Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

"Οι σέρνοντες τη δυσβάστακτη ιστορία τους..."


[για τις Αταξίες του Μόδη Γούναρη]


Ζωγραφική του Μόδη Γούναρη, Θεσσαλονίκη.

[...] Ο ήλιος κόντευε στη χάση του. Κι όλα τα πρόσωπα ήμασταν εκεί. Κατά μόνας πρωταγωνιστές, αντάξιος του δράματός του ο καθένας. Ο χαρούμενος περιπατητής, ο στοχαστικός ονειροπόλος, η στρατευμένη αθλήτρια, οι ερωτευμένοι ρολίστες. Οι σέρνοντες τη δυσβάστακτη ιστορία τους. Οι έκπληκτες κυρίες που ακόμα δεν κατάλαβαν πως πέρασαν έτσι τα χρόνια. Ο πρόσφατα χειρουργημένος με δυό ή τρία  bay-pass που αποφάσισε να επανέλθει στην ομαλοτητα θωρακίζοντας το μυκάρδιό του που τόσο παραμέλησε. Ο βαρεμένος με το βαρύ παλτό και τα αθλητικά παπούτσια, που έχει στο χέρι του το βιβλιαράκι των ψαλμών. Και εγώ, να προσδοκώ απέλπιδα μια νέα μύηση που να έχει τη γεύση του νοήματος "ενώ συναμα αναρωτιέμαι "τί να κάνει άραγε αυτή".









Συμπεριλαμβανομένης και της νεότευκτης έκδοσης με τις  «Αταξίες» δυσκολεύτηκα είν’ αλήθεια να βάλω σε …τάξη τα βιβλία για να τα συμπεριλάβω όλα στο κάδρο της φωτογραφίας. (Kαθότι μπόλικη η τυπωμένη σοδειά του φίλου μέσα στα τελευταία 20 χρόνια). 

Το έβδομο λοιπόν κατά σειρά βιβλίο του Μόδη Γούναρη οι «Αταξίες» αποτελεί γεγονός. Προηγήθηκαν μια ποιητική συλλογή, τρία μυθιστορήματα, ένα  ‒ όχι και τόσο  «παιδικό» ‒  παραμύθι, ένα βιβλίο με μικρές ιστορίες-διηγήματα. Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο του κατά σειρά που εκδίδεται από τις εκδόσεις «Πανοπτικόν» του φίλου Κώστα Δεσποινιάδη.



Οι «Αταξίες», στις εβδομήντα σελίδες τους, περιλαμβάνουν έξη διηγήματα μέσα στα οποία πρωταγωνιστεί πάντοτε κάποιος …άτακτος. Ένας δηλαδή που αντιδρά, δυσανασχετεί, στενάζει εξ αιτίας του ρόλου ή της θέσης που του δόθηκε και τον στέλνει "στη γωνία"-στο περιθώριο. Φροντίζει, ως εκ τούτου, να  μας δηλώσει το δικό του «παρών» συχνά με άκομψο, ενοχλητικό, θορυβώδη ή δραματικό τρόπο.


Ο Μόδης, ως άτομο κοινωνικά ενεργό, δημιουργικό, ανήσυχο και αεικίνητο αλλά και εξαιτίας της ιδιότητάς του [ψυχίατρος και δραστήριο μέλος του Κοινωνικού ιατρείου αλληλεγγύης] γίνεται μονίμως δέκτης «αιτημάτων» που εκφράζονται με λόγια [ή χωρίς αυτά…] κι έρχεται αντιμέτωπος με, ακατανόητες σε πρώτη ματιά, πράξεις από λογής «στιγματισμένους» [όχι μόνον της «Κρίσης»], από ανθρώπους «στο όριο» - εν κινδύνω, ανθρώπους σε πτώση, εν απογνώσει, ηττημένους, κοινωνικά αποκλεισμένους. 

Έργο μικτής τεχνικής του Μόδη Γούναρη
Το βιβλίο αυτό του Μόδη Γούναρη, με τις ιστορίες-στιγμιότυπα από το εν εξελίξει …«καινούργιο ελληνικό κοινωνικό δράμα» αποτελεί την διατύπωση μιας  κραυγής. 

Αφήνοντας κατά μέρος τις λογοτεχνικές αρετές ή την λεξιλαγνική εκζήτηση, ο συγγραφέας άλλοτε με έμμεσο και άλλοτε με ωμό και  με απροσχημάτιστο - καταγγελτικό τρόπο χαρίζει σ’ αυτήν την κραυγή ικανή ένταση κάνοντάς την ν’ ακουστεί. Ρίχνοντας περισσότερο φως καταφέρνει να κάνει τον άνθρωπο του «Υπογείου» να λάμψει … «ενοχλητικά» μπροστά στα «απενοχοποιημένα» μάτια μας. Οι λαμπρές  ιδέες της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας διαπνέουν ολόκληρη την έκταση του βιβλίου και την ουσία των διηγήσεων. Ως αιτήματα προς εκπλήρωση. 

Ζωγραφική του Μόδη Γούναρη
Στο διήγημα «Μάρκος», ο απελπισμένος αγώνας ενός εφήβου να αναζητήσει ταυτότητα δολοφονώντας πρότυπα (ο πατέρας: το ατσαλάκωτο στέλεχος της αριστεράς, το δυνατό και γοητευτικό αρσενικό), κοντεύει να τον οδηγήσει στον αφανισμό. Οι χωρισμένοι γονείς του θα σκύψουν, κάτω από την πίεση των γεγονότων, σε μια  ‒ επιτέλους! ‒ συναντίληψη για την βοήθεια στον λατρεμένο καρπό του [άλλοτε] ερωτά τους. 

