Με την ευκαιρία των 80 του χρόνων, το Μουσείο Μπενάκη
παρουσιάζει έναν αρκετά γνώριμο αλλά κατά βάθος ελάχιστα γνωστό
δημιουργό, που έδρασε σε πάνω από δέκα τομείς. Δούλεψε πάντα στο
περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δημοσιογραφεί ανελλιπώς και με
επιτυχία επί 36 χρόνια, αλλά δεν έγινε καν μέλος της ΕΣΗΕΑ. Ότι έγραψε
και κυκλοφόρησε 64 βιβλία, έλαβε θετικές κριτικές, πούλησε πάνω από
μισό εκατομμύριο αντίτυπα, αλλά αναγνωρίστηκε περισσότερο στο εξωτερικό,
όταν μεταφράστηκαν βιβλία του.
Εκτός από συγγραφέας,
επιφυλλιδογράφος και χρονογράφος, εργάστηκε ως δημιουργός και
παρουσιαστής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, φωτογράφος,
διαφημιστής, καθώς και τεχνολόγος σχολιαστής σε θέματα υπολογιστών,
αυτοκινήτου και φωτογραφίας.
Αλλά και στην συγγραφική του δουλειά ασχολήθηκε με όλα τα είδη: ποίηση, δοκίμιο, πεζό, φιλοσοφία και σάτιρα.
Στην
έκθεση παρουσιάζονται όλα του τα βιβλία στις πολλαπλές ελληνικές και
ξένες εκδόσεις τους, στοιχεία αρχείου και αλληλογραφίας, ανθολογία από
κριτικές και γνώμες, η πορεία μερικών δημιουργιών όπως "Η δυστυχία του
να είσαι Έλληνας" ή το "Δεν Ξεχνώ", μεγάλη έκθεση φωτογραφίας, επιλογή
διαφημίσεων, καθώς και αποσπάσματα από τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές
εκπομπές.
Με την ευκαιρία της έκθεσης κυκλοφορεί και αφιέρωμα 200
σελίδων με ανθολογία κειμένων του Νίκου Δήμου, φωτογραφίες και κριτικά
δοκίμια και απόψεις.
Επιμέλεια έκθεσης : Μαρία Δημητριάδη
Σχεδιασμός έκθεσης: Παύλος Θανόπουλος
[ από το site του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ
http://www.benaki.gr/index.asp?lang=gr&id=202020001&sid=1739 ]
Παραθέτω πιό κάτω το κείμενο του φίλου συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη, δημοσιευμένο πριν κάμποσα χρόνια στην εφημερίδα "Μακεδονία", που περιλαμβάνεται αυτούσιο μαζί με άλλα στον τιμητικό τόμο της εκδήλωσης που επιμεληθηκε ο θεσσαλονικός γιατρός και ποιητής Πάνος Αριστοτελίδης:
Θανάσης
Τριαρίδης
Ελευθερομανίας
εγκώμιο
Εάν κανείς ψάξει στα λεξικά δεν θα βρει την λέξη «ελευθερομανία» - ωστόσο οι περισσότεροι θα μπορούσαν να
σκεφτούν τον ορισμό της: η μέχρι στερητικού συνδρόμου εξάρτηση με την ανθρώπινη
ελευθερία, δηλαδή με την ανθρώπινη δυνατότητα να σκέφτεσαι, να επιλέγεις, να
επιθυμείς, να αμφιβάλεις, να αυτο-κινήσαι. Δηλαδή, να ζεις ως μονάδα που
συμμετέχει στην κοινωνία (την όποια κοινωνία), μετά από σκέψη και απόφαση, κι
όχι επειδή το πρόσταξαν τα έθιμα, ο αλάθητος «Θεός», το αλάθητο «Κόμμα», η
«κυρίαρχη πλειοψηφία», η μέτρηση της τηλεθέασης. Από τον καιρό των Σοφιστών και
του Επίκουρου μέχρι τον Καρτέσιο και τον Σπινόζα, τον Ρουσώ και τον Βολταίρο
δεν ήσαν λίγοι ετούτοι οι «ελευθερομανείς» που πάλεψαν να σταθούν (και
στάθηκαν) απέναντι σε εξουσίες, θρησκείες και «κοινές γνώμες».
