‒
Οι αναμνήσεις σου είναι στη θέση τους;
Πάνω
σε ποιό στοχασμό έχασες την ισορροπία σου;
Νίκος
Παναγιωτόπουλος, Πορθμείον
–από το «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» –
Ούτε μισό ευρώ το κιλό. Και τάχει -λέει- αυτός "σωστά ζυγισμένα". Δε χρειάζεται ξανά. Το τι λογιώ πορτοκάλια θα σου τύχουν είναι και λίγο θέμα αμοιβαίας -κάπως τυφλής- "εμπιστοσύνης" προς τον μεσήλικα ρομά...
Έτσι όμως νιώθω πως γινόταν πάντοτε. Στεκόταν το φορτηγό χαμηλά στη στροφή "στα Πηγάδια" στο χωριό κι άνοιγε, ο εξ Άργολίδος νεοαφιχθείς, την τέντα αφήνοντας να φανούν τα πολύτιμα πορτοκάλια σε μεγάλες σακκούλες... Μ' ένα τάλιρο αγόραζες "μια δεκάκιλη". Έπαιρνε τον κατήφορο η γιαγιά μου και σε λίγο ανέβαινε ξανά πίσω κρατώντας -σαν μικρό παιδί, κουπανούσκα στην αγκαλιά της- τα πορτοκάλια. Στο σπίτι ξεδιαλέγαμε τα σάπια...
Μια μέρα που 'χε ρίξει και κάμποσο χιόνι, θυμάμαι, την έβλεπα ν' ανεβαίνει αργά ισορροπώντας με δυσκολία την αλλαγή στο κέντρο βάρους στο σώμα της που προκαλούσε η γεμάτη σακκούλα. Με τα χρυσά πορτοκάλια κοντά στο πρόσωπο, και ντυμένη τα θρηνητικά της μαύρα, σιγοπατούσε πάνω στο χιόνι αργά στο καταχείμωνο μέσα.
Δεν ξέρω γιατί αλλά μου έμοιασε έρημο κοτσύφι που ερχόταν αργά προς το μέρος μου. Με χρυσό ράμφος και μαύρο βερνίκι το στιλπνό του πτίλωμα. Σαν να είχα μισόκλειστα τα μάτια μου θαρρώ και σχεδόν ονειρευόμουν αυτήν την μάλλον εξπρεσιονιστική σκηνή.
Όπως και τώρα: Με μισοκλεισμένα επίτηδες τα μάτια κοιτάζω το σταματημένο φορτηγό του πλανόδιου πωλητή πορτοκαλιών μέσα από το αμάξι μου. Σε κάποιο φανάρι υποχρεωτικά ακινητοποιημένος για λίγο. Και σαν να ονειρεύομαι εκείνα τα Χριστούγεννα... Κι ώσπου... κάτι πιο χριστουγεννιάτικο δεν έχω να σας γράψω. Και μαζί τόσο περήφανο, αυτοθυσιαστικό, γενναίο, υψηλόβαθμης και πολυτίμητης ψυχικής θέρμης -με τόση αγάπη και δοτικότητα- ιστορημένο [από Εκείνην!] αλλά και την κοφτερή μοναξιά της εικόνας που θυμάμαι:
[...] Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή, ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας. [...]*
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα που ανηφορίζει με δυσκολία κρατώντας πορτοκάλια σφιχτά στον κόρφο της για να τα πάει στο σπίτι. Σαν άφοβο κοτσύφι πάνω στο χιόνι. Τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν. Κι εγώ κοιτάζω πίσω από το τζάμι.
* Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, Ψυχοσάββατον, από τα "Διηγήματα".