Στον «χαρταετό» εκείνος ο κρεμασμένος στα κλαδιά ενός δέντρου χαρταετός ‒ του και ζωγράφου Μόδη στο εξώφυλλο (είναι οι ίδιοι χαρταετοί που εμπλέκονται σε ένα σωρό ζωγραφιές του ως  motto, μανιέρα ή εμμονή) από περίεργη σύμπνοια της τύχης και των ιδιαίτερων ανέμων που επιστρατεύονται  να φυσήξουν, καταστρατηγώντας  τους νόμους της αεροδυναμικής και άλλους ακόμα θεμελιώδεις φυσικούς νόμους  (χωρίς ζύγια και χωρίς σπάγκο) ξεφεύγει [πες το: «λυτρώνεται»!] από τα χέρια του καθ’ όλα προνοητικού και επιμελούς πατέρα και  υψώνεται αυτόνομος στον ουρανός (ο δραπέτης, ο φυγάς, ο εκδικητής). Παιδικό όνειρο, η λύτρωση της φυγής «από τη φωλιά» ή μήπως η Ουτοπία αυτοπροσώπως διατυπωμένη σε διήγημα;

Ζωγραφική του Μόδη Γούναρη

Στην «Δοκιμασία» [όπου δοκιμάζεται το δίπολο «μάννα-παιδί»] δεν γίνεται φανερό ποιός δοκιμάζεται περισσότερο: Η γυναίκα που, αντιμετωπίζοντας έναν δυσβάστακτο χωρισμό,  επιχειρεί να αυτοχειριαστεί παρασέρνοντας μαζί της στον αφανισμό και το μονάκριβο παιδί της ή η αγάπη του παιδιού προς την μητέρα που δεν ακυρώνεται και δεν πτοείται ακόμα κι όταν το αντίτιμό της είναι «Θάνατος»; Η Αγάπη νικά με λυτρωτικό τρόπο στο τέλος… [Ή μήπως πάλι το όλον εγχείρημα δεν αποτελεί παρά μια πρόβα τζενεράλε πριν από την «επιτυχή» προσπάθεια;].

Στο διήγημα « Η δασκάλα», το  bullying εκ μέρους μιας …δάσκαλας με «κώτσο» / του κατηχητικού [που περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα της πνευματικής, συναισθηματικής και ηθικής στέγνιας],  προς την μικρή Βάσω, τερματίζεται με μια αποστομωτική χειρονομία.  Η οριστική απώθηση της σκοτεινής της επίδρασης  γίνεται με τη βοήθεια ενός είδους αυτοσχέδιου, τελετουργικού ... βουντού της μικρής επάνω στην χαρισμένη από την δασκάλα κούκλα…

φωτ. Ν. Τσίγκας

Στν «Παραλία» η βόλτα [όλων ημών!] διαταράσσεται από το απεχθές και ανεπιθύμητο σε όλους χαμίνι, το μικρό «γυφτάκι», τον αποδιοπομπαίο άνθρωπο,  τον αδέσποτο, τον ‒ ενοχλητικά ‒  κατά μόνας περιφερόμενο. Σαν αγάλματα, μαρμαρωμένοι μέσα σε εμμονές και στερεότυπα, νομίζοντας πως «βολτάρουμε», νιώθουμε εκείνον με τους ζαλιστικούς ελιγμούς του ανάμεσά μας να μας διαπερνά σαν βέλος. Ακόμα κι όταν μας προσφέρει αφιλοκερδώς ένα χέρι βοηθείας ή πασχίζει να μπει "στο παιχνίδι μας",  δηλώνοντας παρών... Συγκλονίζει η (όχι βέβαια πρωτόγνωρη) σκηνή όπου «το γυφτάκι» παίζει μόνο του στην έρημη παιδική χαρά ή διασχίζει κάθετα και χωρίς καμιά προφύλαξη την κεντρική λεωφόρο. Εκεί όπου περνάμε ανυποψίαστοι και με βασιλική σχεδόν  έπαρση, εποχούμενοι σε  λάμποντα, πολυτελή και  γρήγορα αμάξια…

Ζωγραφική του Μόδη Γούναρη
Στη «Φτώχεια», όπου χρησιμοποιείται μια ρήση του Μαχάτμα Γκάντι [«Η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας»],  ένα παιδί μυείται στα μυστικά του σκοτεινού βασιλείου της ένδειας και της ανάγκης. Η αμαρτία [κλοπή] που γίνεται επ’ αγαθώ δεν διαπράττεται τυχαία σε παγκάρι εκκλησίας: Αν δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι είναι βέβαιο πως καταλαβαίνει και θα συγχωρέσει ο Θεός…. [όμως μπορεί και να μην συμβαίνει το ίδιο με τους «ανθρώπους του Θεού» με σχήμα ή χωρίς…]. 

Έγραφα ψες βράδυ σε φίλο συγγραφέα: το βιβλίο αυτό αποτελεί μια τίμια, ουτοπική αναζήτηση της δικαιοσύνης και της αναρχικής, σχεδόν χριστιανικής, διατύπωσης του πάντοτε επίκαιρου και επείγοντος αιτήματος της Αγάπης. Μια καταγγελία των πάσης φύσεως «αποκλεισμών»με τα μάτια ενός σχεδόν εξηντάχρονου [ακόμα εφήβου…].




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου