Τώρα,
καθώς ασχολούμαι με την έκδοση μερικών ποιημάτων του Γέιτς, που έχω αποπειραθεί πριν
λίγα χρόνια να αποδώσω στα Ελληνικά, καθώς όλο και λιγότερο γράφω πια, καθώς με
συνεπαίρνουν οι μονομανίες μου (αδιάφορες για κάθε έρμα «λογικής», συμφέροντος,
πραγματισμού…) νιώθω πως το τυπωμένο χαρτί αποτελεί φιλοσοφική στάση, συνθήκη, άποψη
για τον κόσμο. Κι όσοι το (παρ)ακολουθούν είναι από άλλη μάλλον πάστα καμωμένοι.
Όχι πως εχθρευόμαστε τα ψηφιακά μέσα (ίσα-ίσα!) μα νιώθω πως βρισκόμαστε «εκτός θέματος
και εν συγχύσει» σε σχέση με το εκδοτικό πάρτι και το περιεχόμενό του… Κολλημένοι
με κείνη τη μυρωδιά των βιβλίων, την αναγνωρίσιμη με το πρώτο, τις ευφραντικές οπτικές
προσλαμβάνουσες και τα απτικά πλουτίσματα μα και το ένδον αποτύπωμα του περιεχομένου
τους, ζούμε απομακρυσμένοι από τον κόσμο, σχεδόν αόρατοι μέσα στην πλημμυρίδα των
βιβλίων που υπάρχει εκεί έξω…
Κρατώ στο νου μου τις εννιά τελευταίες λέξεις που ’χε πει σε μια συνέντευξή του [ΕΔΩ] πριν οκτώ χρόνια ο (ιδιαίτερος) Ευγένιος Αρανίτσης:
[…] νομίζω πως η μετάβαση στο ψηφιακό σύμπαν είναι αυτή που θα μας μεταμορφώσει θεμελιακά – ήδη το κάνει. Είναι τόσο γρήγορες και κατακλυσμικές πια οι αλλαγές, ώστε παρατηρώ πως η απόσταση που έχω από τον κόσμο των παππούδων μου είναι πολύ μικρότερη εκείνης που με χωρίζει από τις νεότερες γενιές. Καταλαβαίνω πολύ καλά πώς λειτουργεί η εποχή, αλλά αποτελώ ανθρώπινο μοντέλο που έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία.
Συνοδεύω τη σημερινή μου «κατάσταση» (τουτέστιν ψυχική διάθεση) με ένα σχέδιο του καλού φίλου συγγραφέα και ποιητή Γεράσιμου Δενδρινού (από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Το Παραμιλητό/1988) που, τον ίδιο όπως και αρκετούς άλλους του σιναφιού που εκτιμώ για την ποιότητα του έργου και του λόγου τους, οι σύγχρονες ροπές του εκδοτικού εμπορίου και τα αναγνωστικά ήθη αγνοούν με σημασία…
Κακό του κεφαλιού τους βέβαια. Των αναγνωστών και των εμπόρων εννοώ.