|
Είχε κι ο "χαρτοκόπτης" μερίδιο στη μνήμη... |
Ο Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου ζει, εργάζεται και δημιουργεί στην «επαρχία»
[ακριβολογώντας: στα Γρεβενά]. Εκεί λοιπόν τυπώνει τα Χρονικά της Δυτικής Μακεδονίας, την ζωηρή
και αξιοπρεπέστατη βδομαδιάτικη εφημερίδα του, μέσα στην οποία μηχανεύτηκε τον
τρόπο να συστεγάζει πολλά από τα μεράκια του: Την αγάπη του για το διάβασμα, την λιτή και ευσύνοπτη ποιητική του γραφή, την αποζήτηση της ουσιαστικής
πνευματικής συναναστροφής με τους ανθρώπους, την λατρεία του για την τυπογραφική τέχνη, την ...Παπαδιαμαντική "πετριά" και άλλα ακόμα πολλά.
Στην εφημερίδα αυτήν ο
Αντώνης διατηρεί μια ιδιότυπη/ιδιόκτητη «ημερολογιακή» στήλη. Τα λιλιπούτεια εκεί αυτόνομα κείμενα-σημειώματα- [και ίσως σχεδιάσματα μεγαλύτερων μελλοντικών κειμένων] που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική
πύκνωση και ποιητική ευθυβολία, τα υπογράφει ως «Έμφρων».
Ακολουθεί απαρεγκλίτως στο ...«σαλόνι» του κάθε φύλλου το ...χαμηλόφωνο πνευματικό εμβατήριο
̶ «Ανεμοδούριον» ̶ με εκτενέστερα
κείμενα του ίδιου, αναδημοσιεύσεις άρθρων η πρωτοδημοσιευόμενες συνεργασίες (δηλωτικές εκλεκτικών συγγενειών) που
καταφθάνουν από κάθε μέρος της Ελλάδας. Κείμενα που καθόλου δεν απαξιώνουν την «επαρχία»
και κάλλιστα καταδέχονται να τυπωθούν εν Γρεβενοίς...
Η -από άποψη περιεχομένου και τυπογραφικής αισθητικής- περικαλλής "Τύρβη", είναι ένας άλλος καρπός των δεσμών αυτή τη φορά του Αντώνη Παπαβασιλείου με τον εκ Λευκοπηγής Κοζάνης ακούραστο συγγραφέα, ποιητή και εκδότη Β.Π. Καραγιάννη.
Από την αρχή που τα πρωτοαντίκρισα, τα μικρά αισθαντικά κείμενα σηματολόγια του «Έμφρονος» -και που τώρα αξιώνομαι να τα διαβάζω ανθολογημένα
στο βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου- μου έφεραν στο νου τον Μητροπολίτη
Πέργης Ευάγγελο με τα «Εκ Φαναρίου" ποιήματα και άλλα του κείμενα...
Ο Πέργης:
Ζωντανεύω τη
φιγούρα του παπά της πόλης
στη μορφή του
Παπαγιάννη του πατέρα μου,
στο κελλί της
Βλάγκας,
πάνω από το
φούρνο του Αβνί
με μυρωδιά απ’ το χαμούρι, χτυπητή,
και πλάι στο σχολειό της ενορίας
με τη διεύθυνση της κυρά-Ευμορφίας,
κελλί με τα κιλίμια και τις κουρελούδες του,
τις σόμπες, τους σοβάδες, τα μαγκάλια του,
και με της μάνας μου τις γλάστρες
με τα φύλλα τις μπεγκόνιες και τις φτέρες
και με την καρδερίνα χαρωπή
να σπαρταρο-κελαηδάει στο κλουβί.
O Aντώνης Π.:
Ο
πατέρας. Αναπαύτηκε το μεσημέρι του Σαββάτου 21-3-2015.
Δεν
εμπιστεύομαι το μελάνι τώρα.
Οι
λέξεις μετέωρες, ξεφτίδια.
Η
σχέση όμως αγωνίζεται να γαντζωθεί, σαρκώνεται στη στοργή των απλών πραγμάτων.
Κρατώ
το λόγο του φίλου μου από τη Χαλκίδα:
ο παππούς καλά ταξιδεύει.
Και δεν μπόρεσα να μην αντιπαραβάλλω
επίσης στα πεζά στιχουργήματα του «Έμφρονος» τα διαδικτυακά ανάλογα του εκλεκτού ζωγράφου Χρήστου
Μποκόρου όταν κάποτε ̶ και πρώτα εκεινα ̶ γινήκαν βιβλίο-ανθολόγιο [e-μερολόγιο από την «Άγρα»]...
Άλλοτε θυμήθηκα τις εγγραφές
στο
Collectanea του Ζήσιμου Λορεντζάτου και το ανεκτίμητο Στου Τιμονιου τ’ αυλάκι [του ιδίου]...
Ο συγγραφέας -όπως τόσο στοχαστικά και με καίριο τρόπο τονίζει στον πρόλογό του
ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος- δίχως "πόζα" και χωρίς "στόμφο", σκιρτά
εμπρός το θαύμα της Κτίσης, αισθάνεται «ως της καρδιάς τα φύλλα» το κάλλος του
τόπου του. [...] Σαν την όρνιθα που πίνει νερό και κοιτάει τον ουρανό.
Ριζωμένος στον
τόπο του –ποιητικά κατοικεί. Και δεν διαολίζεται και δεν μεμψιμοιρεί. Πουθενά
δεν αφήνει χώρο να ανασάνει μιζέρια ή κλάψα. [Ποτέ δεν θα έγραφε «θάνατος είν’
οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια»...]. Κάποτε
γίνεται διαβατάρικο πουλί σε βραχείες προσκυνηματικές μεταναστεύσεις στην
ενδοχώρα και άλλοτε σε αναψυχής δρομολόγια και σε σημαντικες για την
ανασύνταξη δυνάμεων συναντήσεις. Σε πόλεις-σύμβολα ανταμώματα με «συγγενείς»
στον ίδιο καημό...
Ο Α.Π. με κωδικοποιημένη
μεν ωστόσο διόλου ερμητική γραφή, πάντοτε εκ βαθέων και πάντιοτε με ευλάβεια, στέκεται σχεδόν
ολότελα με απορία απέναντι στο θαύμα της
ζωής. Μνήμες και ανάσες ανθρώπων που περνούν, έργων που μας χαράκωσαν, ξαφνιάσματα,
σκιρτήματα αναπάντεχα που φώτισαν τη μέρα μας. Ταπεινά και ελάχιστα. Φωτογραφήσεις,
αποτυπώσεις, σημειώματα, πετάγματα πάνω
από τον στιφό καιρό πάνω από την αρρωστημένη Πατρίδα [αυτήν «την σαστισμένη μας Πατρίδα»
όπως την αποκάλεσε τόσο σπαρακτικά τις προάλλες σε γράμμα του ο κοινός μας σεβάσμιος
φίλος]. Τα χιόνια και οι βροχές του Γρεβενού φέρνουν μια ζέστη γιορτινή και το χνώτο -τον ψίθυρο των ανθρώπων πιο σιμά.
Έρωτας, στοργή για κάθε στιγμη που μας δωρίζεται. Βιβλίο, ποίημα, λόγος, φίλου
συντροφιά, ένα ρακί, ο παντοτινός εσπρέσο φρέντο, γλυκό του κουταλιού ηδύσματα-στολίσματα
της μέρας –ψιμύθια καθόλου ευκαταφρόνητα στο γκρίζο πρόσωπο της πανταχού παρούσας
«Κρίσης». Και πάντοτε οι λεξεις. Οι λέξεις... Οι λέξεις – ιάματα που στοιχειώνουν τον θηρευτή...
Πολυτίμητο χρονολόγιο,
αναγνώσεων- επισκέψεων- συναντήσεων, επίμονος σελιδοδείκτης και τροχιοδεικτική
βολή τα «Λόγια ριζωμένα» του Αντώνη
Παπαβασιλείου. Εγκόλπιο παραδειγματισμού για το πως βιώνεται σαν φως η ζωή όταν
δεν υπάρχει ξιπασμός, παρά ταπεινότητα, γνώση, ανοιχτή καρδιά έτοιμη να δεχτεί
και καθαρό βλέμμα:
[...] Το
καρτελάκι διαβάζεται. Ονόματα, ονόματα, ονόματα. Όλοι εδώ, ακόμη κι αυτοί που
σβήστηκαν κάτω από το κομμένο δένδρο. Υπάρχουν.
Μαζευόμαστε σαν
μια προσκομιδή, ανθρώπινη και ατελής, κωμική, και τραγική, πονεμενη κι ανήμπορη
στα ερωτήματα. Αλλά σύναξη, που μαρτυρά συνέχεια και δίψα ζωής.
Το κρασί δροσίζει
τα λευκά χαλίκια κι εμάς. Όλους.
⁕⁕⁕
[...]
Απλώς, να: πώς και κατά πού φυγαδεύσαμε το ντόμπρο χαμόγελο, το γέλιο βρε
αδελφέ, τη χαρά, στη μια και μοναδική μας ζωή;
Αυτά τα
χρωστούμενα στην ευφροσύνη, πότε θα τα ξεπληρώσουμε;
⁕⁕⁕
[...]
Τί θέρος κι αυτό;
Δημοψήφισμα, «ναι»
ή «όχι», μαλώματα, άλλα μέτρα και ποσοστά απειλητικά με το ακρωνύμιο ΦΠΑ.
Πλεόνασμα βλακείας, ιδεοληψίες και φωνασκίες. Ανασχηματισμοί, ουρές, κλειστοί
οι ναοί του ευρώ. Στεγνώσαμε, φαρμακιασμένος ο ελληνικός αμπελώνας.
Τί μούστο να
βγάλει η ψυχή μας τον Σεπτέμβριο;
⁕⁕⁕
[...]
Βραδιάζει και πρέπει να χωριστούμε. Καλά αλωνίσαμε το στάρι της μνήμης.
⁕⁕⁕
[...]
Αγγίζω κάτι πιο χειροπιαστό. Τους ανέμους. Ναι, στο μικρό ημερολόγιο με τα
πλοία και τους καπετάνιους στα ελληνικά γράμματα [...].
⁕⁕⁕
[...]
%.Τέτοια λογής σύμβολα σ’ αφήνουν αδιάφορο και ας κουρσεύουν τα αποθέματα της
ευφυΐας των φίλων σου. Ποσοστά και νίκες. Ονόματα και ήττες. Προγράμματα κι
ανακοινώσεις. Πού θα πάει αυτή η δουλειά; Πιο γόνιμο το υλακόμωρον κουτάβι κι
ας υπομνηματίζει μια βαθιά χινοπωρινή μελαγχολία.
«Ο καιρός της
πάχνης».
Ναι, πλησιάζει
ψιθυρίζοντας τά αμείλικτα χαϊκού του χρόνου.
⁕⁕⁕
[...]
Ελτζεβίρ των 12 και γαλλικό χαρτί Arches Velin, βαμβάκι (φιλάει ήπια τα
τραύματά μας) του 1492, στα 160 γραμμάρια. Χειροποίητο Amalfi, ξυλογραφία σε
όρθιο ξύλο χαραγμένη από τον Γιάννη Κυριακίδη. Μερακλίδικες αντιστάσεις στο
βιπεράκι της νεωτερικότητας.
⁕⁕⁕
[...]
Ένα πιατάκι με δυό κομμάτια παλαίτυπο του ουρανίσκου. Τί μας χωρίζει από τη
χαρά που βρίσκεται δίπλα μας; Και τί μας φέρνει μέσα στον αυλόγυρό της;
Αρνούμαστε τη ζωή
που μας χαρίστηκε. Στήνουμε μέσα και γύρω μας συρματοπλέγματα. Να ματώσουμε
ποιόν;
Κάπως πρέπει
να ξαναπιάσουμε το νήμα της ανθρωπιάς, υπάρχει: «δος μοι τούτον τον ξένον, ον
ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον. »
⁕⁕⁕
[...]
Πήραν όμως τα γράμματα μια σειρά. Στήθηκαν όρθια και του τραγούδησαν. Τα
Γράμματα που διάβαζαν οι παλαιοί, μ’ ένα κερί και κάτι βενετσιάνικες εκδόσεις
πολύστικτες, δακρυσμένες. Λέξεις αρχαίες χόρευαν νόημα και στήναν πανηγύρι.
Ακάθιστος.
Γεφύρι πλέον,
φτιαγμένο με απαντήσεις.
⁕⁕⁕
Πάντα εν πλω σε
στεριά ουρανό και θάλασσα.
Καλοτάξιδη η καλοδουλεμένη σκούνα σου Αντώνη!
Ου παζαριώτ’ς από το Βογατσικό...
*
* ...που σε ευχαριστεί για την
συγκινητική αναφορά στη σελίδα 21 καθώς έτσι δεν τον προσφώνησε/αποκάλεσε κανείς από του
συγκαιρινούς συγχωριανούς του ως τώρα. Κι ας θέλησε ο έρμος μονάχα να χαράξει κάπου απείραχτη
τη δική τους λαλιά.