Θανάσης Γεωργιάδης (1944-2022)
Κανένα καταπέτασμα ναού δε σκίστηκε στα δυό. Κανένα μήνυμα της υπουργού Πολιτισμού δεν μεταδόθηκε στα τηλεοπτικά δίκτυα (αλλά και τι θα γινόταν αν… Μου λες;). Τίποτε εμφατικό στο σινάφι των λογοτεχνών δεν ακούστηκε (αν εξαιρέσουμε τον, σύμφωνα με το Ἡμῖν τοῖς φίλοις πένθος, απο-χαιρετισμό του Ι. Ζουργού και του Θ. Τριαρίδη.
Ήσυχος ο θάνατος ενός καταρράκτη. Όποιος τολμήσει να τον αποτιμήσει θα τον πάρουν οι πέτρες μαζί με τα νερά του και θα τον τιμωρήσουν για την αμετροέπεια...
Τον αποχαιρετώ με δικούς του στίχους:
[Από την Ὠδή Α΄]
[…] Τώρα, ἐγώ, ὁ Ἀθανάσιος Γεωργιάδης, ἔρχομαι ἀπ’ τά μαῦρα δάση μέσα
στό κρύο φῶς καί τή φανερή ἐρημιά
στά περιορισμένα βασίλεια τῶν στεναγμῶν λιμνάζω. Λίμνασαν
οἱ παρυφές της χώρας.
Φωνή μετά τή χειρονομία καί τοῦ αἵματος ἄμπωτι (φράξο νά περνᾶ
τή μέρα καί φράξο τή νύχτα περνᾶ).
Δέ χαιρετῶ λέγοντας τ’ ὄνομά μου, ἔρχομαι μόνο βέβαιο τέλος πού την
ἀρχή ξεχνᾶ.
Καί ἄχ ὁρισμός τοῦ θυμαριοῦ (τ’ ἄστρα προσμοιρασμένα), μέ τήν ἀχλύ
τῶν χειμώνων στούς ὤμους
σιμά στούς ἀποθέτες τῆς βροχῆς φωλεύω, θεία ἀναγνώσματα καί ἡδονή,
ἀγαθή, τό ὑποκέιμενο τῶν ἀθλημάτων.
Ἐγώ, ὁ Ἀθανάσιος Γεωργιάδης, γιός χωρικῶν καί χωρικός, ἔρχομαι δεξί
φτερό ἀποθαμένου ἀγγέλου
μετά τά νοητά πού οἱ λέξεις πλεονάζουν, παρά τά πράγματα, ὅταν
πλεονάζουν, ἔρχομαι
στήν πλουτισμένη φτώχεια ὁ ενδεής, τό ὑποκείμενο μιᾶς ἄλλης τέχνης
(γνωρίζω τά διαιρετικά, καί ἀφαιροῦν στοιχεῖα)
ἀπό τά ὕψη στά νερά τό πρόσωπό μου καί τῶν γηλόφων τήν ἀνωνυμία
παίρνοντας,
τό δέρας πού δέν ἀπογίνεται, φθορά σύν μάρμαρο γαλβανισμένο,
ἔρχεται πάλι κι ἔφτασα πρίν νά τό στέρξουν.
Εἶμαι ἡ ἀποκάλυψη πρό τοῦ προφήτη.
Εἶμαι τό φῶς πρίν ἀπό τή φωτιά ἀξεχώριστα.
Εἶμαι ἡ φωτιά μετά τό ζόφο
τό δακρυσμένο κελάηδημα τοῦ ἀηδονιοῦ.
Εἶμαι τό τελευταῖο σπίτι.