Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

«Η χήρα ξεσπαθονει…»


Σάτιρα από τον Νικόλαο Φαρδύ ...σχεδόν αποκριάτικη!

 


 

Το παρακάτω  απόσπασμα προέρχεται από ένα σατιρικό ποίημα που ο Σαμοθρακίτης ιατροφιλόσοφος Νικόλαος Φαρδύς (2 Μαΐου 1855 - 25 Ιουλίου 1901) έγραψε στο τέλος της δεκαετίας του 1890, λίγα χρόνια προτού πεθάνει,  μέσα στην έξαψη της διαμάχης του με τον Αρμένιο ψευτογιατρό Κιρκορ που είχε εμφανιστεί (και σταδιοδρομήσει «εν βραχεί») στη Σαμοθράκη με την ευκαιρία του ξεσπάσματος μιας επιδημίας ευλογιάς και τελούσε υπό την προστασία ισχυρού προσώπου της διοίκησης του νησιού. Στο ποίημα χρησιμοποιούνται ως βάση το ποίημα «Μαύρη ειν’ η  νύχτα στα βουνά» του Αλέξανδρου-Ρίζου Ραγκαβή, το «Ύμνος εις την Ελευθερίαν»  του Διονυσίου Σολωμού όπως και  μερικά δημώδη στιχουργήματα. Αντικείμενο της  χλεύης του Φαρδύ είναι κάποια «χοντροχήρα» του νησιού που έπεσε θύμα της σαγήνης του αγύρτη «γιατρού» και είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί του. Το ποίημα αυτό, μαζί με το (ανέκδοτο ακόμη) εκτενές και σατιρικό επίσης, ηθογραφικό του διήγημα «Κυρκοράδος ο τσαρλατάνος εν Σαμοθράκη», καθώς και άλλα κείμενα ή εργασίες του Φαρδύ, απόκεινται σήμερα στο Αρχείο Ίωνος Δραγούμη στην ΑΣΚΣΑ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Ι. Δραγούμης είχε πάρει μαζί του και διέσωσε ένα μέρος από τις μεταγραφές δημοτικών τραγουδιών από τον Φαρδύ  όταν είχε επισκεφθεί το νησί στα 1906,  πέντε χρόνια αφ’ ότου εκείνος είχε πεθάνει.  Ο Φαρδύς υπήρξε εισηγητής ενός «σκληρού» μονοτονικού συστήματος (υπερ της ατονου και απνευματιστου γραφης) της νεοελληνικής γλώσσας. Έτσι, χρησιμοποιεί μόνον ...αποστρόφους και υπογεγραμμένες:

 

Μαυρ’ ειν’ η νυκτα στα βουνα

Στους βραχους πεφτει χιονι.

Στην καμαρα τη σκοτεινη

Η χηρα ξεσπαθονει

 

Στο δεξι χερι το γυμνο

Βασταει το βυζακι

Και με το αλλο της κρατει…

Δεν θα το πω …ειναι ντροπη

Που να τρωγε φαρμακι.

 

Φευγει η τιμη χλωμη, χλωμη

Την αδιαντροπια της

δεν εχει τσιπα και ντροπη

Η χηρα όταν πωρωθη.

Φουρτουνα στα μερια της!

 

Βαρια, βαρια βοϊζ η γη

Βαρια αναστεναζει

Εδω χιχι εκει φιλι

Παει της χηρας η τιμη

Αλλοιμονο φωναζει.

……………………………………….

Σε γνωριζω απο τα ματια

Πως τα συκα αγαπᾳς

Σε γνωριζω χονδροχηρα

Τι θα καμῃς, που θα πᾳς;

 

Απο κοκκαλα βγαλμενη

κι απο λασπαις του ρυακιου

Χηρα, χηρα κακομοίρα

Σεἰσαι η λερα του χωριου.

 

Εκει μεσα κατοικουσες

μ’ αδιαντροπη μορφη

Τον Αρμενη καρτερουσες

Ελα παλι να σου πῃ.

 

Αργιε ναρθ’ εκεινη η μερα

Κ’ ηταν ολα σιωπηλα

Κι ὄταν ηρθε ο Αρμενης

Όλα γελοιο και χαρα.

 

Δυστυχης! Θα ερθῃ η ωρα

Που τα βασανα σ’ θα λες

Θα χτυπησῃς το κεφαλι

Σαν μωρο παιδι θα κλαις.

 

Ακαρτερει, ακαρτερει

Και θα δῃς τι θα σου βγῃ

Τον Αρμενη ν’αγκαλιαζῃς

Χοντροχηρα παλαβη.

 

Και θα λεγῃς τον καϋμο σου

Σαν τρελλη θα περπατας

Κι’ολοι θα σε λεγουν φευγε

Βρωμοχηρα απ’ τἀμας.

 

Τοτε θα σηκονεις βλεμμα

Μες στα κλαϋματα θολο

Και ο κοσμος θα σε λεγῃ

Χηρα μου Λολολολο.

 

Με τα μουτρα μαυρισμενα

Παντα νυχτα και κρυφα

Θα πηγαινῃς στους γειτονους

Και θα λες αυτα κι’αυτα

 

Μοναχη μεσα στους δρομους

Σαν ψωριαρικο σκυλι

Θα γυριζης καθως εισαι

Χηρα ατιμη τρελη.

 

 

[…] Τη δροσερή πολυπραγμοσύνη τοῦ Φαρδύ μόνο τὰ μεγάλα μυαλά καὶ τὰ παιδιὰ τὴν ἔχουν. Μελετούσε τὴν ἱστορία καὶ τ᾿ ἀρχαῖα τοῦ νησιοῦ του, ὁδηγοῦσε τοὺς ξένους ἀρχαιολόγους, που ἤρχονταν γιὰ νὰ κάμουν ἀνασκαφές, ἔγραφε ἄρθρα γι' αὐτά που σπούδαζε κ’ ἔβλεπε, προσπαθοῦσε νὰ ἀναμορφώση τους συντοπίτες του καὶ τὴν ὀρθογραφία —ἤθελε τὴ φωνητικὴ ὀρθογραφία με λατινικά ψηφία— μ’ ἕνα βιβλιαράκι του κατάργησε τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, στα γραφόμενά του γιὰ τὴ θρησκεία θέλησε νὰ γίνη Λούθηρος, λυτρωτὴς τῆς ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, μάζευε τὰ τραγούδια τοῦ νησιοῦ του κ’ ἔγραφε σατυρικὰ ποιήματα καὶ διηγήματα μέτρια. Σ’ ὅλα ἦταν ἀναμορφωτής, ἐξὸν στὴ γλῶσσα. Ἀλλὰ καὶ στὰ κοινοτικὰ εἶχε πάντα τὸ λογάκι του και προπάντων στὰ σπουδαῖα περιστατικά, ὅπως ὅταν ἦρθε στο νησί κ’ ἐγκαταστάθηκε ὁ Ἀρμένης ὁ ψευτογιατρός, ὅταν ἔρχονταν κανένας ξένος ἀρχαιολόγος, φιλολόγος ἢ βοτανικός, ὅταν σείστηκε ἡ γῆς κ’ ἔπεσαν τὰ σπίτια στὴ Χώρα καὶ ἔφτασε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ἕνα πολεμικὸ μὲ βοηθήματα καὶ μ’ ἕναν καθηγητὴ ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο γιὰ νὰ δῆ τί λογῆς σεισμὸς εἶχε γίνει. Ἀπὸ μέσα ἀπὸ ἕνα νησί με νησιῶτες μισοάγριους καὶ ὁλότελα σκλάβους, ξεχώρισε ἕνας, για κάποιο λόγο […]

Ίων Δραγούμης, «Σαμοθράκη (Το Νησί)»

 



 

Ο Νικόλαος Φαρδύς γεννήθηκε το 1855 και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Σαμοθράκης. Οι άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο σκλαβωμένο από τους Τούρκους νησί, ανάγκασαν τον πατέρα του να τον στείλει στη Σμύρνη για να ζήσει καλύτερα. Εκεί είχε την ευκαιρία να μάθει γράμματα και αργότερα σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή. Εφόσον τελείωσε τις σπουδές του γύρισε στο νησί και στη συνέχεια εργάστηκε για δύο, τρία χρόνια σαν δάσκαλος στη Θράκη. Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν, αποφάσισε και πήγε στη Μασσαλία όπου σπούδασε ιατρική. Αρκετά χρόνια αργότερα, εργάστηκε στην Κορσική ως διευθυντής σχολείου της ελληνικής παροικίας και συνέγραψε την ιστορία της.

Το 1887 επιστρέφει στο νησί με την ιδιότητα του γιατρού, αναλαμβάνει καθήκοντα δημάρχου και παράλληλα αναλαμβάνει και τη διαχείριση του σχολείου. Μεγάλο όμως πάθος του ήταν η συλλογή αρχαιοτήτων και η καταγραφή της ιστορίας του νησιού της Σαμοθράκης. Είναι γεγονός ότι λόγω της μεγάλης του αυτής αγάπης, έδωσε στον μικρότερο γιο του το όνομα Σαμοθρακίτη ιερέα των Μυστηρίων,  Δημοκλή, όνομα του βρήκε σε μια επιγραφή στην Παλαιάπολη, την ημέρα που γεννήθηκε ο γιός του.

Θετικές είναι όλες οι αναφορές περιηγητών  για τον Ν. Φαρδύ, που περνάνε από το νησί εκείνη την περίοδο και μάλιστα ο Ίων Δραγούμης στο έργο του «Σαμοθράκη», ονομάζει τον Φαρδύ «ομόφυλο του Πλάτωνα» για την σπουδαία λογική του. Έμεινε γνωστός για τη σημαντική του συμβολή στην ανάπτυξη του τόπου, αλλά και ως ένας από τους κύριους εισηγητές της γραφής χωρίς τόνους, πράγμα που υπερασπίσθηκε με σθένος. Πέθανε το 1901. Μετά τον θάνατό του τα περισσότερα χειρόγραφά του χάθηκαν, ενώ λιγοστά από αυτά βρέθηκαν στο προσωπικό αρχείο του Ίωνος Δραγούμη [Πηγή: Δήμος Σαμοθράκης].