Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

"Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως..." *




 


26 Μαρτίου 2016
Καστοριά, Μπαϊρακτάρειο ωδείο 

Παρουσίαση του βιβλίου με διηγήματα του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, "Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες", εκδόσεις Κίχλη, 2015.









                                                                      http://fouit.gr/
  

Για το βιβλίο και τον Ηλία μίλησαν επίσης ο φιλόλογος  Αλέξιος Παπαλεξίου  & ο συγγραφέας & μεταφραστής  Σπύρος Γιανναράς. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την δική μου συμμετοχή στην εκδήλωση:
 




Για να δικαιολογήσω το πρώτο -και κύριο- συστατικό της ιδιότητάς μου, αυτό του Νευρολόγου, θα προσπαθήσω να σας οδηγήσω σε μια κάπως σύνθετη συνεπαγωγή περνώντας μέσα από τους λειμώνες της Νευρολογίας.


Πορτραίτο του  Georges Gilles de la Tourette (1857-1904).
Το σύνδρομο Gilles de la Tourette αποτελεί μια νευρολογική νόσο που εμφανίζεται  με σχετικά χαμηλή συχνότητα στον συνολικό παιδικό πληθυσμό. Εκδηλώνεται με πλήθος από νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις. Συνηθέστερα με ακούσιες στερεότυπες κινήσεις (τα λεγόμενα tics) που αφορούν κυρίως τους μύες του λάρυγγα, του προσώπου, του κορμού ή των άκρων και περιλαμβάνουν κραυγές, ανοιγοκλείσιμο των ματιών, τινάγματα του κεφαλιού, των ώμων, μορφασμούς, χοροπηδήματα, άγγιγμα άλλων προσώπων ή πραγμάτων στον γύρω χώρο κλπ. Σε υψηλό ποσοστό συνυπάρχει παλιλαλία (δηλαδή επανάληψη της τελευταίας λέξης που το ίδιο το παιδί έχει πει), ηχολαλία (επανάληψη ενός ήχου, μιας λέξης ή μιας φράσης που μόλις έχει ακούσει), ηχοπραξία (άσκοπη μίμηση με κινήσεις ήχων που ακούει) και σε μικρότερο βαθμό κοπρολογία (που αφορά την αθυροστομία με λέξεις άσχετες, προσβλητικές ή περιπαιχτικές εκφράσεις). Η κατάσταση από την εφηβεία κι έπειτα μπορεί να υφεθεί σημαντικά ή να υποχωρήσει πλήρως με διατήρηση ίσως κάποιων περιόδων έξαρσης κατά την ενήλικη ζωή. Συχνά τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο παρουσιάζουν  και ορισμένες ψυχιατρικές εκδηλώσεις. 


O Γκλέν Γκούλντ, ο καναδός πιανίστας, «ο γιός του  γουναρά» ο «ντυμένος με βαριά ρούχα χειμώνα καλοκαίρι» και που «σ’ ένα εξοχικό παραλίμνιο απομονώνονταν για να μελετήσει, να κελαηδήσει παραλίγο να πω…»  υπήρξε σπουδαίος σολίστας του πιάνου και σταμάτησε να συμμετέχει δημόσια σε recitals ή συναυλίες σε ηλικία 30 ετών οπότε και επιδόθηκε συστηματικά στις σπουδαίες, και μαζί ιδιότυπες, ηχογραφήσεις της δουλειάς του. Πέθανε το 1982, σε ηλικία μόλις 50 ετών, ύστερα από εγκεφαλική αιμορραγία λίγο προτού αποσυρθεί –όπως είχε αποφασίσει- και από τις ηχογραφήσεις. Τον βλέπουμε σε ταινίες να παίζει καθισμένος σ’ ένα χαμηλό καρεκλάκι, που καμία δεν έχει σχέση με το γνωστό σκαμπό του πιανίστα, να μορφάζει, να εκστασιάζεται, να σηκώνει ξαφνικά το αριστερό του χέρι από το κλαβιέ και να διευθύνει τον εαυτό του ψαύοντας ταυτόχρονα τον αέρα σαν να σχηματίζει, με τα αεικίνητα μακριά του δάκτυλα, νότες πάνω σε φανταστικά πλήκτρα. Ταυτόχρονα ακολουθεί -τραγουδώντας την μουσική!- στις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ  ή στο Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ, που ο ίδιος ερμηνεύει στο πιάνο…


«[…] Μουρμούριζε τη μελωδία όπως παιδί συνεπαρμένο απ’ το παιχνίδι ή σαν ψυχή που τον κόσμο αποχαιρετά […]»


Μπορούμε να δούμε την καρέκλα του Γκλέν Γκούλντ  σε φωτογραφίες από  το National Arts Center στην Οττάβα.



 «[…] Σε γυάλινη σαρκοφάγο μέσα ψιθυρίζει την ορφάνια της, γιατί ορφανεύουν και τα πράγματα […]». 


Όταν προσέξουμε καλά -το φθαρμένο από τον καιρό και την πολυχρησία- κάθισμα, διαπιστώνουμε ότι στην ουσία πρόκειται για ένα παιδικό καρεκλάκι, βαμμένο κάποτε μαύρο που, τώρα πια ξεθωριασμένο σε πολλά σημεία, αφήνει να φανεί ένα κίτρινο υποστρωματικό χρώμα σαν χρυσός. Στην πλάτη του ελαφρού και πτυσσόμενου καθίσματος δεσπόζει, δουλεμένο στο ξύλο, ένα διακοσμητικό κλαδί με πλατειά μάλλον φύλλα. Μπορούμε επίσης εύκολα να διακρίνουμε, τους κατάλληλα προσαρμοσμένους σιδερένιους οδηγούς που αυξομειώνουν το ύψος των ποδιών του καθίσματος. 

 «[…] Ο πατέρας του του έφτιαξε μια πτυσσόμενη καρέκλα με ύψος ρυθμιζόμενο. Ποτέ δεν κάθισε σε άλλη για να παίξει. Συγγενή και συνοδοιπόρο την έλεγε […]» 



Όμως εκείνο που προκαλεί την ζωηρότερη εντύπωση είναι πως όλο κι όλο μια φαρδιά σανίδα, στο μέσον της έδρας και κατά μήκος του καθίσματος,  είναι αυτή που κρατούσε το βάρος του σώματος του Γκλεν. Εκατέρωθεν της σανίδας αυτής -που καλύπτει μόλις σχεδόν το ένα έκτο της εδραίας επιφάνειας- υπάρχει μεγάλο χάσμα. Δεν είναι λοιπόν αυτό ένα κάθισμα αναπαυτικό. Είναι θεραπευτική μέθοδος, νάρθηκας, επιβολή ασκητικής, τιμωρία ίσως... Προς τί άραγε;



 Ο Γκλέν Γκούλντ έπασχε από το σύνδρομο Gilles de la Tourette. Μας το λένε οι βιογράφοι του. Ο πιανίστας ξεχώριζε για τον ελεύθερο και ιδιωματικό τρόπο ερμηνείας των έργων που παρουσίαζε. Το σώμα του έπαιρνε ιδιότυπες στάσεις, δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τα πεντάλ του πιάνου, θεωρούσε πως με το να σιγοτραγουδά την ώρα που έπαιζε, συμπλήρωνε την αδυναμία του πιάνου να αποδώσει με τελειότητα τη μουσική. Από τις ηχογραφήσεις ήταν αδύνατον να αφαιρεθεί η φωνή του, που μας απέμεινε ως αδιάψευστη μαρτυρία αυτής της ιδιοτυπίας. Το μη-κάθισμα λοιπόν, πάνω στο οποίο ο Γκλέν Γκούλντ προσάρμοσε το σώμα του και την έκφραση της ερμηνείας του, φυλάκισε και μαζί διευκόλυνε. «Η καρέκλα» ήταν ο κηδεμόνας πάνω στον οποίο έπρεπε να πειθαρχήσουν οι παρορμήσεις, οι υπερκινησίες, οι ενοχλητικές υπερβολές  της νόσου ώστε να μην αποκαλυφθεί το πρόβλημα μα κυρίως να μην βλαφθεί η ερμηνεία, να μην τραυματισθεί ο ήχος, να μην καταστραφεί η μεγάλη μουσική, να αναδειχθεί ο σολίστας! Όλα θα έπρεπε να υποταχθούν σε άλλο εύρος κινήσεων, σε άλλο μέγεθος, σε μιαν άλλη «φόρμα»…

                                                                                                   [PHOTO: N.T.]

