26 Μαρτίου 2016
Καστοριά, Μπαϊρακτάρειο ωδείο
Παρουσίαση του βιβλίου με διηγήματα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, "Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες", εκδόσεις Κίχλη, 2015.
http://fouit.gr/ |
Για το βιβλίο και τον Ηλία μίλησαν επίσης ο φιλόλογος Αλέξιος Παπαλεξίου & ο συγγραφέας & μεταφραστής Σπύρος Γιανναράς. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την δική μου συμμετοχή στην εκδήλωση:
Για
να δικαιολογήσω το πρώτο -και κύριο- συστατικό της ιδιότητάς μου, αυτό του Νευρολόγου, θα
προσπαθήσω να σας οδηγήσω σε μια κάπως σύνθετη συνεπαγωγή περνώντας μέσα από
τους λειμώνες της Νευρολογίας.
Πορτραίτο του Georges Gilles de la Tourette (1857-1904). |
O Γκλέν Γκούλντ, ο καναδός πιανίστας, «ο γιός του γουναρά» ο «ντυμένος με βαριά ρούχα
χειμώνα καλοκαίρι» και
που «σ’ ένα εξοχικό παραλίμνιο απομονώνονταν για να μελετήσει, να κελαηδήσει
παραλίγο να πω…» υπήρξε σπουδαίος σολίστας του πιάνου και
σταμάτησε να συμμετέχει δημόσια σε recitals
ή συναυλίες σε ηλικία 30 ετών οπότε και επιδόθηκε συστηματικά στις σπουδαίες,
και μαζί ιδιότυπες, ηχογραφήσεις της δουλειάς του. Πέθανε το 1982, σε ηλικία μόλις
50 ετών, ύστερα από εγκεφαλική αιμορραγία λίγο προτού αποσυρθεί –όπως είχε
αποφασίσει- και από τις ηχογραφήσεις. Τον βλέπουμε σε ταινίες να παίζει καθισμένος
σ’ ένα χαμηλό καρεκλάκι, που καμία δεν έχει σχέση με το γνωστό σκαμπό του πιανίστα,
να μορφάζει, να εκστασιάζεται, να σηκώνει ξαφνικά το αριστερό του χέρι από το
κλαβιέ και να διευθύνει τον εαυτό του ψαύοντας ταυτόχρονα τον αέρα σαν να σχηματίζει,
με τα αεικίνητα μακριά του δάκτυλα, νότες πάνω σε φανταστικά πλήκτρα. Ταυτόχρονα
ακολουθεί -τραγουδώντας την μουσική!- στις Παραλλαγές
Γκόλντμπεργκ ή στο Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Γιόχαν
Σεμπάστιαν Μπάχ, που ο ίδιος ερμηνεύει στο πιάνο…
«[…] Μουρμούριζε τη μελωδία όπως παιδί
συνεπαρμένο απ’ το παιχνίδι ή σαν ψυχή που τον κόσμο αποχαιρετά […]»
Μπορούμε
να δούμε την καρέκλα του Γκλέν Γκούλντ σε φωτογραφίες από το National Arts Center στην Οττάβα.
«[…] Σε γυάλινη σαρκοφάγο μέσα ψιθυρίζει την
ορφάνια της, γιατί ορφανεύουν και τα πράγματα […]».
Όταν
προσέξουμε καλά -το φθαρμένο από τον καιρό και την πολυχρησία- κάθισμα, διαπιστώνουμε
ότι στην ουσία πρόκειται για ένα παιδικό καρεκλάκι, βαμμένο κάποτε μαύρο που,
τώρα πια ξεθωριασμένο σε πολλά σημεία, αφήνει να φανεί ένα κίτρινο υποστρωματικό
χρώμα σαν χρυσός. Στην πλάτη του ελαφρού και πτυσσόμενου καθίσματος δεσπόζει, δουλεμένο
στο ξύλο, ένα διακοσμητικό κλαδί με πλατειά μάλλον φύλλα. Μπορούμε επίσης εύκολα
να διακρίνουμε, τους κατάλληλα προσαρμοσμένους σιδερένιους οδηγούς που αυξομειώνουν
το ύψος των ποδιών του καθίσματος.
«[…] Ο πατέρας του του έφτιαξε μια πτυσσόμενη καρέκλα με ύψος ρυθμιζόμενο. Ποτέ δεν κάθισε σε άλλη για να παίξει. Συγγενή και συνοδοιπόρο την έλεγε […]»
«[…] Ο πατέρας του του έφτιαξε μια πτυσσόμενη καρέκλα με ύψος ρυθμιζόμενο. Ποτέ δεν κάθισε σε άλλη για να παίξει. Συγγενή και συνοδοιπόρο την έλεγε […]»
Όμως
εκείνο που προκαλεί την ζωηρότερη εντύπωση είναι πως όλο κι όλο μια φαρδιά
σανίδα, στο μέσον της έδρας και κατά μήκος του καθίσματος, είναι αυτή που κρατούσε το βάρος του σώματος
του Γκλεν. Εκατέρωθεν της σανίδας αυτής -που καλύπτει μόλις σχεδόν το ένα έκτο
της εδραίας επιφάνειας- υπάρχει μεγάλο χάσμα. Δεν είναι λοιπόν αυτό ένα κάθισμα
αναπαυτικό. Είναι θεραπευτική μέθοδος, νάρθηκας, επιβολή ασκητικής, τιμωρία
ίσως... Προς τί άραγε;
Ο Γκλέν
Γκούλντ έπασχε από το σύνδρομο Gilles de la
Tourette. Μας το λένε οι βιογράφοι
του. Ο πιανίστας ξεχώριζε για τον ελεύθερο και ιδιωματικό τρόπο ερμηνείας των έργων
που παρουσίαζε. Το σώμα του έπαιρνε ιδιότυπες στάσεις, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ
τα πεντάλ του πιάνου, θεωρούσε πως με το να σιγοτραγουδά την ώρα που έπαιζε,
συμπλήρωνε την αδυναμία του πιάνου να αποδώσει με τελειότητα τη μουσική. Από
τις ηχογραφήσεις ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί η φωνή του, που μας απέμεινε ως
αδιάψευστη μαρτυρία αυτής της ιδιοτυπίας. Το μη-κάθισμα λοιπόν, πάνω στο οποίο ο
Γκλέν Γκούλντ προσάρμοσε το σώμα του και την έκφραση της ερμηνείας του,
φυλάκισε και μαζί διευκόλυνε. «Η καρέκλα» ήταν ο κηδεμόνας πάνω στον οποίο
έπρεπε να πειθαρχήσουν οι παρορμήσεις, οι υπερκινησίες, οι ενοχλητικές υπερβολές
της νόσου ώστε να μην αποκαλυφθεί το πρόβλημα
μα κυρίως να μην βλαφθεί η ερμηνεία, να μην τραυματισθεί ο ήχος, να μην καταστραφεί
η μεγάλη μουσική, να αναδειχθεί ο σολίστας! Όλα θα έπρεπε να υποταχθούν σε άλλο
εύρος κινήσεων, σε άλλο μέγεθος, σε μιαν άλλη «φόρμα»…
[PHOTO: N.T.] |
Ο
Ηλίας Παπαμόσχος τύπωσε τον Ιούνιο του 2015, την «Αλεπού της σκάλας» το πέμπτο του κατά σειρά βιβλίο, στις εξαιρετικές
εκδόσεις «Κίχλη», αισίως συμπληρώνοντας τον αριθμό εκατό τυπωμένων διηγημάτων σε
βιβλία, από το 2004 που κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή. Πέντε βιβλία σε έντεκα χρόνια, μια διόλου ευκαταφρόνητη συγκομιδή. Κατά την προαναγγελία της έκδοσης ο
συγγραφέας έγραψε την εξής σιβυλλική φράση :
«Το βιβλίο μου αυτό το αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλο. Είναι παιδί του πολέμου».
Τί
εννοεί ο φίλος;
Η
συλλογή περιλαμβάνει είκοσι τρία διηγήματα. Τα επτά διηγήματα φέρουν αφιερώσεις.
Δυο από τα πρόσωπα που τους αφιερώνεται διήγημα έχουν περάσει στην απέναντι όχθη.
Πρόκειται για τον συγγραφέα Πέτρο Κουτσαμπασιάκο που πέθανε το 2014 και για την
Νένη Τσαδήλα που τον ακολούθησε το 2015. Οι άλλοι πέντε άνθρωποι, με άμεσο ή με
έμμεσο τρόπο, εμπλέκονται στην περιπέτεια της υγείας του, στον νικηφόρο πόλεμο
που έδωσε ο Ηλίας και οι δικοί του. Να εννοεί αυτόν λέγοντας «πόλεμο»; Δύο
μονάχα διηγήματα κάνουν ευθεία αναφορά στο χρονικό της αρρώστιας: Το διήγημα «Η
εγχείρηση» και το «Η ζωή είναι». Θα τολμήσω να ισχυρισθώ πως όχι. δεν
εννοεί αυτόν τον πόλεμο!
Μήπως
όμως εννοεί την περιπέτεια της έκδοσης του βιβλίου; Τον πόλεμο με την
επιπολαιότητα, τη σκοπιμότητα -ή εμμονή- των επώνυμων εκδοτικών οίκων που με
αδιαφορία αντιμετώπισαν και με διάφορες προφάσεις και προσχήματα απέρριπταν
διαδοχικά επί τρία σχεδόν χρόνια, την έκδοσή του καθώς θεωρούσαν το διήγημα σαν
εμπορικά «χαμένη υπόθεση» ενώ τις μυθιστορηματικές φλυαρίες άξιες να τυπωθούν
σε πολυσέλιδους ογκώδεις τόμους σαν «επιτυχημένη επιλογή»; Το αποκλείω κι αυτό απερίφραστα!
Τότε
θα εννοεί «την κοινωνική και οικονομική Κρίση» που εξακολουθεί να μαίνεται,
ρημάζοντας τις ζωές μας και τον τόπο,
εδώ κι έξη χρόνια… Δεν έχει γράψει φυσικά ο Παπαμόσχος «λογοτεχνία της κρίσης»
. Ένα μονάχα διήγημα «Η συνάντηση», με τον πικρό και σκωμματικό του επίλογο, κάνει
ίσως μια έμμεση αναφορά στην κρίση. Ενδεχομένως κάποια μάχη δόθηκε κι εδώ: να
κρατηθεί o συγγραφέας και η Τέχνη του έξω από την εύκολη εκτόνωση,
σύμφωνα με το πλούσιο θεματικό υλικό από ιστορίες που προσφέρει «η κρίση», όμως
θεωρώ πως ούτε κι αυτό εννοούσε.
Τότε;
Εικοσιτρία τον αριθμόν τα διηγήματα της συλλογής.
Οκτώ από αυτά έχουν προδημοσιευτεί στο Σαββατιάτικο ένθετο, της εφημερίδας
«Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη» και επιλέχθηκαν ανάμεσα από τα τριάντα περίπου
δημοσιευμένα εκεί. Δύο από τα διηγήματα «Η καρέκλα του Γκλέν Γκούλντ» και το «Κοτσύφι»
έχουν πρωτοδημοσιευτεί, στην σχεδόν θεσμική αγκαλιά για το έργο του Ηλία Παπαμόσχου
και βήμα πολλαπλών πρώτων δημοσιεύσεων του συγγραφέα, στην εφημερίδα «ΟΔΟΣ της
Καστοριάς». Ένα άλλο -το εκτενέστερο και αριστουργηματικό διήγημα της συλλογής
με μόλις 1.028 λέξεις!- δημοσιεύθηκε σε δεκαπενταυγουστιάτικο αφιέρωμα της
εφημερίδας «Καθημερινή» το 2014. Τα άλλα δύο που απομένουν («Το θέαμα» και η «Η
εγχείρηση») δημοσιεύθηκαν σε ισάριθμα λογοτεχνικά περιοδικά.
Ο
Ηλίας Παπαμόσχος είναι ώριμος πια και κάτι παραπάνω από αναγνωρίσιμος διηγηματογράφος,
«ταγμένος» από νωρίς στη μικρή φόρμα. Ωστόσο για τις ανάγκες
του εντύπου με το οποίο συνεργάστηκε, θα προέκυψε μάλλον η απαίτηση να υπάρξει δραστικός
περιορισμός στην έκταση των κειμένων του αφού ο χώρος που μπορούσε να διατεθεί
δεν ήταν απεριόριστος. Ίσως επίσης να συζητήθηκε ακόμα και κάποιος προσανατολισμός
της θεματογραφίας. Ο συγγραφέας δημοσίευε τα κείμενά του στη «Βιβλιοθήκη» επί
ένα σχεδόν χρόνο. Διοχέτευε εκεί ανελλιπώς μια παραγωγή δυο μέχρι τριών διηγημάτων
το μήνα.
Στένεμα με χρονικά πλαίσια, τήρηση της
συχνότητας αποστολής των κειμένων, επιλογή των θεμάτων και αυστηρός περιορισμός
στην έκταση των διηγημάτων. Ο ήδη πειθαρχημένος δηλαδή θα ’πρεπε να πειθαρχήσει
κι άλλο. Ψαλίδισμα, λιτότητα πάνω στη λιτότητα, τίγρευση αγρία των κειμένων. Υπολόγισα
ότι τα δημοσιευμένα στην «βιβλιοθήκη» διηγήματα αριθμούν κατά μέσο όρο το
καθένα περί τις 350 λέξεις ή και λιγότερο. Τί άλλο είναι όλα τούτα παρεκτός από
την ίδια την …«καρέκλα του Γκλεν Γκουλντ» που υποχρεώνει τον συγγραφέα να
περιορίσει σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης των κειμένων και να τροποποιήσει τον εκφραστικό
του τρόπο;
Ναι,
αυτό αρχίζει και μοιάζει με πόλεμο!
Μετά
την οριστική διακοπή της έκδοσης του εντύπου ο Ηλίας Παπαμόσχος (…Γκούλντ κόντεψα
να πω!) -καθώς αναζητά εκδότη για τα
διηγήματά του κι ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται στην περιπέτεια της υγείας του-
ολοκληρώνει από το 2012 μέχρι το 2014 ακόμη δέκα διηγήματα που θα συμπεριληφθούν
στη συλλογή. Η υπέρ-μικρή τώρα φόρμα φαίνεται πως αποτελεί τον …καινούργιο του
τρόπο. Το ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Η ζωή είναι» ολοκληρώνεται με μόλις 83 λέξεις!
[PHOTO: N.T.] |
Γραφή
ελλειπτική, υποδειγματική πύκνωση περιεχομένου, γλώσσα ποιητική και απολύτως προσωπικό
ύφος. Τα κείμενα κινούνται από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι τις παρυφές του πεζογραφικού
εξπρεσιονισμού σε μια συνύπαρξη με θραύσματα λυρικής-παραδοσιακής γραφής. Μαζί,
το ιδιότυπο συντακτικό και οι λεκτικοί μαίανδροι. Η Μνήμη κι ο Τόπος παντού.
Αλλά σαν να φορούν την ανωνυμία. Το «είναι» που ταυτοποιείται δια των απωλειών.
Μια αίσθηση αναίρεσης ή ακύρωσης του συνειδητού χρόνου να επικρατεί. Ένας
ενσωματωμένος στα δομικά συστατικά της γραφής ρυθμός που παράγει μουσική. Η
διήγηση -ευσύνοπτη, απέριττη, σκοτεινή, καίρια- ηχεί άλλοτε σαν μονωδία ενός
τσέλο άλλοτε σαν ξέφρενη βιολιστική τρίλια κι άλλοτε σαν «νυχτερινό» σε πιάνο.
Όλα μοιάζει να ακινητούν, χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Καμιά αφύσικη, επιτηδευμένη
και φτηνή εκδραμάτιση δεν προκύπτει. Μόνιμη αναφορά στην απώλεια μα και η νοσταλγική
επανάκληση -αλλά σαν υποταγή- εναλλάσσονται. Το «υπάρχειν» και το «μη υπάρχειν»
διαρκώς μετεωρίζουν τη γραφή ανάμεσα στο νυν και στο επέκεινα, σε διαδρομές όπου
ο Παπαμόσχος έχει ασκηθεί επιμελώς και συχνά εκ των πραγμάτων. Η τέχνη του που φανερώνεται
με ιδιοσυστασία καθαρής ποίησης, αποτελεί μια ολότελα δική του κατάκτηση.
Τα
διηγήματα του Παπαμόσχου μοιάζουν με ζωγραφικά κάδρα ζωής ή ασπρόμαυρα
φωτογραφικά πορτρέτα που αφήνουν να εντυπώνεται πάνω τους ένα ιλιγγιώδες βάθος πεδίου.
Σπαράζουν οι μορφές σε μια περίληψη ζωής. Και μιλούν τα δικά τους… Αν μιλούσα για τη ζωγραφική που μου φέρνει στο
νου η γραφή του απερίφραστα θα αναφερόμουν στους Μπρέχελ, Πανσέληνο, Βαν Γκογκ,
Σεζάν, και Μπουζιάνη.
Ο
συγγραφέας εμμονικά θυμάται, ανασύρει από την αφανιστική λήθη, παρατηρεί και
περιγράφει εικόνες ανθρώπων και πίνακες πλημμυρισμένους με σκηνές αλλοτινής ζωής. Πρόσωπα οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων […]Φωτοσκιάσεις αινιγματικές
προκύπτουν και σκοτεινές ατραποί αναδεικνύονται.
Όλα σαν να ποζάρουν εν
σιωπή με τον τρόπο των προσώπων στα Φαγιούμ. Ο Παπαμόσχος μεταθέτει τα
πάντα στο δικό του χωρόχρονο. Για να τα προσκυνήσει. Να τα υμνήσει. Να τα
αποχαιρετήσει. Μα και να τα ξαναζωντανέψει…
Στο
motto του βιβλίου μια φράση από το διήγημα του Γιώργου
Γκολομπία «Το άρρωστο σπίτι».
«Μπορεί και από μόνος μου να την ήξερα την
ιστορία».
Πότε
γράφεται μια ιστορία; Δεν μας αρκεί η διήγηση των άλλων ή όσα έχουν βιωθεί εκ
μέρους μας μονάχα. Η μνήμη είναι αυτή που θα επεξεργαστεί, θα συνθέσει και θα αφαιρέσει
απωθώντας. Κι αυτή που στην κατάλληλη στιγμή θα αφήσει την ιστορία που
δρασκέλισε μέσα μας …έτοιμη, καθαρογραμμένη πια στην άκρη των γραφίδων (ή στα
ακροδάχτυλά μας που δέρνουν τα πληκτρολόγια).
Τα
έρημα σπίτια, οι ορφανές στέγες με τα κοράκια που τις κατοικούν και τις
γυροφέρνουν. Τα βασανισμένα ζώα -τα αγρίμια και τα οικόσιτα- που τα πάθια τους αξεχώριστα
από ’κείνα των ανθρώπων. Εμμονή με τα κυνήγια. Θεριστές ζωής οι κυνηγοί. Να λοιπόν
και κάποιος θνητός που στέκεται πιο πάνω από τον θάνατο και τον μοιράζει
αποφασίζοντας!!!
Στο
διήγημα «Η ομίχλη τα φυλάει», σπαρακτική εικόνα το λαβωμένο σκυλί. Από το ίδιο
το αφεντικό του μακελεμένο, γυρνά πίσω στο χωριό και περιφέρεται στην πλατεία ανάμεσα
στον κόσμο αιμόφυρτο τραβώντας για το σπίτι. Ποιό σπίτι; («[…] λες και είχε αλλού πουθενά να πάει…» θα πει κάποιος).
Στοιχεία
μαγικού ρεαλισμού από το «τελευταίο κυνήγι». Ο παππούς, παλαιός κυνηγός τώρα
άοπλος, με πέντε σκοτωμένες πέρδικες στα χέρια που του αποθέτει ο εγγονός. «Τον σκούντησα, του ’δωσα τις πέρδικες. Τις πήρε.
Πήγε χάιδεψε το σκυλί-δεν τον αναγνώρισε». Έχει κι όλας πεθάνει; Ή μήπως πεθαμένος να πήγε στο κυνήγι;
Η
«αλεπού της σκάλας». Ταριχευμένο τρόπαιο κυνηγιού του πατέρα, που με τον καιρό
πια μαδά και λύεται στα εξ ων συνετέθη. Υπόμνηση ζωής που χωρίστηκε κάποτε στα
δυο. Την έβγαλε ο πατέρας στα «έξω
σκαλιά». Το μόνο που θα βρει να πάρει ο δεύτερος αφανισμός της είναι τα δυο
απείραχτα γυάλινα μάτια «σαν κρήνες
όμορφες σε πηγές ξεραμένες» που αναπαύονται μέσα στις κόγχες του νεκρού
ζώου. Εκεί «έξω» η αλεπού της σκάλας θα «[…] περιμένει της σκουπιδιάρας τα μαχαίρια τα μάτια της να αλέσουνε, σε
άμμο να τα γυρίσουν ξανά […]».
«Πλάσματα
μιας μέρας» -για να θυμηθούμε τον, στωικό φιλόσοφο και αυτοκράτορα, Μάρκο
Αυρήλιο- οι ασήμαντες «λιβελούλες» που
πεθαίνουν την ίδια κι όλας μέρα που ερωτεύονται. Παίζουν θαρρείς με αντικατοπτρισμούς
της ζωής τους πάνω στα νερά πριν…
Στο
συγκλονιστικό διήγημα «Κοτσύφι», το αφιερωμένο στη Νένη Τσαδήλα και στο
εμβληματικό για την πόλη «Σπασμένο ρόδι» που εκείνη υπηρέτησε, ένας πικρός
υπαινιγμός της καθόδου στον Άδη. Κοτσύφια που τρυγούν τον μαύρο χυμό του ροδιού
μέσα στο χειμώνα. Ρουφούν θάνατο που θα τους χαρίσει το πιο γλυκό τους κελάηδισμα.
«[…] Φαντασίες πιο καρπερές είδαν στο σπάσιμο του
ροδιού άστρων ξεχείλισμα». Την άνοιξη τα
κοτσύφια θα ’ναι κρυμμένα στα κλαδιά που μπουμπουκιάζουν. Ούτε όμως ρόδια
κοκκινομάγουλα ούτε κοτσύφια να πλαντάζουν στο κελάηδισμα τότε…
[PHOTO: N.T.] |
Οι
ενθυμήσεις που ξετυλίγονται ανάμεσα στις δυο άκρες κάθε ζωής περασμένης
επιβεβαιώνουν την αδήριτη πρόβλεψη, την συνεπή προετοιμασία, την απόλυτα αλάνθαστη
διαδρομή του καθενός: ανθρώπου, ζώου ή πράγματος. «Στην αρχή μου βρίσκεται το
τέλος μου» που μας συνοψίζει ο Θωμάς Έλιοτ.
Στο διήγημα «Το θέαμα», ο φίλος του οποίου αναγγέλλεται ο θάνατος, σ’ ένα αποτυπωμένο σε βίντεο στιγμιότυπο χαράς. Ένας γάμος. Η νύφη κι εκείνος. Συνομιλούν χωρίς να ακούγεται τι λένε. «Σκηνή από Νεκρόδειπνο πια». Κι ύστερα κάποιο απόγευμα η επιστροφή από το ψάρεμα. «Εκείνος πλωριός. Ο άλλος έλαμνε». Κοίταζαν τότε κάπου αόριστα -τώρα ξέρουμε πού- και ο ήλιος έδυε. Όχι στη λίμνη Ορεστίδα. Μα στην «άλλη»...
Στο διήγημα «Το θέαμα», ο φίλος του οποίου αναγγέλλεται ο θάνατος, σ’ ένα αποτυπωμένο σε βίντεο στιγμιότυπο χαράς. Ένας γάμος. Η νύφη κι εκείνος. Συνομιλούν χωρίς να ακούγεται τι λένε. «Σκηνή από Νεκρόδειπνο πια». Κι ύστερα κάποιο απόγευμα η επιστροφή από το ψάρεμα. «Εκείνος πλωριός. Ο άλλος έλαμνε». Κοίταζαν τότε κάπου αόριστα -τώρα ξέρουμε πού- και ο ήλιος έδυε. Όχι στη λίμνη Ορεστίδα. Μα στην «άλλη»...
Ένα
πλατάνι με σφηνωμένα πάνω του σαν κτερίσματα τα κέρματα. Σαν παιχνίδια ή γινάτια
παιδιών μα και σαν ναύλα. Ενθύμιο μιας άσπλαχνης θυσίας που συντελέστηκε πάνω στο
ίδιο δέντρο…
Στα
«Σεκλέτια», η αλβανίδα Βαλεντίνα που καθαρίζει σπίτια. Φροντίζει ένα μισοπεθαμένο
περιστέρι στον καναπέ του σπιτιού της. Προσπαθεί να το ταΐσει σαν μωρό. Το
πλάνο της διήγησης ανοίγει. Εκείνη στον καναπέ με το περιστέρι που αρνείται τροφή
παραδομένο. Στον τοίχο σε φωτογραφία τα πνιγμένα πριν χρόνια στην Αδριατική
παιδιά της. Το πάτωμα υποχωρεί και καταπίνει τον αναγνώστη.
Πράγματα
ή εκθέματα που αναπαύονται σε προθήκες. Τα παρατηρούμε πίσω από το γυαλί:
-Η
καρέκλα του Γκλεν Γκούλντ στο μουσείο «μέσα στη γυάλινη σαρκοφάγο της».
-Στο
νησί, ο καφετζής ο Γιακουμής «σε μια
προθήκη, μέσα στο καφενείο, το ’χε βαλμένο το λαγούτο μπρούμυτα». Σαν σαλιγκάρι που ’χει σφραγίσει μονάχο το όστρακό του και διαλέγει επακριβώς την ώρα
που θα πέσει σε νάρκη. Ώσπου σαν Λάζαρος και πάλι να αναστηθεί αφού το δύναται…
Έτσι και το λαγούτο του μακαρίτη. «[…] Μπρούμυτα
στην προθήκη του, με το ηχείο του θαμπό σαν του σαλιγκαριού το όστρακο,
κοιμότανε, αντικριστά, με μια σκιά βιολιού, βιολιού του κάτω κόσμου». Βουβό
περιμένει.
-Στο
συγκλονιστικό «Η ζωή είναι», γραμμένο σε πίνακα στο γραφείο των γιατρών που
καταπιάνονται με την αντιμετώπιση επάρατων νόσων… «[…] η ζωή είναι ο ψαλμός 129».
Η «ωδή των αναβαθμών»:
[…] ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε,
ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου. ἤλπισεν
ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· […].
Πάνω
στην μεταλλική ντουλάπα του γραφείου μια γυάλα μ’ ένα αγέννητο έμβρυο. Μια
έκτοπη κύηση πέντε μηνών, που βρέθηκε σε κοιλιά κι όχι μέσα στην μήτρα της
ζωής, και που δεν κατάφερε να. Σαν παρηγοριά στους απελπισμένους που απέρχονται
παρά τις προσπάθειες των γιατρών τους, πως τουλάχιστον αυτοί έζησαν. Αυτό που
οι άλλοι δεν.
[PHOTO: N.T.] |
Να και η Τέχνη
Η μαύρη γάτα που κάθεται μέσα στη αποθήκη του κάρβουνου
Μαζευτήκατε όλοι;
Είμαι περιτριγυρισμένος από αυτούς που γεννάνε μετά θάνατον-
Κάποιος απ’ τη μάζωξη ένα σπάνιο υπόδειγμα γνώσεων
Ένα παλιός ξεχώρισε ότι η φωνή της γάτας λέει ουαί
(το πνεύμα του ζώου μιλάει ελληνικά μέσα στην αποθήκη του κάρβουνου;)
Το εκφράζεσθαι είναι πράγμα που το κλέβεις απ’ το Χάρο-
Μη νομίσεις ότι είσαι κάποιος άλλος
Και μην εγκαταλείπεις τον εαυτό σου-
Το ποίημα αυτό να είστε βέβαιοι πως ο Ηλίας Παπαμόσχος το ξέρει καλά…
Ελπίζω πως θα συνεχίσουν να γράφονται και ν’ ακούγονται καλά «ελληνικά μέσα στην αποθήκη του κάρβουνου». Σαν και αυτά που μας ψιθυρίζει η αλεπού της σκάλας ή τα γράφει πάνω στο νερό μια λιγόζωη λιβελούλα!
* Από την Ωδή τρίτη "Εις θάνατον" του Ανδρέα Κάλβου.
ΣΗΜ. Οι φωτογραφίες που δεν φέρουν τα αρχικά μου πάρθηκαν απο το διαδίκτυο.
ΥΓ. Η ΑΠΟΛΥΤΩΣ ε ι κ α σ τ ι κ ή καταχώρηση του κειμένου στην εφημερίδας "ΟΔΟΣ της Καστοριάς", Φ 829/Πέμπτη 31.3.2016 από τον Παναγιώτη Μπαϊρακτάρη ρέκτη της γραφιστικής ποιητικής...