από το Facebook της ταινίας "Γυμνά χέρια"
(...) θα ρωτούσα τον επίδοξο διευθυντή ορχήστρας, αν η φιλοδοξία του υπηρετεί έναν ηθικό καλλιτεχνικό σκοπό και αν δεν είναι μόνο μια κρυφή επιθυμία για δύναμη και κυριαρχία, πράγμα που δεν δείχνει παρά μόνο τη γύμνια του.
Δημήτρης Μητρόπουλος
Την Τετάρτη το βράδυ στην Προβλήτα Α του λιμανιού της πόλης η "Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος" παρουσίασε -πρόσφερε στους Θεσσαλονικείς την ταινία του Γιώργου Σκεύα "Τα γυμνά χέρια" με θέμα τη ζωή του μεγάλου μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου. Βέβαια ως "Έτος Δημήτρη Μητρόπουλου" είχε ορισθεί το 2012, αλλά καθώς "το κάλιο αργά παρά ποτέ" για την Ελλάδα αποτελεί σχεδόν εθιμοτυπία, η αναδρομικότητα αυτή μας ήταν καλοδεχούμενη.
Η ταινία καλοφτιαγμένη, με ισχυρή θεατρική αισθητική άποψη και με εμφανώς πολλή δουλειά να κρύβεται πίσω από κάθε πλάνο-κάθε της στιγμή. Εκπληκτική η παρουσία του πρόσφατα χαμένου Λευτέρη Βογιατζή που σε μια ιδιότυπη performance-υποκριτική υποδύεται τον Έλληνα μαέστρο.
Τον ακούμε να διαβάζει σκέψεις σε ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά όπως άλλωστε κι ο Δ.Μ. άνετα μιλούσε και διάβαζε αυτές τις γλώσσες. Καπνίζει μονάζοντας σε λιτά δώματα, στο ημίφως όπως εκείνος. Ανταλλάσσει επιστολές-εκμυστηρεύσεις με την εξαιρετική κυρία και επιστήθιά του φίλη Καίτη Κατσογιάννη στην Αθήνα. Η προσπάθεια εξαιρετική-το συνολικό αποτέλεσμα συγκινητικό τουλάχιστον. Συγχαρητήρια αξίζουν στον σκηνοθέτη για το μόχθο που κατέβαλε.
Αφορμή στέκεται αυτή η ταινία να θυμηθούμε ξανά τον μεγάλο αυτόν Έλληνα και να στοχαστούμε. Όχι πάνω στα χιλιοειπωμένα και μάταια για το πώς η πατρίδα αυτή αμείβει τα παιδιά της, ούτε για τη μοίρα των ανθρώπινων δημιουργημάτων ή για την επισφαλή και αβέβαιη αθανασία που προσφέρει η Τέχνη. Μα για ν' αναλογισθούμε την μοιραία σημασία που απόχτησε η καθαίρεση από το συλλογικό υποσυνείδητο ηθικών, πολιτισμικών και δημιουργικών προτύπων και που αποτελεί μια από αιτίες που επέτρεψαν την σημερινή μας Πτώση. Και η οποία -βεβαιότατα!- δεν οφείλεται μονάχα σε αυστηρώς οικονομικά μεγέθη...
"Καθώς αναλογίζομαι αυτό το βιβλίο έχω στο νου μου τρία πρόσωπα, τη μοίρα τους. Τον Δημήτρη Μητρόπουλο, την Καίτη Κατσογιάννη, τη Μαγκουφάνα της Αττικής [σχόλιο δικό μου: πόσο σοφά θέτει τη λέξη"πρόσωπα" μαζί και για τον Τόπο ο Σεφέρης εδώ. Και ποιός άραγε μπορεί να αρνηθεί πως ο κάθε τόπος δεν αποτελεί παρά ένα πληγωμένο, θρυμματισμένο ή αφανισμένο «πρόσωπο»;].
Και συνεχίζει ο Σεφέρης: "Οι άνθρωποι διαβαίνουν, οι τόποι μένουν, θα λέγαμε άλλοτε. Έτσι συλλογιζόμουν κι εγώ, κάθε φορά που πήγαινα στη Μαγκουφάνα για χαρές και για λύπες. Όμως τα τελευταία χρόνια, κοιτάζοντας την παραμορφωτική συμπεριφορά που δείχνουμε στα τοπία μας, με παίρνει η πικρή σκέψη πως είμουν απλοϊκός. Έχουμε αλήθεια τόση βαναυσότητα, που βάζουμε θα ’λεγε κανείς, όλα μας τα δυνατά για να την αποτυπώσουμε σε πολιτείες, σε βουνά, σε βράχους ή και σε ανθρώπους ακόμα. Από τα τέτοια καμώματα δεν έμεινε απείραχτη, αν το καλοπροσέξουμε, μήτε η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου".
(Αποσπάσματα από τον Πρόλόγο του Γιώργου Σεφέρη στην αλληλογραφία του Δημήτρη Μητρόπουλου με την Καίτη Κατσογιάννη, η οποία φυλάσσεται πλέον στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και εκδόθηκε από τον Ίκαρο το 1966).
Tην 1η Νοεμβρίου 1960, ο 65χρονος Δημήτρης Μητρόπουλος, «έκπτωτος» μαέστρος (1951-1957) της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης (ΝΥPO), διευθύνει στο Μιλάνο την ορχήστρα της Σκάλας στην πρόβα της 3ης Συμφωνίας του Μάλερ. Γύρω στις 10 το πρωί εμφανέστατα καταβεβλημένος, κι ενώ έχει έναν προς έναν χαιρετήσει τους μουσικούς με τα μικρά τους ονόματα, απευθύνεται στην ορχήστρα προτού ξεκινήσει: «Είναι αλήθεια πως είμαι εξουθενωμένος, αλλά είμαι σαν τα παλιά αυτοκίνητα που όλα τα μέρη τους είναι έτοιμα να καταρρεύσουν, εκείνα όμως εξακολουθούν να λειτουργούν”.
Σε λίγο θα έπεφτε νεκρός από το πόντιουμ («πόδιον»). Πάνω του βρέθηκε σημείωμα με τις παρακάτω τελευταίες επιθυμίες του:
“Αποτελεί αμετάκλητον επιθυμίαν μου όπως εις περίπτωσιν θανάτου μου δημοσιευθεί ειδοποίησις προς αποφυγήν αποστολής ανθέων. Παν άτομον το οποίον θα επεθύμει να αποτίσει φόρον τιμής δύναται να συμβάλει εις κεφάλαιον συγκεντρωθησόμενον εις το όνομά μου. Το κεφάλαιον τούτο θα χρησιμοποιείται επ’ ωφελεία των Αμερικανών συνθετών, την διαχείρησίν του δε δέον να αναλάβει ο Σύλλογος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Η σορός μου να μην εκτεθεί εις κοινήν θέαν και να αποτεφρωθεί άνευ τελετής και κατά τον πλέον σύμφορον τρόπον. Η τέφρα μου να αποδοθεί εις τον Τζέϊμς Ντίξον, διαμένοντα εις πόλιν Αϊόβα, εις την οδόν Σλένταρ 1333, να τοποθετηθεί δε εντός κοινής λυκήθου ή ετέρου δοχείου αγορασθησομένου εις την ονομαστικήν του αξίαν. Ο προαναφερθείς Τζέϊμς Ντίξον δύναται, εάν το επιθυμεί, να παραδώσει την ως άνω λήκυθον εις τη Ελλάδα».
(Από το σημαντικό βιβλίο του William Trotter Ο Ιεροφάντης της μουσικής-Η ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου, Εκδόσεις Ποταμός 1999).
Την επομένη του θανάτου του Δ.Μ., στις 2 Νοεμβρίου, ο σχεδόν συνομήλικός του (1900-1962) κορυφαίος μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και καθηγητής μουσικής στο Κολλέγιο Αθηνών Μίνως Δούνιας θα γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο με τον τίτλο Δημήτρης Μητρόπουλος - ο Μαέστρος που έφυγε. Μεταξύ άλλων εκεί γράφει: «Λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής του γίνονται μυθιστόρημα, όπως ο βίος των κινηματογραφικων αστέρων. Ήταν αδύνατον να συλλάβουν στη χώρα της τυποποιημένης ζωής το φαινόμενο ενός μεγάλου μαέστρου, που σαν άνθρωπος έμεινε απλός και ζούσε σαν ασκητής σε πενιχρά διαμερίσματα, που ταξίδευε τρίτη θέση χρησιμοποιώντας το σακίδιο με τις νότες του για προσκέφαλο, που αγαπούσε την ορειβασία και τη μοναξιά, που περιφρονούσε το χρήμα και μοίραζε το μισθό του σε αγαθοεργίες, που προτιμούσε τη συντροφιά των μουσικών της ορχήστρας του ή την κουβέντα με τους απλούς βιοπαλαιστάς από τις επίσημες δεξιώσεις ή τις προσκλήσεις των ηλικιωμένων κυριών διαφόρων εκκλησιαστικών σωματείων».
Φεύγαμε μετά την προβολή της ταινίας. Νύχτα γλυκιά. Μπροστά μας ο Λευκός Πύργος. Ένα καράβι φωτισμένο παραπλέει παράλληλα προς την προκυμαία. Ποδηλάτες πηγαινοέρχονται στην παχιά λωρίδα που τους διέθεσε ο Δήμος κουδουνίζοντας νευρικά στους παραβάτες πεζούς. Επιθύμησα έντονα ν’ ανάψω ένα κερί και να το στεριώσω κάπου στη παραλία απόψε στη μνήμη του Δημήτρη Μητρόπουλου.
Ο Μητρόπουλος είναι αυτός που ολοένα φεύγει. Ο διωγμένος. Ο απωθημένος από τα κοινά και παραδεδεγμένα ιδεώδη του Έθνους. [Θαρρώ πως ακούω ακόμα τα περιπαιχτικά, γεμάτα υπονοούμενα, σφυρίγματα στις επίσημες συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών από το χύδην «ανδροπρεπές» ακροατήριο που τυχαίνει ν’ ακούει και «σοβαρή μουσική». Κι από κοντά η μνήμη του άγνωστου ως τα σήμερα Χαρίλαου Περπέσσα κι η δεινή τύχη, για όσο ήταν ζωντανός, ενός βιολιστή στην δεύτερη σειρά των βιολιών της ΚΟΑ που ακούει στο όνομα Νίκος Σκαλκώτας. Τα έργα τους μονάχα ένας Δημήτρης Μητρόπουλος θα τολμήσει να παρουσιάσει στο κοινό της «Αμερικής» ]. Φεύγει λοιπόν "ο Δημητράκης" για να μεγαλουργήσει σε άλλο τόπο. Σαν μεγάλος θυμός το ταλέντο του θα ανθοφορήσει και θα γεννήσει αλλού τα θαύματα. Οι χιλιάδες συναυλίες του για πάνω από 25 χρόνια σ’ ολόκληρο τον κόσμο, οι σχεδόν δυο χιλιάδες -κι ανέκδοτες οι περισσότερες- ηχογραφήσεις σε μαγνητοταινίες. Οι πεντακόσιοι δίσκοι βινυλίου 78 στροφών με τις ορχήστρες που κατά καιρούς διηύθυνε. Πόσες ζωές χωρούν εδώ; Τι μόχθος, στέρηση, προσπάθεια; Τι τάξιμο εαυτού; Ποια αφιερωματική οδύνη; Δικαίως ο ιατροδικαστής κατά την νεκροτομή στο Μιλάνο βρήκε την καρδιά του μαέστρου ανοιγμένη στα δυο. Μια καρδιά που δωρήθηκε στην Τέχνη χωρίς δεύτερες σκέψεις. Που ράγισε και επαύθη με τον αγαπημένο Μάλερ μέσα της.
Και στην Πατρίδα τι; Μα… αυτό που εκείνος θέλησε σ’ έναν ύστατο και μακάβριο συμβολισμό: Τις στάχτες του μονάχα πια!
Μια τελευταία ματιά στην προβλήτα. Νεαρότατα παιδιά κάθονται ρεμβάζοντας και συνομιλούν ήρεμα στο τσιμεντένιο κατάστρωμα. Έχουν τα πόδια τους ανέμελα κρεμασμένα πάνω στα νερά. Τα μάτια τους στον έρωτα. Και στη θάλασσα εμπρός τους. Τη βρώμικη, σκοτεινή, περίκλειστη και χωρίς ορίζοντα θάλασσα της Σαλονίκης. Πίσω τους λίγη ώρα πριν λειτούργησε το θαύμα και το παράδειγμα.
Ίσως δεν το είχαν καν πάρει είδηση…
NΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση να τηρούνται οι κανόνες της πολιτικής σχολίων που ισχύουν. Σχόλια με υβριστικό, προσβλητικό ή παρόμοιο περιεχόμενο δεν γίνονται αποδεκτά και επομένως θα διαγράφονται.