Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Οι ιερές «σκιές» στις ταινίες του Φίλιππου Κουτσαφτή




Ένα παράδειγμα: Ο Παναγιώτης Φαρμάκης...




[…] τρελοί  κι αλλοπαρμένοι χτίζοντας από την αρχή
τη σκόνη των αιώνων.

Μάρκος Μέσκος, Ποιήματα-Στην όχθη του Παραδείσου


Όσοι έχετε δει τις ταινίες του «Αγέλαστος Πέτρα» και  «Αρκαδία χαίρε», θα αναγνωρίσετε πως ένας από τους πιο χαμηλόφωνους καταγραφείς των σύγχρονων (ουσιωδών) «πληγών» και τύψεων του ελληνισμού ονομάζεται Φίλιππος Κουτσαφτής. Η βαθειά του ποιητική γραφή, το ιδιαίτερο κινηματογραφικό βλέμμα, η μεγάλη αρχαιογνωσία του (και πόσα άλλα ακόμη…), δίνουν το στίγμα στις δημιουργίες του και καταλήγουν σε μιαν άλλην ανάγνωση της «ελληνικότητας». Δεν μπορεί κανείς  ̶ συχνά βλέποντας και ξαναβλέποντάς και μη χορταίνοντας ποτέ ̶  τις δημιουργίες του κι ακούγοντας αυτόν τον σιγανό, σαν μουρμούρισμα βροχής, λόγο του σκηνοθέτη/αφηγητή/συγγραφέα, να μην ξεσπάσει  σε ...φωναχτό λυγμό (ή αναλόγως σε επιφωνήματα άγριας χαράς) αν έχει λατρέψει κι έχει πονέσει λίγο αυτήν εδώ τη μικρή κόχη της γης. 

Στις ταινίες του Κουτσαφτή οι τόποι, οι πέτρες, τα αρχαία μάρμαρα, τα δέντρα,  οι άνθρωποι, τα κτερίσματα των αρχαίων  τάφων, διηγούνται. Όλα… Η βροχή που διαρκώς πέφτει, η βουή των μικρών πόλεων που σβήνουν, η άνοιξη που προκύπτει, η σκοτεινιά, οι τελετές, οι γιορτές, το παραμικρό ανθάκι των βράχων που ριγεί στο αεράκι, οι ομίχλες της απεραντοσύνης των αγρών και βέβαια οι ταπεινοί άνθρωποι. όλα διηγούνται. Όλα μιλούν και λένε είτε τους ρωτάς είτε όχι. Άνθρωποι και πράγματα σαν σκιές, αναγκεμένοι, ανακατωμένοι με τα χώματα, πρόσφυγες, μετακινούμενοι, φεύγοντες,  θνήσκοντες… Τόποι που χαμηλώνουν το φως τους και σβήνουν μπροστά στα μάτια μας σαν το πέρασμα μιας μέρας. Κι η πικραλίδα, η σιγουριά της ανθρώπινης προσωρινότητας, σε μουσικό continuo. Διαρκής υπενθύμιση ευθύνης και οφειλής... Ανεπιτήδευτη «χαρμολύπη» διέπει κάθε επαφή μας με το έργο του Κουτσαφτή.

Στην «Αγέλαστο Πέτρα» η μορφή του Παναγιώτη Φαρμάκη δεσπόζει. Αυτό το σκιαγμένο όν, στην συγκλονιστική φωτογραφία του Φ.Κ. με το σακάκι του αφόρετο και ριγμένο στο κεφάλι, είναι ένας  άνθρωπος αρχαίος που έρχεται από τα βάθη της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας και ενοχής. Κρατά στα χέρια του μια μαρμάρινη πλάκα σαν να κομίζει τις δέκα εντολές από το Όρος...

Ο Παναγιώτης Φαρμάκης διάβηκε από τον κόσμο μας για εμπνεύσει τον σεβασμό στην ανθρώπινη μικρή ή μεγάλη δημιουργία για να μας θυμίζει τον δημιουργό (είτε αυτός είναι πόλις, ανθρώπινη ομάδα, άτομο) όταν  αυτός πια έχει περάσει στον κόσμο με τις σκιές. 

Ο σκηνοθέτης μας  δείχνει συχνά τον Φαρμάκη αμίλητο, αεικίνητο να μεταφέρει με σπαρακτικό τρόπο στους ώμους, κρατώντας με τα δυο του χέρια στη αγκαλιά του ή πάνω σε καρότσι   ̶  που σπρώχνει με δυσκολία ̶  όσα δεν αντέχει ο ξεκούρδιστος άνθρωπος, όσα δεν μπορεί να συναγωνιστεί σε χάρη πια η άχαρη και απορρυθμισμένη Πόλις: πέτρες «μεγάλες» (κίονες, επιτύμβιες πλάκες, τμήματα ναοδομίας κ.ά. ) από ...τους χώρους εναπόθεσης «μπάζων» (!) στον ζωτικό τους χώρο: Έξω από την περίφραξη του Μουσείου της πόλης. 

Οι σωρευμένες πέτρες του Παναγιώτη Φαρμάκη σαν τα αζήτητα παιδιά της παλιάς ... "βρεφοδόχης" των βρεφοκομείων. Ο ίδιος ταγμένος, σιωπηλός, τρομαγμένος, απόκοσμος, φεύγων...

 



Είναι φτωχά τα δικά μου λόγια για να πουν. Διαλέγω ν’ αφήσω τη Κατερίνα Χατζή που γράφει*:



Μικρό σημείωμα για τη φωτογραφία του εξωφύλλου απο την ταινία Αγέλαστος Πέτρα του Φίλιππου Κουτσαφτή.

Ο ταπεινός φρουρός της αγέλαστης πέτρας, Παναγιώτης Φαρμάκης, περπάτησε αδιάκοπα ανάμεσα στις δυο θάλασσες του ελληνισμού, αναζητώντας σαν τ’ αγρίμι τις «μεγάλες πέτρες» και τις κουβάλησε μέσα απ’ τα σκουπίδια και την απαξία του νέου ελληνισμού, βουβά, σταθερά και αλαφροΐσκιωτα, ως το σύγχρονο λιμάνι τους. Η φωτογραφία του είναι το μόνο ίχνος από μια ζωή βαθιάς σιωπής, αγωνίας και τιμής. Έχοντας αποδώσει τον οβολό του  ̶ αρχαίο και νέο χρέος ̶ , έφυγε το ίδιο αθόρυβα, όπως οι σκιές του Κάτω Κόσμου.
Κοιμήθηκε σ’ ένα μικρό κοιμητήρι, μακριά από την ιερή Ελευσίνα, κάπου έξω από την τραγική Θήβα. Μακριά από τη «σύγχρονη θλίψη», στον απόηχο του βρόντου των τειχών της Ιεριχούς.
(Δεν είπε, έτσι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τους διδασκάλους του γένους.)





*Στο βιβλίο του Δημήτρη Χατζή "Το πρόσωπο του νέου ελληνισμού- διαλέξεις και δοκίμια" που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις "το Ροδακιό".



[Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΔΟΣ της Καστοριάς την Πέμπτη 4 Μαΐου 2017]




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου