[ "ΓΡΑ-ΓΡΟΥ", a novel comic ]
- Θυμάμαι
καλά, ή όχι; - σαν το χοιρινό του με λάχανο πιο νόστιμο δεν έχω ξαναφάει.
T.
-Δε θα το πιστέψεις, αλλά είναι η απόλυτη αλήθεια:
-Εκεί
έφαγα με την Ό. την ωραιότερη φασολάδα της ζωής μου, ένα ξέχειλο πιάτο.
Και
μια άλλη φορά λαχανοσαρμάδες.
Και
μια άλλη δεν θυμάμαι.
A.
-Δε θα το πιστέψεις, αλλά είναι η απόλυτη αλήθεια:
σήμερα το απόγευμα έλεγα στον Ν.
για την αξέχαστη πατατόσουπα
που είχα φάει ένα χειμωνιάτικο βράδυ που περνούσαμε από εκεί! Αληθινά αξέχαστη!!!
που είχα φάει ένα χειμωνιάτικο βράδυ που περνούσαμε από εκεί! Αληθινά αξέχαστη!!!
Σ.
-Εννοείται η καλύτερη φασολάδα ever... Χειμώνας –ξυλόσομπα όρθια- ξημερώματα!!!-
με το μακαρίτη το θειό μου καταφθάνοντες με τη νταλίκα*...
*πέθανε χρόνια μετά -νεότατος ακόμα - από ανακοπή
μέσα στο ίδιο φορτηγό -εν κινήσει...
μέσα στο ίδιο φορτηγό -εν κινήσει...
N.
["Μίλησε Μνήμη"-όπως θα την πρόσταζε κι ο Βλ. Ναμπόκωφ... Δεν άντεξα στον πειρασμό να προσθέσω τα σχόλια που μου έκαναν, απαντώντας με email, δικοί μου άνθρωποι που ξαναθυμήθηκαν σήμερα -με την ευκαιρία της ανάρτησης- το γρα γρου. Αισθάνομαι πως οι φίλοι συγγραφείς θα πρέπει στις παρουσιάσεις του βιβλίου μάλλον να συμπεριλάβουν επειγόντως ...και φαγητό!]
Το εστιατόριο αυτό δεν υπάρχει πια. Όταν η μεγαλειώδης σύγχρονη γέφυρα του Πολυμύλου υψώθηκε και γεφύρωσε τα πόδια του βουνού, εξέλιπε και η ανάγκη ύπαρξης του μικρού φτωχικού μαγαζιού-σχεδόν παραπήγματος. Έκλεισε και σύντομα κατεδαφίστηκε. Στον κύκλο των απωλειών.. Εκεί και αυτό εμέλλετο "απελεύσει"... Κύλισε ο καιρός. Το ξεχάσαμε.
Όμως... οι Τάσος Ζαφειριάδης & Γιάννης Παλαβός δουλεύοντας μαστορικά το σενάριό τους μαζί με τον σκιτσογράφο Θανάση Πέτρου, τον φετεινό Νοέμβριο γεφυρώνοντας μνήμη και χρόνο, ανάστησαν το ταπεινό μαγαζάκι ξαναφέρνοντάς το στο φως με την έκδοση του novel-comic ΓΡΑ-ΓΡΟΥ από τις ιστορικές εκδόσεις "Ίκαρος". Μάλιστα συνοδεία ...διαδικτυακής μουσικής. Με τον σύνδεσμο [ΕΔΩ ΚΛΙΚ] διαβάζετε -και βλέπετε- ...ακούγοντας τη μουσική που έγραψε για την περίπτωση ο Μιχάλης Σιγανίδης!
Χιόνισε στα μάτια μας μέσα, κρύος χειμωνιάτικος καιρός μας τράβηξε γύρω απο την όρθια μαντεμένια ξυλόσομπα του μαγαζιού. Κόσμος πάει κι έρχεται [ή περνάει μυστηριωδώς απέναντι ...στην ομίχλη]. Διαβάτες ή τακτικοί πελάτες και θαμώνες. Ο εστιάτορας ο Κώστας, ο παπάς του χωριού, η Σοφία, ο σκύλος Φόρης [Χριστόφορος] -που ίσως είναι κι ο κυνόμορφος Άγιος Χριστόφορος της εκκλησίτσας απέναντι από το γρα γρού- ο Μάνος, ο Μιχάλης με τα πυκνά δρομολόγια του με το φορτηγό, ο Θάνος ο μηχανικός στην Εγνατία που χτίζει την καινούργια γέφυρα, ο Φίλιππος ο συγγραφέας -"πέρα δώθε από τη Βέροια τρία χρόνια τώρα κολλημένος με το μέρος"- , αινιγματικές φυσιογνωμίες, μοναχικοί περαστικοί ή ζευγάρια και μια ...αλαφροΐσκιωτη κοπέλλα που έρχεται και μένει να δουλέψει στο γρα γρου.
Όλα αποκτούν άρωμα μυστηρίου όταν αρχίζει να γίνεται λόγος για τό γεφύρι που υπάρχει εκεί για να γεφυρώνει την ομίχλη. Το βλέπουν όσοι θέλουν το δουν. Το διαβαίνουν οι αποφασισμένοι [ίσως και οι απελπισμένοι; Ή μήπως οι ξεγραμμένοι - όσοι "μέλλεται αφανισθώσι";]. Διαβαίνουν όλοι το γεφύρι ...άπαξ. Κανείς δεν γυρίζει από κει. Εκτός από έναν. Που επιστρέφει ημιθανής από μια "παλιά πολεμική υπόθεση". Κι από δω ξεκινά να ξετυλίγει το κουβάρι του ο θρύλος:
Για τον αρχιτέκτονα του σουλτάνου που τάχα πήρε την εντολή -επί ποινή θανάτου- να χτίσει το γεφύρι, για τον αρχιμάστορα τον Ζιώγα με το κουδαρίτικο συνάφι του -που μιλάει λέξεις της συντεχνίας "οικείες αλλά ακατανόητες"- που συναντιέται με τον αρχιτέκτονα και μέλλεται να χτίσουν με μια θυσία -ως είθισται στα Βαλκάνια - το γεφύρι... Απολαυστικό έως ξεκαρδιστικό το κουδαριτικό ιδίωμα [με ωραίο γλωσσάρι] στο τέλος του βιβλίου. Υποβλητικός ο μακαρίτης ζωγράφος και ποιητής Γιάννης Ζήκας που η φωνή του ακούγεται να διαβάζει "τα κουδαριώτικα" στο "δίσκο" της έκδοσης...
Η συνέχεια "επί της οθόνης"! Δηλαδή στο απολαυστικό, μυστηριώδες, πολυεπίπεδο και όμορφο βιβλίο που ανανεώνει απολύτως θετικά την άποψή μας για τις οπτικοποιημένες ιστορίες όπως συμβαίνει με την "περίπτωση" των comics.