Ο Ηλίας Παπαμόσχος τύπωσε τον Ιούνιο του 2015, την «Αλεπού της σκάλας»  το πέμπτο του κατά σειρά βιβλίο, στις εξαιρετικές εκδόσεις «Κίχλη», αισίως συμπληρώνοντας τον αριθμό εκατό τυπωμένων διηγημάτων σε βιβλία, από το 2004 που κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή. Πέντε βιβλία σε έντεκα χρόνια, μια διόλου ευκαταφρόνητη συγκομιδή. Κατά την προαναγγελία της έκδοσης ο συγγραφέας έγραψε την εξής σιβυλλική φράση :  


«Το βιβλίο μου αυτό το αγαπώ περισσότερο από κάθε άλλο.  Είναι παιδί του πολέμου».


Τί εννοεί ο φίλος;


Η συλλογή περιλαμβάνει είκοσι τρία διηγήματα. Τα επτά διηγήματα φέρουν αφιερώσεις. Δυο από τα πρόσωπα που τους αφιερώνεται διήγημα έχουν περάσει στην απέναντι όχθη. Πρόκειται για τον συγγραφέα Πέτρο Κουτσαμπασιάκο που πέθανε το 2014 και για την Νένη Τσαδήλα που τον ακολούθησε το 2015. Οι άλλοι πέντε άνθρωποι, με άμεσο ή με έμμεσο τρόπο, εμπλέκονται στην περιπέτεια της υγείας του, στον νικηφόρο πόλεμο που έδωσε ο Ηλίας και οι δικοί του. Να εννοεί αυτόν λέγοντας «πόλεμο»; Δύο μονάχα διηγήματα κάνουν ευθεία αναφορά στο χρονικό της αρρώστιας: Το διήγημα «Η εγχείρηση» και το «Η ζωή είναι». Θα τολμήσω να ισχυρισθώ πως όχι. δεν εννοεί αυτόν τον πόλεμο!


Μήπως όμως εννοεί την περιπέτεια της έκδοσης του βιβλίου; Τον πόλεμο με την επιπολαιότητα, τη σκοπιμότητα -ή εμμονή- των επώνυμων εκδοτικών οίκων που με αδιαφορία αντιμετώπισαν και με διάφορες προφάσεις και προσχήματα απέρριπταν διαδοχικά επί τρία σχεδόν χρόνια, την έκδοσή του καθώς θεωρούσαν το διήγημα σαν εμπορικά «χαμένη υπόθεση» ενώ τις μυθιστορηματικές φλυαρίες άξιες να τυπωθούν σε πολυσέλιδους ογκώδεις τόμους σαν «επιτυχημένη επιλογή»; Το αποκλείω κι αυτό απερίφραστα!


Τότε θα εννοεί «την κοινωνική και οικονομική Κρίση» που εξακολουθεί να μαίνεται, ρημάζοντας τις ζωές μας και τον τόπο,  εδώ κι έξη χρόνια… Δεν έχει γράψει φυσικά ο Παπαμόσχος «λογοτεχνία της κρίσης» . Ένα μονάχα διήγημα «Η συνάντηση», με τον πικρό και σκωμματικό του επίλογο, κάνει ίσως μια έμμεση αναφορά στην κρίση. Ενδεχομένως κάποια μάχη δόθηκε κι εδώ: να κρατηθεί o συγγραφέας και η Τέχνη του έξω από την εύκολη εκτόνωση, σύμφωνα με το πλούσιο θεματικό υλικό από ιστορίες που προσφέρει «η κρίση», όμως θεωρώ πως ούτε κι αυτό εννοούσε. 


Τότε;


Εικοσιτρία τον αριθμόν τα διηγήματα της συλλογής. Οκτώ από αυτά έχουν προδημοσιευτεί στο Σαββατιάτικο ένθετο, της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», «Βιβλιοθήκη» και επιλέχθηκαν ανάμεσα από τα τριάντα περίπου δημοσιευμένα εκεί. Δύο από τα διηγήματα «Η καρέκλα του Γκλέν Γκούλντ» και το «Κοτσύφι» έχουν πρωτοδημοσιευτεί, στην σχεδόν θεσμική αγκαλιά για το έργο του Ηλία Παπαμόσχου και βήμα πολλαπλών πρώτων δημοσιεύσεων του συγγραφέα, στην εφημερίδα «ΟΔΟΣ της Καστοριάς». Ένα άλλο -το εκτενέστερο και αριστουργηματικό διήγημα της συλλογής με μόλις 1.028 λέξεις!- δημοσιεύθηκε σε δεκαπενταυγουστιάτικο αφιέρωμα της εφημερίδας «Καθημερινή» το 2014. Τα άλλα δύο που απομένουν («Το θέαμα» και η «Η εγχείρηση») δημοσιεύθηκαν σε ισάριθμα λογοτεχνικά περιοδικά. 


Ο Ηλίας Παπαμόσχος είναι ώριμος πια και κάτι παραπάνω από αναγνωρίσιμος διηγηματογράφος, «ταγμένος» από νωρίς στη μικρή φόρμα. Ωστόσο για τις ανάγκες του εντύπου με το οποίο συνεργάστηκε, θα προέκυψε μάλλον η απαίτηση να υπάρξει δραστικός περιορισμός στην έκταση των κειμένων του αφού ο χώρος που μπορούσε να διατεθεί δεν ήταν απεριόριστος. Ίσως επίσης να συζητήθηκε ακόμα και κάποιος προσανατολισμός της θεματογραφίας. Ο συγγραφέας δημοσίευε τα κείμενά του στη «Βιβλιοθήκη» επί ένα σχεδόν χρόνο. Διοχέτευε εκεί ανελλιπώς μια παραγωγή δυο μέχρι τριών διηγημάτων το μήνα.


Στένεμα με χρονικά πλαίσια, τήρηση της συχνότητας αποστολής των κειμένων, επιλογή των θεμάτων και αυστηρός περιορισμός στην έκταση των διηγημάτων. Ο ήδη πειθαρχημένος δηλαδή θα ’πρεπε να πειθαρχήσει κι άλλο. Ψαλίδισμα, λιτότητα πάνω στη λιτότητα, τίγρευση αγρία των κειμένων. Υπολόγισα ότι τα δημοσιευμένα στην «βιβλιοθήκη» διηγήματα αριθμούν κατά μέσο όρο το καθένα περί τις 350 λέξεις ή και λιγότερο. Τί άλλο είναι όλα τούτα παρεκτός από την ίδια την …«καρέκλα του Γκλεν Γκουλντ» που υποχρεώνει τον συγγραφέα να περιορίσει σημαντικά τον χρόνο ωρίμανσης των κειμένων και να τροποποιήσει τον εκφραστικό του τρόπο; 


Ναι, αυτό αρχίζει και μοιάζει με πόλεμο! 


Μετά την οριστική διακοπή της έκδοσης του εντύπου ο Ηλίας Παπαμόσχος (…Γκούλντ κόντεψα να πω!)  -καθώς αναζητά εκδότη για τα διηγήματά του κι ενώ ταυτόχρονα εμπλέκεται στην περιπέτεια της υγείας του- ολοκληρώνει από το 2012 μέχρι το 2014 ακόμη δέκα διηγήματα που θα συμπεριληφθούν στη συλλογή. Η υπέρ-μικρή τώρα φόρμα φαίνεται πως αποτελεί τον …καινούργιο του τρόπο. Το ένα από τα διηγήματα της συλλογής  «Η ζωή είναι» ολοκληρώνεται με μόλις 83 λέξεις!

                                                                  [PHOTO: N.T.]
Γραφή ελλειπτική, υποδειγματική πύκνωση περιεχομένου, γλώσσα ποιητική και απολύτως προσωπικό ύφος. Τα κείμενα κινούνται από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι τις παρυφές του πεζογραφικού εξπρεσιονισμού σε μια συνύπαρξη με θραύσματα λυρικής-παραδοσιακής γραφής. Μαζί, το ιδιότυπο συντακτικό και οι λεκτικοί μαίανδροι. Η Μνήμη κι ο Τόπος παντού. Αλλά σαν να φορούν την ανωνυμία. Το «είναι» που ταυτοποιείται δια των απωλειών. Μια αίσθηση αναίρεσης ή ακύρωσης του συνειδητού χρόνου να επικρατεί. Ένας ενσωματωμένος στα δομικά συστατικά της γραφής ρυθμός που παράγει μουσική. Η διήγηση -ευσύνοπτη, απέριττη, σκοτεινή, καίρια- ηχεί άλλοτε σαν μονωδία ενός τσέλο άλλοτε σαν ξέφρενη βιολιστική τρίλια κι άλλοτε σαν «νυχτερινό» σε πιάνο. Όλα μοιάζει να ακινητούν, χωρίς να προβάλλουν αντίσταση. Καμιά αφύσικη, επιτηδευμένη και φτηνή εκδραμάτιση δεν προκύπτει. Μόνιμη αναφορά στην απώλεια μα και η νοσταλγική επανάκληση -αλλά σαν υποταγή- εναλλάσσονται. Το «υπάρχειν» και το «μη υπάρχειν» διαρκώς μετεωρίζουν τη γραφή ανάμεσα στο νυν και στο επέκεινα, σε διαδρομές όπου ο Παπαμόσχος έχει ασκηθεί επιμελώς και συχνά εκ των πραγμάτων. Η τέχνη του που φανερώνεται με ιδιοσυστασία καθαρής ποίησης, αποτελεί μια ολότελα δική του κατάκτηση. 


Τα διηγήματα του Παπαμόσχου μοιάζουν με ζωγραφικά κάδρα ζωής ή ασπρόμαυρα φωτογραφικά πορτρέτα που αφήνουν να εντυπώνεται πάνω τους ένα ιλιγγιώδες βάθος πεδίου. Σπαράζουν οι μορφές σε μια περίληψη ζωής. Και μιλούν τα δικά τους…  Αν μιλούσα για τη ζωγραφική που μου φέρνει στο νου η γραφή του απερίφραστα θα αναφερόμουν στους Μπρέχελ, Πανσέληνο, Βαν Γκογκ, Σεζάν, και Μπουζιάνη. 

Ο συγγραφέας εμμονικά θυμάται, ανασύρει από την αφανιστική λήθη, παρατηρεί και περιγράφει εικόνες ανθρώπων και πίνακες πλημμυρισμένους με σκηνές αλλοτινής ζωής. Πρόσωπα οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων […]Φωτοσκιάσεις αινιγματικές προκύπτουν και σκοτεινές ατραποί αναδεικνύονται. 
Όλα σαν να ποζάρουν εν σιωπή με τον τρόπο των προσώπων στα Φαγιούμ. Ο Παπαμόσχος μεταθέτει τα πάντα στο δικό του χωρόχρονο. Για να τα προσκυνήσει. Να τα υμνήσει. Να τα αποχαιρετήσει. Μα και να τα ξαναζωντανέψει…
 
Στο motto του βιβλίου μια φράση από το διήγημα του Γιώργου Γκολομπία «Το άρρωστο σπίτι».


«Μπορεί και από μόνος μου να την ήξερα την ιστορία».


Πότε γράφεται μια ιστορία; Δεν μας αρκεί η διήγηση των άλλων ή όσα έχουν βιωθεί εκ μέρους μας μονάχα. Η μνήμη είναι αυτή που θα επεξεργαστεί, θα συνθέσει και θα αφαιρέσει απωθώντας. Κι αυτή που στην κατάλληλη στιγμή θα αφήσει την ιστορία που δρασκέλισε μέσα μας …έτοιμη, καθαρογραμμένη πια στην άκρη των γραφίδων (ή στα ακροδάχτυλά μας που δέρνουν τα πληκτρολόγια).  


Τα έρημα σπίτια, οι ορφανές στέγες με τα κοράκια που τις κατοικούν και τις γυροφέρνουν. Τα βασανισμένα ζώα -τα αγρίμια και τα οικόσιτα- που τα πάθια τους αξεχώριστα από ’κείνα των ανθρώπων. Εμμονή με τα κυνήγια. Θεριστές ζωής οι κυνηγοί. Να λοιπόν και κάποιος θνητός που στέκεται πιο πάνω από τον θάνατο και τον μοιράζει αποφασίζοντας!!! 


Στο διήγημα «Η ομίχλη τα φυλάει», σπαρακτική εικόνα το λαβωμένο σκυλί. Από το ίδιο το αφεντικό του μακελεμένο, γυρνά πίσω στο χωριό και περιφέρεται στην πλατεία ανάμεσα στον κόσμο αιμόφυρτο τραβώντας για το σπίτι. Ποιό σπίτι; («[…] λες και είχε αλλού πουθενά να πάει…» θα πει κάποιος).


Στοιχεία μαγικού ρεαλισμού από το «τελευταίο κυνήγι». Ο παππούς, παλαιός κυνηγός τώρα άοπλος, με πέντε σκοτωμένες πέρδικες στα χέρια που του αποθέτει ο εγγονός. «Τον σκούντησα, του ’δωσα τις πέρδικες. Τις πήρε. Πήγε χάιδεψε το σκυλί-δεν τον αναγνώρισε». Έχει κι όλας πεθάνει; Ή μήπως πεθαμένος να πήγε στο κυνήγι; 



Η «αλεπού της σκάλας». Ταριχευμένο τρόπαιο κυνηγιού του πατέρα, που με τον καιρό πια μαδά και λύεται στα εξ ων συνετέθη. Υπόμνηση ζωής που χωρίστηκε κάποτε στα δυο. Την έβγαλε ο πατέρας στα «έξω σκαλιά». Το μόνο που θα βρει να πάρει ο δεύτερος αφανισμός της είναι τα δυο απείραχτα γυάλινα μάτια «σαν κρήνες όμορφες σε πηγές ξεραμένες» που αναπαύονται μέσα στις κόγχες του νεκρού ζώου. Εκεί «έξω» η αλεπού της σκάλας θα «[…] περιμένει της σκουπιδιάρας τα μαχαίρια τα μάτια της να αλέσουνε, σε άμμο να τα γυρίσουν ξανά […]».
 

«Πλάσματα μιας μέρας» -για να θυμηθούμε τον, στωικό φιλόσοφο και αυτοκράτορα, Μάρκο Αυρήλιο-  οι ασήμαντες «λιβελούλες» που πεθαίνουν την ίδια κι όλας μέρα που ερωτεύονται. Παίζουν θαρρείς με αντικατοπτρισμούς της ζωής τους  πάνω στα νερά πριν…  


Στο συγκλονιστικό διήγημα «Κοτσύφι», το αφιερωμένο στη Νένη Τσαδήλα και στο εμβληματικό για την πόλη «Σπασμένο ρόδι» που εκείνη υπηρέτησε, ένας πικρός υπαινιγμός της καθόδου στον Άδη. Κοτσύφια που τρυγούν τον μαύρο χυμό του ροδιού μέσα στο χειμώνα. Ρουφούν θάνατο που θα τους χαρίσει το πιο γλυκό τους κελάηδισμα. «[…] Φαντασίες πιο καρπερές είδαν στο σπάσιμο του ροδιού άστρων ξεχείλισμα». Την άνοιξη τα κοτσύφια θα ’ναι κρυμμένα στα κλαδιά που μπουμπουκιάζουν. Ούτε όμως ρόδια κοκκινομάγουλα ούτε κοτσύφια να πλαντάζουν στο κελάηδισμα  τότε…

                                                                                                      [PHOTO: N.T.]
Οι ενθυμήσεις που ξετυλίγονται ανάμεσα στις δυο άκρες κάθε ζωής περασμένης επιβεβαιώνουν την αδήριτη πρόβλεψη, την συνεπή προετοιμασία, την απόλυτα αλάνθαστη διαδρομή του καθενός: ανθρώπου, ζώου ή πράγματος. «Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου» που μας συνοψίζει ο Θωμάς Έλιοτ. 

Στο διήγημα «Το θέαμα», ο φίλος του οποίου αναγγέλλεται ο θάνατος, σ’ ένα αποτυπωμένο σε βίντεο στιγμιότυπο χαράς. Ένας γάμος. Η νύφη κι εκείνος. Συνομιλούν χωρίς να ακούγεται τι λένε. «Σκηνή από Νεκρόδειπνο πια». Κι ύστερα κάποιο απόγευμα η επιστροφή από το ψάρεμα. «Εκείνος πλωριός. Ο άλλος έλαμνε». Κοίταζαν τότε κάπου αόριστα -τώρα ξέρουμε πού- και ο ήλιος έδυε. Όχι στη λίμνη Ορεστίδα. Μα στην «άλλη»...


Ένα πλατάνι με σφηνωμένα πάνω του σαν κτερίσματα τα κέρματα. Σαν παιχνίδια ή γινάτια παιδιών μα και σαν ναύλα. Ενθύμιο μιας άσπλαχνης θυσίας που συντελέστηκε πάνω στο ίδιο δέντρο…


Στα «Σεκλέτια», η αλβανίδα Βαλεντίνα που καθαρίζει σπίτια. Φροντίζει ένα μισοπεθαμένο περιστέρι στον καναπέ του σπιτιού της. Προσπαθεί να το ταΐσει σαν μωρό. Το πλάνο της διήγησης ανοίγει. Εκείνη στον καναπέ με το περιστέρι που αρνείται τροφή παραδομένο. Στον τοίχο σε φωτογραφία τα πνιγμένα πριν χρόνια στην Αδριατική παιδιά της. Το πάτωμα υποχωρεί και καταπίνει τον αναγνώστη.


Πράγματα ή εκθέματα που αναπαύονται σε προθήκες. Τα παρατηρούμε πίσω από το γυαλί:

-Η καρέκλα του Γκλεν Γκούλντ στο μουσείο «μέσα στη γυάλινη σαρκοφάγο της».

-Στο νησί, ο καφετζής ο Γιακουμής «σε μια προθήκη, μέσα στο καφενείο, το ’χε βαλμένο το λαγούτο μπρούμυτα». Σαν σαλιγκάρι που ’χει σφραγίσει μονάχο το  όστρακό του και διαλέγει επακριβώς την ώρα που θα πέσει σε νάρκη. Ώσπου σαν Λάζαρος και πάλι να αναστηθεί αφού το δύναται… Έτσι και το λαγούτο του μακαρίτη. «[…] Μπρούμυτα στην προθήκη του, με το ηχείο του θαμπό σαν του σαλιγκαριού το όστρακο, κοιμότανε, αντικριστά, με μια σκιά βιολιού, βιολιού του κάτω κόσμου». Βουβό περιμένει.

-Στο συγκλονιστικό «Η ζωή είναι», γραμμένο σε πίνακα στο γραφείο των γιατρών που καταπιάνονται με την αντιμετώπιση επάρατων νόσων… «[…] η ζωή είναι ο ψαλμός 129». Η «ωδή των αναβαθμών»:


 […] ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου.  ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· […].   


Πάνω στην μεταλλική ντουλάπα του γραφείου μια γυάλα μ’ ένα αγέννητο έμβρυο. Μια έκτοπη κύηση πέντε μηνών, που βρέθηκε σε κοιλιά κι όχι μέσα στην μήτρα της ζωής, και που δεν κατάφερε να. Σαν παρηγοριά στους απελπισμένους που απέρχονται παρά τις προσπάθειες των γιατρών τους, πως τουλάχιστον αυτοί έζησαν. Αυτό που οι άλλοι δεν.

Επιτρέψτε μου να κλείσω μ’ ένα απόσπασμα από την ποιητική συλλογή Σύσσημον ΙΙ  ή  Τα Κεφάλαια,  του σημαντικού σύγχρονού μας ποιητή, του Νίκου Παναγιωτόπουλου:


                                                                                           [PHOTO: N.T.]



Να και η Τέχνη

Η μαύρη γάτα που κάθεται μέσα στη αποθήκη του κάρβουνου

Μαζευτήκατε όλοι;

Είμαι περιτριγυρισμένος από αυτούς που γεννάνε μετά θάνατον-

Κάποιος απ’ τη μάζωξη ένα σπάνιο υπόδειγμα γνώσεων

Ένα παλιός ξεχώρισε ότι η φωνή της γάτας λέει ουαί

(το πνεύμα του ζώου μιλάει ελληνικά μέσα στην αποθήκη του κάρβουνου;)

Το εκφράζεσθαι είναι πράγμα που το κλέβεις απ’ το Χάρο-

Μη νομίσεις ότι είσαι κάποιος άλλος

Και μην εγκαταλείπεις τον εαυτό σου-

Το ποίημα αυτό να είστε βέβαιοι πως ο Ηλίας Παπαμόσχος το ξέρει καλά…
Ελπίζω πως θα συνεχίσουν να γράφονται και ν’ ακούγονται καλά «ελληνικά μέσα στην αποθήκη του κάρβουνου». Σαν και αυτά που μας ψιθυρίζει η αλεπού της σκάλας  ή τα γράφει πάνω στο νερό μια λιγόζωη λιβελούλα!


* Από την Ωδή τρίτη "Εις θάνατον" του Ανδρέα Κάλβου.

ΣΗΜ. Οι φωτογραφίες που δεν φέρουν τα αρχικά μου πάρθηκαν απο το διαδίκτυο.


ΥΓ. Η  ΑΠΟΛΥΤΩΣ  ε ι κ α σ τ ι κ ή  καταχώρηση του κειμένου στην εφημερίδας "ΟΔΟΣ της Καστοριάς", Φ 829/Πέμπτη 31.3.2016 από τον Παναγιώτη Μπαϊρακτάρη ρέκτη της γραφιστικής ποιητικής...

 

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

"Φιδόχορτο" εναντίον λήθης...








Παρουσίαση του βιβλίου με διηγήματα του Στάθη Κοψαχείλη "Η δρακοντιά" -εκδόσεις "Μελάνι", 2015.
[ 19 Μαρτίου 2016, Λιτόχωρο, Αίθουσα εκδηλώσεων 1ου Δημ. Σχολείου ]
Για το βιβλίο και τον Στάθη μίλησαν οι συγγραφείς Ηλίας Κουτσούκος & Γιάννης Ατζακάς καθώς κι εγώ. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την δική μου συμμετοχή στην εκδήλωση":


                  
Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας! 

Ξεκινώ με την μνημειώδη και αποφθεγματική φράση από την αλληλογραφία, του συναδέλφου μας εμένα και του Στάθη, του ρώσου γιατρού Άντον Τσέχωφ: 

 «Είναι πιο εύκολο να γράψεις για τον Σωκράτη 
                              απ’ ότι για μια δεσποινίδα ή μια μαγείρισσα». 

 O Στάθης Κοψαχείλης, μέσα από τα motto των δυο συλλογών με διηγήματα που έχει ως τα τώρα τυπώσει, μας δηλώνει τα εξής σύντομα και σαφή. Στην μεν πρώτη του συλλογή τα «Παραμιλητά»:

  Με τους λυπημένους.  

Πρόκειται για έναν στίχο του πρόωρα χαμένου ποιητή Χρήστου Μπράβου- που δηλώνει ροπή, στάση ζωής, τέλος πάντων μια αναφανδόν συμπαράταξη με τον κόσμο του πένθους, της απώλειας, της λύπης. Στην πρόσφατη συλλογή, (τη «δρακοντιά»): 

Ω, ας ήμην βοσκός εις τα όρη.

Mιά ευκτική και συγκλονιστικά αφοπλιστική, μέσα στην υποτιθέμενη αφέλεια ή απλοϊκότητά της, φράση του υμνωδού των ταπεινών Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από το «Όνειρο στο κύμα». Ο Παπαδιαμάντης κι ο Στάθης Κοψαχείλης ουδέποτε υπήρξαν απ’ ότι  είμαι σε θέση να γνωρίζω βοσκοί, γνώρισαν όμως κι οι δυο την αγροτική ζωή και την ζωή των ξωμάχων εκ των ένδον. Μάλιστα κι οι δυο τους μάζεψαν ελίτσες «χαμάδες» ο μεν Παπαδιαμάντης στα στερνά του σαν γύρισε από την Αθήνα στη Σκιάθο, για να βιοπορίζεται και να βοηθά τις αδερφές του στα λιοστάσια, κι ο δεύτερος όταν ήταν παιδί σε κάποιες πλαγιές στο Λιτόχωρο μαζί με τον πατέρα του, αυτό το παντοτινό «ενθύμιον λύπης». Αργότερα, «για τα πεθαμένα τους», έκαμνε τις ελίτσες «τσακιστές» και τις έτρωγε «εις μνήμην». Οι δυο αυτές σύντομες  φράσεις θεωρώ πως αποτελούν και το κλειδί για την  προσέγγιση στον κόσμο του συγγραφέα.

Ο συγγραφέας στο πατρικό του σπίτι . Δίπλα του πίνακας του Β. Ιθακήσιου
Μετρώ την τυπωμένη συγκομιδή σχεδόν τριάντα χρόνων του Στάθη Κοψαχείλη. Εικοσιοκτώ συνολικά, μικρής σχετικά έκτασης, διηγήματα. Τα πρώτα δεκάξι από αυτά χρειάστηκε να περιμένουν πάνω από είκοσι χρόνια για να τυπωθούν σε αυτόνομη έκδοση. Όσα από αυτά δεν είχαν προδημοσιευτεί στο, σπουδαίας ποιότητας, περιοδικό «Παραμιλητό» που εκδίδονταν στον Πειραιά από το 1988 μέχρι το 1993 και χάρισε τον τίτλο στην πρώτη συλλογή διηγημάτων, ή και σε άλλα νεότερα λογοτεχνικά έντυπα, παρέμεναν στο συρτάρι του πειθαρχημένου και τελειομανούς συγγραφέα. Υπομονετικά, πρόθυμα σε ξανακοίταγμα, δεκτικά σε στοργικά μερεμέτια, σε αλλαγές και δέουσες περιποιήσεις, φαντάζομαι κάποτε πολύ σκληρές και βάναυσες, σαν τα αλύπητα κλαδέματα στα κλήματα, στα οπωροφόρα δέντρα ή τις ελιές… Επίτηδες  συγκρίνω εδώ την μεθοδική φροντίδα των κειμένων εκ μέρους του συγγραφέα, με τις γεωπονικές ενασχολήσεις ανθρώπων της υπαίθρου.

Στη συλλογή «Η δρακοντιά» περιλαμβάνονται 12 διηγήματα. Πέντε από αυτά είχαν προδημοσιευτεί στο διάστημα 2012-14 σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά ενώ «Ο τσουτσουλιάνος» διαβάστηκε από το συγγραφέα σε εκδήλωση του Δήμου Καλαμαριάς τον Σεπτέμβριο του 2014. Τα υπόλοιπα ήταν αδημοσίευτα και τα διαβάσαμε πρώτη φορά σ’ αυτή την έκδοση.


Τα διηγήματα του Κοψαχείλη χαρακτηρίζονται από ακριβολογία, δωρική απλότητα και υποδειγματική κομψότητα. Ο αφηγηματικός τρόπος του συγγραφέα, με τις αρκούντως επεξηγηματικές φράσεις, υποβάλει και παρακινεί αβίαστα τον αναγνώστη σε συμμετοχή και συμπόρευση με το μύθο. Στην πλειονότητα των διηγημάτων η διήγηση ξεκινά σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής σαν μάρτυρας ή και συμμέτοχος στην εξέλιξη της ιστορίας -συχνά μοιάζει να είναι ο ίδιος ο συγγραφέας- αναφέρεται σε παροντικό χρόνο σε κάποιο γεγονός που κατορθώνει να αφυπνίσει και να φωτίσει μιαν εικόνα, εντύπωση ή μνημονική εμπειρία. Μερικές φορές η αφήγηση εξελίσσεται και στο τρίτο πρόσωπο. Για τις ανάγκες της πιο πειστικής τεκμηρίωσης των ιστοριών χρησιμοποιούνται πλούσια πραγματολογικά στοιχεία, ιδιωματικές λέξεις, πληθώρα τοπωνυμίων της περιοχής του Λιτοχώρου ή της γύρω περιοχής, επινοημένα ή αληθινά παρανόμια*,  ονόματα φυτών κλπ. 

Ο Όλυμπος από το Λιτόχωρο-στο πατρικό σπίτι του συγγραφέα.

Στην ιδιαίτερη αρχιτεκτονική των διηγημάτων συντελούν η περιγραφική δεινότητα, η υποδειγματική ισορροπία του κειμένου, χωρίς γλωσσικές ακροβασίες και εκζητήσεις,  η νοηματική και χρωματική ευταξία, ο μετριασμός και διαχείριση της έντασης, η οργάνωση του υλικού και η καθοδήγηση του μύθου που θα συν-κινήσει χωρίς άλματα ή χασμωδίες που μπορούν να προκαλέσουν αμηχανία ή να αφήσουν μετέωρο το κείμενο και τον αναγνώστη απορημένο. Πρόκειται για μια κατάσταση σαν κι αυτήν που συναντάμε στο ψηφιδωτό. Μια τέχνη καθόλου άγνωστη στον Στάθη Κοψαχείλη. Τα διηγήματα στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από την χαμηλόφωνη ένταση και τον υποβλητικό ρυθμό.  Οι συχνά σπαρακτικές -και που ποτέ δεν γίνονται  μελοδραματικές- ιστορίες του Κοψαχείλη σαν κεντημένες, στέρεες, πειστικές, με φυσιολογική και αβίαστη κλιμάκωση. Διόλου δεν παραλείπεται το λυτρωτικό επαρχιακό χιούμορ, που αφήνει κάποτε να διαγράφεται κάποιο υπομειδίαμα στο πρόσωπο του αναγνώστη. Μιλώ για το γλυκόπικρο εκείνο συνακόλουθο της «χαρμολύπης»… 


Ο Κοψαχείλης μας διηγείται, όπως και ο Πιερ Μισόν στους «Βίους ελάσσονες», ιστορίες ανθρώπων. Τα πάθη τους, τα βάσανά τους, τη σκληρή τους κι αδυσώπητη συχνά  μοίρα. Μέσα στον καμβά της επαρχιακής ζωής αφήνεται να ξαναζήσει ένας κόσμος που δεν υπάρχει πια. Που συχνά εγκαταβιεί στη μνήμη [και διόλου βέβαια ανώδυνα…]. Σαν εφιάλτης και φόβος, σαν αιμάτινη ρωγμή, σαν απωθημένη ανάμνηση και τραύμα. Ανάμεσα στις μικρές βιογραφίες-κάδρα των ηρώων του ο συγγραφέας παραθέτει άλλοτε ανεξάρτητες κι άλλοτε συνυφασμένες στερρά στο φόντο ιστορίες ζώων που έχουν δέσει τη μοίρα τους με τη μοίρα των ανθρώπων.

Στα διηγήματα έχουν συχνά ενσωματωθεί αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία -ή που τουλάχιστον μας παρουσιάζονται ως τέτοια- όμως  οι ιστορίες διόλου δεν τελούν σε καθεστώς πιστής επαγωγής με την πραγματικότητα. Ο Ουμπέρτο Έκο μας θυμίζει κάπου αυτό που ο Πωλ Βαλερύ έλεγε «είμαι  σε κάθε στιγμή ένα τεράστιο συμβάν αναμνήσεων». Αυτό μας ξαναλέει πως δεν υπάρχει συγγραφική τέχνη χωρίς μνήμη και άρα χωρίς αυτοβιογραφικά συστατικά. Ο Κοψαχείλης χειρίζεται το υλικό του με τέτοιον τρόπο και συνθέτει τις ιστορίες του ώστε να μοιάζουν μ’ ένα είδος μαρτυρίας, εξομολόγησης, αυτοψίας. Ωστόσο η μυθοπλασία βρίσκεται πανταχού παρούσα και η ευρηματική σύνδεση μύθου και ιστορικής πραγματικότητας φανερώνεται σε όλα τα διηγήματα.
Συχνά εξαιρετικής ακρίβειας -από έμπειρο, ευαίσθητο και σχολαστικό μάτι- παρατηρήσεις της φύσης δίνουν αφορμές για να κατασκευαστούν αριστουργηματικά υπαινικτικές ιστορίες. Θυμίζω εδώ την σπουδαία «δρακοντιά» που χάρισε και τον τίτλο στη συλλογή.  

Άνθρωποι τυραννισμένοι, ταπεινοί, φτωχοί. Ιδιόρρυθμοι, αλαφροΐσκιωτοι, κατατρεγμένοι, παραβατικοί χαρακτήρες, αλλόκοτοι,  αποσυνάγωγοι, πρόσωπα συχνά με ιδιότητες σαλών, που διάγουν μονήρη βίο σαν ερημοπούλια στην ασφυκτικά κλειστή αγκαλιά της επαρχίας. Κι από κοντά:  Ζώα οικόσιτα αλλά και άγρια που εξημερώθηκαν ή συμπτωματικά μόνιασαν με τους ανθρώπους, ακολουθούν την προδιαγεγραμμένη τους μοίρα. Ζουν και πεθαίνουν συχνά μ’ έναν θάνατο αγωνιώδη, άδικο και μαρτυρικό [ όπως ο κάβουρας στο διήγημα  «Η δρακοντιά», η κουρούνα στο «Άσπονδοι εχθροί», το άλογο στο «Μόνο ένα παγούρι», η οχιά στο «αυγό» κι ο πετρωτός κόκορας στο «σφαχτό»]. Άλλα βασανίζονται εξ αιτίας της ιδεοληψίας ή των προκαταλήψεων των ανθρώπων [όπως το γαϊδούρι του Μίρκου Σπιώτη στο «Χάθηκε η κλήρα του»] κι άλλα μετέχουν σαν σιωπηλοί θεατές όπως η απόμακρη και μυστηριώδης γάτα που κρατά καλά το κλειδί των νόμων των συμπτώσεων και των μεγάλων φόβων στο διήγημα «Πριν σαραντίσει».

 Ο Κοψαχείλης έρχεται για να προσφέρει δικαίωση στους αφανείς, τους λυπημένους, τους ταπεινούς, τους λοιδωρημένους, τους ηττημένους. Το «ουαί τοις ηττημένοις» -και στη μορφή που αυτό έλαβε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα- τον στοιχειώνει. Έτσι λοιπόν ο συγγραφέας σαρώνει δημιουργικά το υλικό της μνήμης και οργανώνει με κατάλληλο τρόπο την θεματική του. Μέσα από τις σύντομες ιστορίες του αναδεικνύει κι έναν άλλο ρόλο της λογοτεχνίας καθώς μοιάζει να θέλει να αποδώσει μια αναδρομική δικαιοσύνη, να συμπαραταχθεί και να μεροληπτήσει -δίχως όμως να στρατεύεται ή να προπαγανδίζει- ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να εξηγήσει, να κατανοήσει όσα έχουν συντελεστεί και αποτελούν το μικρό έπος του γενέθλιου τόπου και ιστορήθηκαν πάνω σε χαρακωμένα σαν δέντρα πρόσωπα.
Μας προσφέρει επίσης μια σοβαρή καταλογογράφηση τοπωνυμίων της περιοχής. Έτσι συναντούμε: τη Ντριστέλα, το «Νοσοκομείο», τη Ζλιάνα, το Πουρναρί, τον Αραπλάκκο, το Γουρουνοκέφαλο, τον Κόρακα, τις Κούτρες, το Μαύρο κοτρώνι,  τις Πρατόκορδες, την Μαντρινιά, τα Χαντόλια, την Πέλλα, τον Αντάρτη, τον Γομαρά, τη Μαύρη Πέτρα, τα Βαμπάκια, την Πλάκα, το Λάκκο, της Καλής την Τρύπα, του Κανέλλη το πηγάδι, το Βακούφικο, τη Ζιλνιά, την Κοφτερή Πέτρα, την Κούβαρη, τον Ουρλιά,  τον Ξυλιά, την Καναπίτσα, το Παπά Ρέμα κλπ. Κάποια κύρια ονόματα ανθρώπων ή παρατσούκλια που μοιάζουν πραγματικά όμως τα πιο πολλά μάλλον αποτελούν προϊόν συγγραφικής επινόησης: ο Κολιός, ο Βάιος Παλιούρας, ο Κόρακας, ο Παγάνας, ο Τάκης ο Σχίζας, ο Ξάπλας, ο Σούλης το φου, ο Μίχος Μιχολιός, ο κύριος Ηετίων, ο Κώστας Δέρβος, ο Αποστόλης Βαρθαλαμής, ο Ποτούλας, ο Γούλης Καλαμπούκας, ο Ζήνος το σφαχτό και άλλοι...


Τα διηγήματα του συντίθενται με αφορμή τον τόπο και την πρόσφατη ιστορία του καθώς και οι ανθρώπινες μορφές που μετέχουν σ’ αυτές αποτελούν οπωσδήποτε προϊόν επινόησης και μυθοπλαστικής δεινότητας. Η συγκίνηση και το δέος που αναδύονται μες από αυτά μοιάζει να γνέφουν έναν χαιρετισμό στην αντίπερα όχθη, στον κόσμο του επέκεινα…


Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος έχει γράψει στη «Συνηγορία ποιήσεως»:
«Άσπονδοι εχθροί και φίλοι κάποτε μεταξύ τους, καγχάζουν στα Ερείπια του Χρόνου, σαρκάζουν καμώνοντας τους ζωντανούς!». 
Θαρρείς και το «άσπονδοι εχθροί» του Στάθη Κοψαχείλη χτίστηκε πάνω σ’ αυτό το στίχο… Κι ύστερα πόση θαυμαστή συγγένεια μοιάζει να έχει με το περιεχόμενο των διηγημάτων που έχει αυτός μέχρι σήμερα γράψει!


 Ο Στάθης Κοψαχείλης έχει δοκιμάσει με επιτυχία στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του τις τεχνικές του «μαγικού ρεαλισμού». Αυτή τη φορά ίσως μόνον στο διήγημά του «Πριν σαραντίσει» θα μας δώσει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Στο σύνολο της τωρινής συλλογής δεσπόζει ένας ιδιότυπος ρεαλισμός τροφοδοτούμενος διαρκώς από το υλικό της απώτερης μνήμης. Τα περισσότερα διηγήματα αποπνέουν μια «σκοτεινιά» όπως σκοτεινός είναι κι ο χωρόχρονος που επαναφέρουν και διηγούνται καθώς εξελίσσονται. Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή Ελλάδα, Ελλάδα της δικτατορικής περιόδου, της μεταπολίτευσης. Στενεμένα πράγματα. Ο συγγραφέας μεγαλώνει, αντλεί και καταγράφει το υλικό του στον απόηχο των γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας και μαθαίνει από διηγήσεις, από μισόλογα κι από κλειστά στόματα ή από την παραδοξότητα που συναντά σε συμπεριφορές.  Η κατοχή, ο εμφύλιος, οι αντάρτες, οι διωγμένοι-οι διώκτες τους, [τέσσερα διηγήματα αναφέρονται σ’ αυτούς: το «Μόνο ένα παγούρι», το «Κόρακας κοράκου», το «Φοβία για τα μανιτάρια» και «Ο Τσουτσουλιάνος»]. Επήλυδες της επαρχίας, θεόφτωχοι, στερημένοι άνθρωποι. Η πανίδα του τόπου -ήμερη και άγρια- που δένεται μαζί τους. Η κλειστή κοινωνία της επαρχίας-τα πάθη των ανθρώπων. Και τα παράξενα ήθη. Τα τελετoυργικά με τις αρχαίες ρίζες, οι προκαταλήψεις, οι δυσιδαιμονίες, οι φόβοι. Και η φύση με το γεννοβόλημα, τους κύκλους ζωής και θανάτου πάνω της, την θαυμαστή και παρηγορική αειφορία της, την αγαστή συνύπαρξη του ανθρώπου μαζί της.

Το αριστουργηματικό διήγημα «Μόνο ένα παγούρι» έχει σαν προμετωπίδα το απόσπασμα που ενδεχομένως ανήκει στον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Ακομινάτο. Σ’ αυτό αναφέρεται: […] ίνα γαρ μη δούλειον ήμαρ ίδη, αυτώ γε ίππω εαυτόν από τον Ακροκόρινθον κατέβαλεν, ως μηδ’ οστούν αυτώ σώον υπολέλειφθαι.  Aπό την αρχή λοιπόν του διηγήματος γνωρίζουμε πως: μήτε κοκαλάκι δεν έμεινε από την απονενοημένη πτώση. Τίτλος και προμετωπίδα έχουν τελειώσει το διήγημα προτού αυτό αρχίσει να γράφεται και να διαβάζεται. Το 1208 ο Λέων Σγουρός, ο βυζαντινός άρχοντας του Ναυπλίου, Κορίνθου και Αττικοβοιωτίας, θέλοντας να αποφύγει την παράδοσή του, αυτοκτονεί πηδώντας έφιππος από τα τείχη στο κενό, από τον Ακροκόρινθο. Ο Γούλης Καλαμπούκας του διηγήματος ρίχνεται στο γκρεμό κάπου στον Όλυμπο μαζί με τ’ άλογό του για να γλιτώσει τη φυλακή. Ακολουθώντας ένα είδος αστυνομικής/νουάρ διαδρομής και πλοκής  ο Κοψαχείλης μας οδηγεί να διαλευκάνουμε κάτι για το oποίο ισχυρά μας προϊδεάζει. Δυο αρχικά ονόματος και μια ημερομηνία όλο κι όλο, πάνω σ’ ένα μεταλλικό παγούρι στο τέλος  του διηγήματος, λύνουν όλες τις απορίες του αναγνώστη με τρόπο που η πτώση να μοιάζει σαν να ‘χει συμβεί εκείνη μόλις την ώρα. Νιώθεις πως κρατάς το παγούρι και διαβάζεις με λύπη πάνω του το όνομα όπως σ’ ένα εγκυρότατο πιστοποιητικό θανάτου…


 Η ιστορία του εμφυλίου, όπως έχει γίνει η πρόσληψή της από τον συγγραφέα άμεσα από όσα άκουσε [ή και δεν άκουσε αλλά υποπτεύθηκε και αντιλήφθηκε], ερευνώντας τα ζωντανά ανθρώπινα απομεινάρια, που φέρουν ακόμα σημάδια πάνω τους, επανέρχεται συχνά στη θεματική των διηγημάτων και μένει σαν φόντο και  υλικό που τροφοδοτεί την εξέλιξη της κάθε ιστορίας. Στο «Φοβία για τα μανιτάρια» θεωρώ πως υπάρχει μια διακειμενική συνομιλία με εμβληματικά έργα που έχουν γραφεί από αυτόπτες συγγραφείς όπως είναι «Οι ανυπεράσπιστοι» του Δημήτρη Χατζή και «Η κάθοδος των εννέα» του Θανάση Βαλτινού. Ο Στάθης Κοψαχείλης δεν είναι φυσικά αυτόπτης μάρτυς αυτής της περιόδου είναι όμως ευήκοον ους και ευαίσθητος καταγραφέας.  Συχνά η μνήμη του, κύριος τροφοδότης της γραφής του, φανερώνει ένα είδος υπερ-προσεξίας χαρακτηριστικό πολλών νευρωσικών καταστάσεων. Θεωρώ τη νεύρωση και το άγχος σε κάποιον συγγραφέα το κατ’ εξοχήν δημιουργικό στοιχείο.

Aξίζει να σχολιαστεί η πραγματογνωσία του Στάθη Κοψαχείλη πάνω στο αντικείμενο της νευροψυχιατρικής. Είναι γνωστό -τουλάχιστον στους φίλους του- πως το ενδιαφέρον του για τις Νευροεπιστήμες είναι μεγάλο. Εξ ου και η συχνή εντρύφησή του σε αντίστοιχα βιβλία, η αγάπη του για τον Γιώργο Χειμωνά κλπ. Συχνά ο Κοψαχείλης χρησιμοποιεί ορισμένα νευρολογικά και ψυχιατρικά σύνδρομα για την κατασκευή και απόδοση ενός μύθου. Η δε περσόνα την οποία ενδύεται ο συγγραφέας στο «σφαχτό» είναι ένας ειδικευόμενος ψυχιατρικής. Στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο θα συναντήσει τον Ζήνο –«το σφαχτό» έναν απόλυτα ασυλοποιημένο ασθενή. Μια τραγική φυσιογνωμία που μέσα από τις ατραπούς της ψύχωσης προσπαθεί να εξιλεωθεί για κάποιον θάνατο  -για τον οποίον έχει ενοχοποιήσει τον εαυτό του- αποζητώντας διακαώς και την δική του θανάτωση. Το εξαιρετικό αυτό διήγημα ο Στάθης μου το ’χει αφιερώσει και με την ευκαιρία τον ευχαριστώ και δημοσίως.
Ο γέροντας Μίχος Μιχολιός έχει -κρυφή- φοβία για τα μανιτάρια. Καθώς πάσχει από άνοια η παλαιά /η απώτερη μνήμη, που όπως είναι γνωστό αποσβένεται  στα πολύ προχωρημένα στάδια της νόσου, έχει επιτρέψει σε σπαράγματα εικόνων να παριστούν εντός του αυτόν τον ακατανίκητο φόβο. Μια μάζωξη ανθρώπων στο σπίτι του θα ξαναφέρει στο προσκήνιο το φόβο αυτόν. 


