ένοικος τώρα του παντοτινού, κεκυρωμένος
Τάκης Σινόπουλος, Ελπήνωρ, 1944
Πικρό το άκουσμα στο σβήσιμο της μέρας: Ο Πάρης Βασιλειάδης δεν πρόφτασε να κλείσει τα πενήντα πέντε του. Μια παλιά υπόθεση τον ξαναεπισκέφθηκε μετά από 17 χρόνια «σιωπής». Πάλεψε από τον φετινό Μάιο την υποτροπή. Σήμερα εγκατέλειψε. Ο Πάρης έδωσε και στις δυο ποιητικές συλλογές, που πρόφτασε να εκδώσει (το 2014 και το 2019), τον τίτλο «Φτηνά Υλικά» (τη δεύτερη με το συμπληρωματικό «β΄»).
Είχα διαβάσει, ανάμεσα σε άλλα, στην παρουσίαση στης πρώτης του ποιητικής συλλογής, στο φιλόξενο πατάρι του βιβλιοπωλείου Σαββάλας (που ρήμαξε πια κι αυτό...) στις 5 Δεκεμβρίου του 2014, και τούτα τα λόγια:
[…] Στο χώρο αναμονής του ιατρείου μου έχω συνηθίσει να βλέπω σιωπηλούς υπομονετικούς ή ομιλητικούς ανυπόμονους πάσχοντες που περιμένουν τη σειρά τους. Στα χέρια τους συχνά ένας φάκελος με εξετάσεις. Έχω συνηθίσει να βλέπω και ιατρικούς επισκέπτες καλοβαλμένους, ευγενικούς, σιδερωμένους μέσα κι έξω, εξεζητημένα —έως ανυπόφορα— μειλίχιους, καρτερικούς για το επιθυμητό πεντάλεπτο της απασχόλησης του γιατρού (εφ’ ό ετάχθησαν…). Στα χέρια τους ο χαρτοφύλακας της εταιρίας. Πολύ συχνά και η αμηχανία.
Λοιπόν, ο Πάρις Βασιλειάδης που τον γνωρίζω αρκετά πια χρόνια –και που ανήκει στην ομάδα των ιατρικών επισκεπτών– είναι ένας άνθρωπος πάνω απ’ όλα εύθραυστος, ευγενής και με κύρος. Μια φυσιογνωμία που γρήγορα σε κέρδιζε. Είχε τις πιο πολλές φορές, συντροφιά κατά το χρόνο της αναμονής του, ένα μικρό βιβλίο σηκωμένο στο πρόσωπο που το άφηνε να πέσει στην τσάντα μόλις έρχονταν η σειρά του να μπει. Οι σύντομες –αναγκαστικά εκ των πραγμάτων- μεταξύ μας συζητήσεις, εκτός των καθιερωμένων και υποχρεωτικών επαγγελματικών, συχνά εκτρέπονταν σε λυτρωτικά ζητήματα: κοινωνικά, τέχνης, ποίησης, λογοτεχνίας, πολιτικής…
Είχα εγκαίρως φυσικά αντιληφθεί πως το λατομείο εκεί πέρα δούλευε […]
Προσέχω πως τη λέξη «κύρος», που δεν τη χαρίζω εύκολα, την είχα από τότε σημειώσει στο κείμενο με παχιά (bold) γραφή.
Βρέθηκαμε κάμποσες όμως φορές εκτός επαγγελματικού χώρου και μιλήσαμε εφ' όλης της ύλης. Λίγες αλλά γεμάτες οι ώρες εκείνες. Μένουν στη θύμηση βαθιά χαραγμένες.
Είναι βουβές και πικρές οι στιγμές αυτές. Θρηνώ το φευγιό αυτής της χαμηλόφωνης ύπαρξης με την ευγενική ψυχή. Σας ξεχωρίζω τους στίχους από ένα σπαρακτικό του ποίημα. Εις μνημόσυνον αιώνιον…
ΦΙΛΙΆ
Φεύγουν τα φιλιά
από το θνήσκον σώμα
—έτσι φαντάζεται ο ποιητής.
Μα όχι.
Μια άλλη τύχη, καλύτερη,
αξίζουν τα φιλιά που μας χάρισαν
ζωή.
Της μητέρας,
τα παιδικά φιλιά τους
και τα φιλιά εκείνης·
των λιγοστών ανθρώπων
που έστω ξεχασμένα μένουν
εκεί, στο θνήσκον σώμα
Μαζί του, μαζί με την ψυχή
θα αποσυντεθούν κι’ αυτά
—ή κατ’ άλλους θα φύγουνε μαζί της
στο μακρινό της επιστροφής ταξίδι—
Μα όχι μόνο αυτά.
Να μη λησμονηθούν
και τα φιλιά
που δεν σου δόθηκαν ποτέ
που τα φαντάστηκες
με τόση θέρμη.
Θα μείνουνε
άυλα και ευκρινή
για να θυμίζουνε
τα μακρινά, τα πέρα
ως να χαθούν,
να σβήσουνε
που το κερί θα σβήσει.
Λοιπόν το εξομολογούμαι: Στην περίπτωση σου εννόησα πια τη σημασία της λέξης «κεκυρωμένος» και στο ποίημα του Σινόπουλου αμέσως μόλις άκουσα τα λυπητερά σήμερα. «Κεκυρωμένος» μέσα μας απομένεις Πάρη…
Καλήν αντάμωση!
Γ. Σόρογκας
Καλόν Παράδεισο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠοτέ δε σκέφτηκα κάτι τέτοιο για τα φιλιά…
ΑπάντησηΔιαγραφήΩστόσο είναι απόλυτα αληθές ειπωμένο από μια ψυχή με προφανή ευαισθησία.
Σκέφτομαι όμως συχνά τα φιλιά που μου λείπουν και τις φωνές που χάθηκαν
της μάνας μου, του πατέρα μου, των γιαγιάδων και των παππούδων μας.
Και οι φωνές. Κατά τύχη μαγνητοφώνησα δυό τηλέφωνα με τον πατέρα μου όταν δούλευα στο Κάρντιφ….
Ακούγεται και η μάνα μου…
Η κόρη μου κράταγε στον τηλεφωνητή του σταθερού ένα μήνυμα του πατέρα μου για ν ακούει τη φωνή του. Κάποια στιγμή χάθηκε το μήνυμα και η φωνή του παππού της για πάντα….
Τι συγκινητικά λόγια Φώντα... Τι στιγμές....!!!!
ΔιαγραφήΤο παράξενο είναι πως θυμούμαστε τις μορφές τους... Αλλά καθόλου τις φωνές τους...
Κάπως αχνά θυμάμαι τη φωνή της Κλεοπάτρας!! Και μερικές λέξεις όπως την προσφώνηση από τον Πατέρα μου, Ξένο!…από τον Παππού μου Ξενή!!! Από τη θεία Ντίνα, Ξενάκη…έφυγε ξαφνικά με κοιλιακή μαρμαρυγή μπροστά στην Κατερίνα την κόρη της. Προσφώνησε ήρεμα … Κατερίνα….και έφυγε. Τον Αύγουστο που μας πέρασε. Όμορφος Θάνατος!!! Μου έστειλε με κούριερ έναν τεράστιο πίνακα με ένα λιμάνι του 19ου αι από το Αλεξανδρινό σπίτι. Έλπιζε ότι κάποια μέρα θα γυρίσω;
ΑπάντησηΔιαγραφή