Ας έρθω στην σημερινή ελληνική μας
πραγματικότητα. Δεν έχω καμία απολύτως άμεση ή έμμεση σχέση με τον συγγραφέα
Νίκο Δήμου. Δεν έχουμε επικοινωνήσει ποτέ και με κανέναν τρόπο και είναι βέβαιο
πως αγνοεί την ύπαρξη μου (και φυσικά τα όποια γραπτά μου). Ωστόσο εγώ τον
διάβαζα από έφηβος – θυμάμαι πως κάπου στα δεκάπέντε μου είχα ακολουθήσει την
προλογική του υπόδειξη και είχα συμπληρώσει με δικούς μου μεγαλόστομους
αφορίσμούς κάμποσες από τις Σκέψεις για την αναγκαιότητα της αγάπης στα
μεγάλα λευκά υπόλοιπα της σελίδας. Κάποτε νόμισα πως τον ξεπέρασα, πως ήταν
ένας στοχαστής κατάλληλος για να συντροφεύει εφηβικές αναζητήσεις (πιθανώς να
με επηρέασαν στοιχεία του ύφους του που σήμερα πια λογαριάζω για πλεονεκτήματα:
η επιγραμματικότητα του λόγου του, η επιδεικτική χρήση της μικρής παραγράφου ή
ακόμη και η μικρή φόρμα των γραπτών του). Είχα ανάγκη από πράγματα περισσότερο
σύνθετα και δυσνόητα - έτσι νόμιζα.
Κάπου στα τριάντα μου ξανάπιασα τα
βιβλία του Δήμου – βοήθησε σε αυτό και η ηλεκτρονική ιστοσελίδα του (www.ndimou.gr - όπου κανείς διαβάσει τρία ολόκληρηρα βιβλία και περισσότερα από 250
κείμενα και όχι ένα ηλεκτρονικό διαφημιστικό φυλλάδιο όπως στις περισσότερες
ιστοσελίδες συγγραφέων). Γρήγορα είδα πως είχε ακόμη να μου πει – κι
ακόμη σημαντικότερο, είχε να μου ξαναπεί (να μια θεμελιακή στόχευση ενός
στοχαστικού γραπτού: όχι μόνο να λέει αλλά, κυρίως, να ξαναλέει).
Και πλέον, μετά από δύο δεκαετίες αναγνωστικής σχέσης, νομίζω πως το νιώθω
καθαρά: ο Ν. Δ., για μένα τουλάχιστον, αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση
ενός ελευθερομανούς συγγραφέα (πιθανώς η χαρακτηριστικότερη από όσους γράφουν
στις μέρες μας στην ελληνική γλώσσα). Αλλιώς: ένας συγγραφέας-στοχαστής, έξω
από «σχολές», «κλίματα» και εμπεδωμένες σχέσεις, ολωσδιόλου αυτο-κινούμενος και
μοιραία μοναχικός, ο οποίος επιμένει σε μια διαφωτιστική παράδοση που λέει πως
υπάρχω (sum) όχι για να υπηρετήσω μια τελεολογία, αλλα υπάρχω επειδή αμφιβάλω (dubito) και για να αμφισβητήσω αυτή την τελεολογία.
Η συγγραφική περίπτωση Δήμου
παραμορφώνεται μέσα από διάφορα φίλτρα: η εξαιρετικά επιτυχημένη επαγγελματική
διαδρομή του ως διαφημιστή στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η μεταγενέστερη
συχνότατη παρουσία του στον γραπτό και στον ηλεκτρονικό τύπο, η μεγάλη εμπορική
επιτυχία των βιβλίων του σε συνδιασμό με την επιδεικτική σιωπή που του
επιφυλλάσει το επίσημο ιερατείο της κριτικής (ιδίως τις δύο τελευταίες
δεκαετίες), η τοποθέτηση του εδώ και δεκαετίες στο στρατόπεδο των «ανθελλήνων»
και των «φωταδιστών» τον έχουν καταστήσει στα μάτια των πολλών περισσότερο
«σχολιαστή» παρά στοχαστή-συγγραφέα. Μα αν κανείς διαβάσει τα (περισσότερα από
πενήντα) βιβλία του ή μελετήσει την ηλεκτρονική ιστοσελίδα του πιθανώς να
νιώσει πως έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ συνολικότερο έργο από όσο φαίνεται
στην αρχή, ένα έργο όπου η ελευθερία (επιμένω: η δυνατότητα) γίνεται ηθική
στάση και ζωτική ανάγκη, δηλαδή εξάρτηση, δηλαδή μανία.
