῶν ἀκόμη, καὶ εἰς τὸ πενιχρότερον ἔρημοκλήσιον τῆς ἐξοχῆς ἀκροώμενος τῶν ἱερῶν φθόγγων τῆς λειτουργίας δὲν δύναται ἢ νὰ συγκινῇται, διότι ἐννοεῖ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην οὔ μόνον ὅτι εἶναι Χριστιανός μετὰ τῶν ἄλλων, καὶ ἄνθρωπος καὶ ἀδελφός, ἀλλ’ ὅτι εἶναι καὶ Έλλην. Διὰ τοῦτο οὐδεὶς διενοήθη ποτέ νὰ ἐπιβουλευθῇ τὴν γλῶσσαν τῆς Ἐκκλησίας.

         ΡΟΥΦΟΣ. Δὲν ἐγένετο ἀπόπειρα; Δὲν ἐγένετο μετάφρασις τοῦ Εὐαγγελίου;
              ΜΑΒΙΛΗΣ. Οὐδεὶς διενοήθη ποτὲ νὰ ἐπιβουλευθῇ ἤ νὰ μεταβάλῃ τὴν γλῶσσαν τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλὰ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν θέλομεν ὑψηλά, ἐκεῖ, ὅπου ἡ συνείδησις τοῦ Ἔθνους τὴν ὕψωσε, καὶ ὅπου πάντοτε ἔμεινε, διότι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἄλλας θρησκείας ἡ ἰδική μας ὑπῆρξε πάντοτε φιλελευθέρα, καὶ δὲν ἀντετάχθη ποτὲ εἰς τὴν πρόοδον τοῦ πνεύματος. Ἀλλά, κύριοι, δυστυχῶς οἱ ἐχθροὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν ὅτι ἐκτελοῦσιν ἔργον ἐθνικόν καλλιεργοῦντες ἐκτὸς τῆς ἐπισήμου γλώσσης καὶ τὴν οἰκογενειακήν γλῶσσαν, καὶ τὴν λαϊκήν γλῶσσαν, τὴν γλῶσσαν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, εἰς τὴν ὁποῖον ἐξωτερικεύονται τὰ ὡραιότατα καὶ θαυμάσια δημοτικά ἄσματα, οἱ ἐχθροὶ ἐκείνων, μὴ δυνάμενοι διὰ τῶν τετριμμένων πλέον καὶ ἀχρήστων ἐπιχειρημάτων περὶ διασπάσεως τῆς φυλῆς καὶ περὶ ζημίας ἐπικειμένης καὶ ἐπαπειλούσης τὸ Ἔθνος, ἐν ᾗ περιπτώσει ἤθελε καλλιεργηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ γλῶσσα, βλέποντες ὅτι οὐδὲν δύνανται πλέον νὰ κατορθώσωσι μὲ ἐκεῖνα τὰ ἐπιχειρήματα, πείθουσι τὴν Ἐκκλησίαν, κύριοι, ὅτι καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῆς κινδυνεύει, καὶ φέρουσι, κύριοι, ἄκουσαν τὴν θρησκείαν
ἀντιμέτωπον τοῦ προοδευτικοῦ πνεύματος, τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος. Γνωρίζετε, κύριοι, ὅτι ἡ ἱστορία ὁλοκλήρου τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Δύσεως εἶναι ἡ ἱστορία τῆς πάλης μεταξὺ τῆς ἐλευθερίας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ οὐδέποτε θὰ συμβῇ ἐν τῷ Ἑλληνικῷ κόσμῳ, καὶ διαπράττουσιν ἔγκλημα ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, ἵνα ἐπιτύχωσι τοὺς σκοτείους σκοπούς των μεταχειρίζονται τὴν στυγεράν συκοφαντίαν ὅτι δημοτικιστής σημαίνει και ἄθρησκος.

             ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Ποίους σκοτείους σκοπούς;

          ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἀλλά κινδυνεύει, κύριοι, ἡ γλῶσσα ἡ ἐπίσημος τοῦ Κράτους; Ἐὰν ἤθελε κινδυνεύῃ, ἡ ἑκάστοτε πλειοψηφία τῆς Βουλῆς δύναται ἐλευθέρως νὰ ψηφίσῃ νόμους καὶ ἐφαρμόσῃ νόμους, διότι ἀναγνωρίζει καὶ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἄλλως, παρά νὰ ἀναγνωρίσω, ὅτι ἡ Πολιτεία ἔχει δικαίωμα νὰ διαρρυθμίσῃ τὴν ἐπίσημον αὐτῆς γλώσσαν. Καὶ ὑπάρχουσι τοιοῦτοι νόμοι. Κατά τὸ 1905 εἶχεν ἔκδοθῇ Β. Διάταγμα περὶ ἐποπτικοῦ συμβουλίου τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως, τὸ ὁποῖον ἐτιμώρει τοὺς λειτουργοὺς τῆς Μ. Ἐκπαιδεύσεως ἐὰν ἀναμιγνύονται εἰς τὰς ἐγχωρίους πολιτικάς διαμάχας. Αὐτὸ ἀπηλείφθη, καὶ εἰς τὸ Διάταγμα τοῦ 1908 ἐθεωρήθη, καλόν νὰ ἐπιτραπῇ εἰς τοὺς λειτουργοὺς τῆς Μ. Ἐκπαιδεύσεως νὰ ἀναμιγνύωνται εἰς τὰς ἐγχωρίους πολιτικὰς διαμάχας, ἀλλ’ ἐπεβλήθησαν πειθαρχικαὶ ποιναὶ εἰς πολλὰς ἄλλας περιστάσεις, καὶ ἐν ἄρθρῳ 14, ἐὰν δεικνύωσι τάσιν ὁπωσδήποτε εξωτερικευομένην κατὰ τῆς προσιδιαζούσης εἰς τε τὰ σχολεῖα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτῶν Ἑλληνικῆς γλώσσης. Δὲν τὴν θεωρῶ πολὺ φιλελεύθερον, διότι αὐτὸ τὸ ὁπωσδήποτε ἐξωτερικευομένην δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ κατὰ πολλοὺς τρόπους καὶ δύναται καὶ καταχρηστικῶς νὰ ἐφαρμοσθῇ.

                  ΠΩΠ. Ἠξεύρετε πῶς ἐφηρμόσθη;

         ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοσθῇ, καὶ αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐκάστοτε ἀντιπροσωπείαν τοῦ Ἔθνους νὰ ἀπαιτήσῃ ἀπὸ τὰς Κυβερνήσεις νὰ έκτελῶσι τοὺς κειμένους νόμους καὶ διατάγματα. Ἄλλως καὶ οἱ θεσμοὶ τοῦ Συντάγματος καταπατοῦνται, καὶ ἡ πεποίθησίς μου εἶναι ὅτι πολὺ ὀλίγον ἐλειτούργησε τὸ Σύνταγμα ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῆς θεσπίσεως αὐτοῦ.

            ΠΩΠ. Δι’ αὐτὸ ἔγινε καὶ ἡ ἐπανάστασις.

            ΣΤΕΦ. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. Βλέπω ὅτι πρόκειται να λήξει ἡ ἀγόρευσις τοῦ κ. βουλευτοῦ, ὅστις καὶ πρώτην φορὰν ἀνῆλθε τὸ βήμα και βραδέως ὁμιλεῖ, καὶ ζητῶ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ὑπὲρ ἡμῶν νὰ ἐπιτραπῇ τὸ αὐτὸ προνόμιον καὶ εἰς αὐτόν, ὅπερ καὶ εἰς τὸν κ. Γαλανόν.

            ΠΟΛΛΟΙ. Μάλιστα, μάλιστα.

           ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Ἐγώ, κύριε βουλευτά, χωρίς νὰ ἐρωτήσω τὴν Βουλὴν προσεμέτρησα τὸν χρόνον τῆς διακοπῆς. Λοιπὸν συναινεῖ ἡ Βουλὴ ἵνα παραταθῇ ἡ ἀγόρευσις τοῦ κ. Μαβίλη ἐπὶ ἓν τέταρτον εἰσέτι;
           ΠΟΛΛΟΙ. Μάλιστα, μάλιστα.

       ΜΑΒΙΛΗΣ. Εἰπὼν σκοτείους σκοποὺς δὲν ἀνέφέρον αὐτάς τὰς λέξεις δι’ οὐδένα παρόντα, ἐννοείται, ἀλλὰ διὰ τοὺς γεννήσαντας τὰς πρώτας φήμας. Δὲν θέλω νὰ ὑποτεθῇ ὅτι ἐγὼ ἠθέλησα νὰ ἐξυβρίσω τινά.

       Κινδυνεύει ἡ γλῶσσα τοῦ ἐπισήμου Κράτους, κύριοι, ἐάν, ἀφοῦ δημοκρατούμεθα, ὑπάρχουσιν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι νομίζουσιν ὅτι, ἀφοῦ ἑκάστη ψήφος καὶ τοῦ τελευταίου ἀγρότου ἀκόμη βαρύνει ἐπί τῆς τύχης τοῦ Ἔθνους, νομίζουσιν ὅτι πρέπει ὡς τάχιστα νὰ μορφωθῇ αὐτὸ τὸ Ἔθνος, καὶ ἐπειδὴ ἐσχημάτισαν τὴν γνώμην ὅ,τι ἀφοῦ αὐτὸ δύναται νὰ γίνῃ μόνον δι’ ἑνὸς ὀργάνου συνεννοήσεως κοινοῦ, καὶ ἀφοῦ ἐπείσθησαν ὅτι διὰ νὰ ὑπάρχει τοιοῦτον ἓν ἐκ τῶν δύο πρέπει νὰ συμβῇ, ἢ νὰ ὑψώσῃ κανεὶς ὁλόκληρον τὸ ἐπίπεδον τοῦ Ἔθνους τῶν 8 ἤ 10 ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων εἰς τὸ ὕψος, εἰς ὃ εὑρίσκεται ἡ μεμορφωμένη τάξις, ὥστε νὰ δύναται νὰ γίνῃ ἡ ἀπαιτουμένη ἀνταλλαγή ἰδεῶν, αἰσθημάτων —τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνθρωπίνως ἀδύνατον, καθώς τὸ λέγει ὁ Κοραῆς, διότι τὴν γλῶσσαν ἑνὸς λαοῦ δὲν κατώρθωσε κανεὶς τύραννος νὰ μεταβάλῃ— ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἐπείσθησαν ὅτι δὲν ὑπάρχει παρὰ ὁ ἄλλος τρόπος τῆς βαθμιαίας ἀνυψώσεις ἀφ’ ἑνὸς τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ, καλλιεργείας τῆς γλώσσης τοῦ λαοῦ, ἀποκαθάρσεως αὐτῆς, καὶ ἐξ ἄλλου μιᾶς προσαρμόσεως βαθμιαίας καὶ αὐτῆς τῆς νῦν ὑπὸ τῆς πλειοψηφίας θεωρουμένης ὡς ἐπισήμου γλώσσης, ὥστε νὰ ἐπέλθῃ ἡ ποθουμένη συνάντησις, τὸ ποθούμενον μῖγμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον θὰ ἀποτελέσῃ τὴν μίαν γλῶσσαν τοῦ Ἔθνους, ἡ ὁποία θὰ ἔχῃ ἐν αὐτῇ ὁλόκληρον τὴν κληρονομίαν τοῦ παρελθόντος, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ καλλιτέρα περγαμηνὴ καὶ ἡ λαμπροτέρα καὶ ἡ ἀφθαρτοτέρα περγαμηνὴ τοῦ Ἔθνους ἡμῶν, κύριοι. Δὲν εἶναι ἡ γλῶσσα, τὴν ὁποίαν ἐκ τῶν βιβλίων δύναται νὰ μάθη καὶ εἷς ξένος ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἡ γλῶσσα ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ πατρὸς εἰς υἱὸν διὰ τῶν αἰώνων. Καὶ δι’ αὐτῆς τῆς γλώσσης μόνον εἶναι δυνατὸν ὄχι μόνὸν νὰ φωτισθῇ ἡ διάνοια τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ νὰ μορφωθῇ ἡ καρδιά του, νὰ μάθῃ νὰ θυσιάζῃ ἕν μέρος  τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τῶν ὑπαρχόντων του ἐν ἀνάγκῃ διὰ τὸ κοινὸν καλόν, νὰ μάθῃ τὴν αὐταπάρνησιν καὶ τὴν αὐτοθυσίαν, τὴν ὁποίαν ὁ Ἑλληνικός λαός ἔχει πάντοτε, διότι ἡ ἐνέργεια τοῦ σχολείου εὐτυχῶς ἔμεινε μόνον ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ καὶ δὲν ἔθιξε τὰ μυχαίτατα αὐτοῦ. Ἀλλά, κύριοι, ἐκεῖνοι, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐπέδρασαν ἐπὶ πλειότερον χρόνον τὰ σχολεῖα μας, ἔφερον τὴν εἰκόνα τὴν ὁποίαν ἔχομεν ἐκτετυλιγμένην ἐνώπιον ἡμῶν κατὰ τὴν τελευταίαν δεκαετηρίδα, ἔχομεν τὰς καταχρήσεις, ἔχομεν τὰς ψευδεῖς καταμηνύσεις, ἔχομεν τὰς συκοφαντίας.

       ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Μὴ τὰ λέγετε αυτά, κύριε συνάδελφε. Ἡ ἐπίδρασις τῶν σχολείων ἔφερε τὰς καταχρήσεις ;

      ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἔχομεν τοὺς ἀπαλλαγέντας, κύριοι! Διότι τὸ σχολεῖον ἐγκαταλείπει τὸν μαθητὴν ἀνερμάτιστον καί, ἢ δὲν μανθάνει νὰ γνωρίζῃ τίποτε ἀνώτερον τοῦ συμφέροντός του καὶ δὲν συνηθίζει νὰ διαβάζη οὔτε ἕν ποίημα εἰς ὅλην τὴν ζωήν του καὶ δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ τὸν Παλαμᾶν, ἢ καταφεύγει εἰς τὰ ξένα μυθιστορήματα, διδάσκοντα αὐτὸν νὰ μισῇ ὅ,τι Ἑλληνικόν.
    ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ. Τί λέγετε καλέ; Νὰ μισοῦν πᾶν τὸ Ἑλληνικόν μανθάνουν εἰς τὰ σχολεία;

     ΜΑΒΙΛΗΣ. Ἅφετε, κύριοι, ἐλευθερίαν, μόνον ἐλευθερίαν ζητοῦμεν, εἰς τὰ διάφορα ρεύματα ἰδεῶν·  ἐκ τῆς συγκρούσεως αὐτῶν θέλει γεννηθῇ ὁ σπινθήρ, ὁ ὁποῖος βαθμηδόν μεγεθυνόμενος θὰ εἶναι ὁ ποιητὴς τῆς φυλῆς, ὁ συνενῶν ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν τὴν θερμότητα καὶ ὅλον τὸ φῶς τοῦ παρελθόντος τῆς φυλῆς, καὶ δι’ αὐτῆς τῆς θερμότητος καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ φωτὸς θὰ καταυγάσῃ καὶ θὰ θερμάνῃ τὴν φυλὴν εἰς τὸν δρόμον της πρὸς τὸν πανύψιστον προορισμόν της. (Χειροκροτήματα παρατεταμένα).