Ο Κόρακας, του οποίου το πραγματικό όνομα δεν το μαθαίνουμε ποτέ στο «Κόρακας Κοράκου» (κι αυτό δέον να θεωρείται σαν ένα είδος απονομής δικαιοσύνης και μεροληψίας εκ μέρους του συγγραφέα) μια λούμπεν, ολότελα ανήθικη και σκληρή φυσιογνωμία του επαρχιακού κόσμου, χάνει τη μνήμη του στα γεράματα. Οι πράξεις του όμως μένουν απείραχτες στη μνήμη όσων βλέπουν τον εκπεσμό και το κατάντημά του. Όλοι τον θυμούνται να κλωτσά τον νεκρό αντάρτη «Λαοκράτη» στην Πλάκα… 
Επίσης άνθρωποι με κάποιου βαθμού νοητική υστέρηση κάνουν την  εμφάνισή τους όπως ο Κολιός και ο Σούλης το φου.

Στο διήγημα «χάθηκε η κλήρα του» προβάλλει ξεκάθαρα ο φροϋδικός φόβος του ευνουχισμού όπως βιώνεται στα παιδιά. Οι συγκλονιστικές  σκηνές που περιγράφονται  προκαλούν θυμηδία ή διακωμωδούνται στους εμπλεκόμενους ενήλικες υπακούοντας προφανώς στον βολικό μηχανισμό της «απώθησης».



Στο «μπαρ τα κουκλάκια» ο Κώστας Δέρβος άπειρος και αγαθός τη καρδία, ένας καθ’ όλα αποτυχημένος άνθρωπος με τα μέτρα που ορίζει η κοινωνική συνθήκη και η εποχή, προσέρχεται νύχτα στον ναό του έρωτα με μοναδικό όπλο τα …γραμμένα χαρτιά. Η κατακλείδα του διηγήματος: μια ανάλαφρη νότα πικρού μειδιάματος. Η φαιδρή όψη ενός ανθρώπινου Βατερλώ ταυτίζεται εδώ με δυο βιβλία [γραμματικής και συντακτικού] του Θετταλού παιδαγωγού Αχιλλέως Τζάρτζανου που ανασύρονται ως δώρο «στα κορίτσια του μπαρ», για να μάθουν να μιλούν σωστά τα ελληνικά…

Η  16χρονη Ζιζή -ή Ζει-ζεί;- που ...ζει μόνη στο σπίτι στο Λιτόχωρο [ κι είναι από μόνη της ένα μεγάλο διήγημα!]

Όλα τα ερωτηματικά μας δεν βρίσκουν απάντηση στα διηγήματα. Εξ άλλου «η καλή λογοτεχνία δεν δίνει τις απαντήσεις αλλά θέτει τα ερωτήματα» όπως λέει κι ο Αχιλλέας Κυριακίδης.  Στο σπουδαίο «Πριν σαραντίσει» ούτε το ποιός -ούτε και το πώς- άναψε το φως στο έρημο σπίτι αφήνεται να εννοηθεί αλλά ούτε και το ποιός το ’σβησε. Ο «Σούλης το φου» που φύσηξε κατά το συνήθειο του όταν κοντανάσαινε ή το μωρό που κι αυτό φύσηξε κατά το φως;  Ή μήπως τα μάτια της γάτας, που σαν αιγυπτιακή θεότητα παρακολουθεί τις σκηνές που εκτυλίσσονται, ήταν αυτά που ρούφηξαν και κράτησαν στο σκοτάδι τους και άλυτο για πάντα το μυστήριο πράγμα;

Μικρό σχολιασμό θα ήθελα ακόμα να κάνω πάνω στο εξαιρετικής δύναμης και αριστοτεχνικό διήγημα με τον τίτλο «Το αυγό». Πολλοί θα βρουν μέσα σ’ αυτό -και δικαίως- υπαινιγμό βαθύ σχετικά με «το αυγό του φιδιού» και ο νοών νοείτω. Όλα ενυπάρχουν, σαν υλικό-τροφοδότης του συσχετισμού, στο διήγημα. Και το αυγό και το φίδι [η προφανέστατα επίσης πεινασμένη οχιά] και «[...] αυτό το κακό που σαν βαρύς ίσκιος πλάκωσε τη χώρα και τη δηλητηρίασε». Όμως η συγκλονιστική στιγμή που ο πεινασμένος Αποστόλης Βαρθαλαμής, που «δυο μέρες τώρα δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του εκτός από μερικές κληματσίδες που μάζεψε απ’  τ’ αμπέλι του», αφού παλέψει με το σχεδόν ανίκητο ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης, δεν θα φάει το αυγό που μόλις απόσπασε από το στόμα του φιδιού με τη βία. Το αυγό που είχε προηγουμένως καταβροχθισθεί από το φίδι μέσα στη φωλιά αμέσως αφού το γέννησε η μία από τις δυο κότες του Αποστόλη. Εκείνος λοιπόν δεν θα το σπάσει απλώς. Δεν θα το πετάξει μακριά. Δεν θα το ποδοπατήσει. Πάρα θα το συντρίψει με μια βαριοπούλα που, μέσα στο καλοκαιριάτικο καταμεσήμερο, θα υψώσουν τα δυο του χέρια για το σκοπό αυτόν πάνω από το κεφάλι του…




Έρχονται και πάλι στο νου μου στίχοι του Μάρκου Μέσκου από το «Συνηγορία ποιήσεως»:


«ΠΕΡΑΣΕ Η ΖΩΗ, χάθηκαν αμέτρητοι άνθρωποι, ο …και ο…, η… και η… Ο έξω κόσμος, κάμποι, οροπέδια , βουνά, λιμάνια, καπηλειά, φώτα και πολιτείες και ατέρμονα εγκλήματα, η προσπάθεια της λύτρωσης από τα βάσανα, το λεπίδι του ξίφους της εξουσίας στον λαιμό.
Περιμένουν πάλι το παιδί που ονειρεύεται, το φως που λυτρώνει από το Κακό. Πάλι να ’ρθουν ο …ο… και ο…, να ’ρθουνε πάλιν η… και η… και η…». Πολλά αποσιωπητικά έχει βάλει ο πανάξιος ποιητής.

Ο Στάθης Κοψαχείλης με τις ιστορίες του θαρρώ πως συμπλήρωσε όλα τα ονόματα πάνω σ’ αυτά τα αποσιωπητικά!

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας.


Νώντας Τσίγκας, Λιτόχωρο 19.3.2016




Τα εικονογραφημένα σημεία του βιβλίου αποτελούν έργο της "Εσθητα" [δηλαδή των δ/δων Στεφανίας Βελδεμίρη & Χριστίνας Βουμβουράκη)στα πλαίσια του χειροποίητου project [Το λογοτεχνικό κείμενο ως καμβάς /Literary text as as canvas for painting ] που προσφέρθηκε στον συγγραφέα της "δρακοντιάς".

*παρανόμια ή παρονόματα= ψευδώνυμα, παρατσούκλια.