Ο Δήμου για τρεις δεκαετίες μίλησε και
μιλάει καθαρά για τη μανία της ελευθερίας. Το κείμενο του «Χριστός
εναντίων Θεού;» είναι ένα από τα πιο σημαντικά θεολογικά κείμενα που έχω
διαβάσει ακριβώς γιατί γυρεύει την αποθεολογικοποίηση της μανικής εμπειρίας. Στις «Τολμηρές ιστορίες»
ύμνησε τον ερωτισμό και την προνογραφία στην εκστατική της διάθεση. Στον «Έλληνα
Βούδα» γύρεψε στον πυρήνα του λατρευτικού φαινομένου την στάση της
διαλεκτικής αναζήτησης – δηλαδή και πάλι την στάση της ελευθερίας. Σε πείσμα
της αστικής καταγωγής του και του νεοαστικού κοινού του που τον ήθελε να
αναμασάει την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», θαρρείς και είναι ένας
επιθεωρησιογράφος πολυτελείας, δεν δίστασε να εναντιωθεί σε όλους τους
μηχανισμούς που τζογάρουν στον φόβο (Εκκλησία, Στρατός, Έθνος, φονταμενταλισμός,
εθνικισμός, ρατσισμός) και να υμνήσει κάθε τι που νιώθει πως ελευθερώνει τους
ανθρώπους: το Διαδίκτυο, το αυτοκίνητο, την επιστήμη, την τεχνολογία (που
ονομάζει «προσθετική»), τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα, την ανθρώπινη λογική,
την ανθρώπινη μανία, την ανθρώπινη έκσταση, την θέληση του ανθρώπου να σταθεί
στο φως το ηλίου, να μοιραστεί στο διάφανο και το πηχτό μαύρο.
Στα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα η κύρια
κατηγορία για όσους προσπαθούν να εκφέρουν έναν λόγο για την ελευθερία των
ανθρώπων από τους Μπαμπούλες και τους θεσμοθετημένους «προστάτες» είναι πως,
αλλοτριωμένοι από τον «Δυτικό ορθολογισμό», αγνοούν το «βίωμα». Ωστόσο στα
ποιητικότερης προθετικότητας γραπτά του, στα Ποιήματά του, στις Λίστες
και στο Φως των Ελλήνων, στο Βιβλίο των Γάτων και στο Ημερολόγιο
του καύσωνα (ειδολογικά ακατάτακτο και για μένα ένα απο τα πιο γόνιμα
λογοτεχνικά κείμενα των τελευταίων δεκαετιών) ο Δήμου δεν κάνει τίποτε άλλο
παρά να ψαύει και να ανασύρει βιώματα εκστατικής ελευθερίας δοσμένα στη λατρεία
της μικρής (δηλαδή: πεπερασμένης) ζωής και όχι αφιερωμένα στην δοξολογία μιας
υπεσχημένης αιωνιότητας. Φυσικά μπορώ να μιλάω μόνο για τον εαυτό μου: μα από
τις λογής θεολογικά συντονισμένες και συγχρονισμένες (και δυστυχώς όλο και
περισσότερο εθιμοτυπικές) αναπαραγωγές του «βιώματος», ετούτη η ελευθερομανία (: η ανάγκη για
εκστατική ελευθερία) του Νίκου Δήμου είναι στα μάτια μου πολύ πειστικότερη –
πιθανώς γιατί από την ίδια της την αφετηρία αναφέρεται σε όλους και όχι μόνο σε
όσους συμφωνούνε μαζί του ή σε όσους πηγαίνουν στις ίδιες εκκλησίες με αυτόν ή
περπατούνε μαζί του, στο ίδιο πεζοδρόμιο.
(Δημοσιεύτηκε
στην
εφημερίδα Μακεδονία
της Κυριακής,
στις 10-10-2004)