Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Εξήγησις μονίμου ακινησίας...




Στα Ζαγοροχώρια δέντρο [ ΦΩΤ. Ν.Τ.]



Βρύα, νοτιάς αιώνων, 
παραμύθια πλάι στο ποτάμι που κυλά αργό
με χαύνωσαν με κοίμησαν με μάγεψαν 
ρίζες παμπάλαιες χωμένες βαθειά
στα αφανή και κρύφια 
με ρίζωσαν στο μέρος εδώ.

Και που να τρέχω τώρα 
στα συλλαλητήριαοργήλαούφωνήθεού
μέσα στις φωνές και την
αγοραία τύρβη.

Κάθομαι μονάχα ασάλευτος κι ακούω 
την γιαγιά μου να χαϊδεύει 
-στο πίσω μέρος της αυλής μας-
τις κορφούλες από τα μυρωδικά
και να μιλεί γλυκά  στο μακεδονήσι της
[που ποτέ δεν την άκουσα να το λέει μαϊδανό...]



Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Ημερολόγιο ενός Κρατικού Υπαλλήλου


[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΣΧΟΛΙΑ*] 




Ο Ι.Δραγούμης [καθιστός στο μέσον]  με άλλους συναδέλφους του του Διπλωματικού Σώματος.




Σεπτεμβρίου 11 [1903]


[…] Ο ένας εργάζεται στο υπουργείο για να ζήση, ο άλλος για να βρη νύφη, ο άλλος για ν’ ανεβή, ο άλλος για να φορή στολή, ο άλλος για να κάνη κάτι, ο άλλος για μη πεθάνη από βαρεμό, ο άλλος για να μη ξοδεύη, ο άλλος για τη δόξα και την τιμή του τίτλου, ο άλλος για να ταξιδεύη. Και ποιός δουλεύει γιατί βλέπει μιαν εικόνα μπροστά του αγαπημένη, τη χώρα ή την πατρίδα; Μ’ όλα αυτά τα μαζώματα γυρεύει η καϋμένη η χώρα να κάμη κάτι και να ζήση. Το ξέρει πως δεν την αγαπά κανείς. μα τί μπορεί να κάμη; έχει άλλους να χρησιμοποιήση;


       Και είναι κακοί αυτοί γιατί οι περισσότεροι δουλεύουν ψόφια. Και είνε προ πάντων κακοί γιατί δεν την αγαπούν εκείνην. Κ’ εγώ είμαι τέτοιος; Όση ενέργεια δίνω για τη δουλειά της χώρας τη δίνω με την καρδιά μου γιατί μ’ αρέσει εμένα να εργάζομαι χωρίς συμφέρον δικό μου, όπως αρέσει των άλλων να βρουν νύφες, να φορέσουν στολές, να γίνουν πρεσβευτές, να φαίνονται πως έχουν δουλειά, να ταξιδεύουν. Κι ο δικός μου είνε εγωισμός. γιατί τί δεν είνε; Όλα φεύγουν από τον εαυτό μου όπως κ΄ οι ματιές που ρίχνω γύρω μου από μένα φεύγουν. Ούτε μπορούν να φύγουν από πουθεν’ αλλού.



Κι έτσι δουλεύω καλά, επειδή μ’ αρέσει να δουλεύω καλά, επειδή: α) Αναγκάστηκα να αναλάβω μια δουλειά. β) Αγαπώ εκείνην που γι’ αυτήν εργάζομαι και λυπούμαι βλέποντας πως κανείς δεν την αγαπά και δε δουλεύει χωρίς κάποιο συμφέρον δικό του. γ) Θα γίνει experience η δουλειά μου. Όση ενέργεια δίνω γι’ αυτήν, τη δίνω με την καρδιά μου. Μα δε δίνω όλη την ενέργειά μου. Όταν άρχισα να δουλεύω γι’ αυτήν δεν ήθελα να δουλέψω για κανένα, παρά μόνο για την ψυχή μου. Και τώρα το θέλω αυτό, μα για πολλούς λόγους αναγκάζομαι να δουλεύω. Αλλά τώρα κάπως έπλασα περισσότερο την ψυχή μου και βλέπω πως και η δουλειά μου για τους άλλους πάλι είνε δουλειά για μένα και την ψυχή μου. λοιπόν θέλω να δοκιμάσω τί μπορεί να βγάλω, τί ζουμί μπορώ να ρουφήξω ή να στείψω απ’ αυτή τη δουλειά, και από την αγάπη μου για τη χώρα. Γι’ αυτό θα δοκιμάσω να δώσω (για λίγον καιρό) όλη την ενέργειά μου για εκείνην […]

                                                             







*Ίων Δραγούμης/Ανέκδοτα ημερολόγια (1902-1908) 
 Φωτογραφία και απόσπασμα από το  Αρχείο Ίωνα Δραγούμη-Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. 

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2018

Αι βλαβεραί συνέπειαι της κλοπής...





Κατόπιν τούτου αξιοποιήθηκαν όλα τα αδέσποτα της πόλης ως φρουροί των φρεατίων...

 
[....] Σε έναν από τους τελευταίους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν από την αρμόδια Διεύθυνση, και συγκεκριμένα μετά από αυτοψία που διενεργήθηκε στα φωτιστικά, στους ιστούς και στα δίκτυα, στα δύο Πάρκα, ΧΑΝΘ και Ξαρχάκου, από τον κόμβο του Λ. Πύργου έως τον κόμβο του Δημαρχείου, διαπιστώθηκε ότι εκλάπησαν όλα τα καλύμματα των φρεατίων.

Αναλυτικά, αφαιρέθηκαν συνολικά 68 σχάρες χυτοσιδήρου βαρέως τύπου, διαστάσεων 40X40, συνολικού κόστους 2.050€, περιστατικό που κρίνεται εξαιρετικά σοβαρό, καθώς για πρώτη φορά διαπράττεται τόσο εκτεταμένη κλοπή, η οποία έχει ως απώτερο κίνητρο εκτός από τη φθορά δημόσιας περιουσίας και το κέρδος από την πώληση των κλοπιμαίων ειδών σε επιχειρήσεις χαλκού και σιδήρου.
[από τις εφημερίδες] 


  
   Κατά τους χρόνους του βαρβάρου και σκοτεινού Μεσαίωνος, στις πόλεις και τα χωριά της Ευρώπης δεν ήταν  ̶ λέγεται ̶ ασυνήθιστο  πολλοί μέθυσοι συχνά να έχουν παραμορφωμένα τα μούτρα τους όχι τόσο από τις ασθένειες που θέριζαν εκείνη την εποχή (λέπρα, σίφυλη, ευλογιά κλπ), ούτε εξαιτίας των καυγάδων που συχνά και μοιραία εκείνοι έμπλεκαν. Η αιτία ήταν ότι, καθώς μεθυσμένους τους πετούσαν έξω από τα καπηλειά με σπρωξιές και κλωτσιές οι νταβραντισμένες ιδιοκτήτριες των ναών του Διονύσου ή καθώς εκείνοι μόνοι τους αποφάσιζαν κάποια στιγμή να επιστρέψουν βάρκα γιαλό πεζοί στα σπίτια τους, τύχαινε  να πέφτουν στο ύπαιθρο, όπου δει  ̶ ιδίως ανάσκελα στα ρείθρα των δρόμων ̶  και αναίσθητοι,  για ύπνο. Τα γουρούνια που τριγύριζαν ελεύθερα στους δρόμους, ακόμα και των πολυπληθών  άστεων, τους ...κατέτρωγαν το πρόσωπο (διότι ως γνωστόν τα γουρούνια είναι ζώα παμφάγα και γι' αυτό το λόγο εικάζεται πως χρησιμοποιήθηκαν σε πιο πολιτισμένα κατοπινά χρόνια και από την μαφία στην Αμέρικα για την εξαφάνιση ενοχλητικών πτωμάτων...).


     Στην γείτονα Ρουμανία, μετά την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου, διάβαζα πως γινόταν της κακομοίρας καθώς πολλοί μεθυσμένοι έχαναν και τη ζωή τους ακόμα πέφτοντας τις νύχτες μέσα στα χαίνοντα στόμια των υπονόμων αφού οι  μαντεμένιες σχάρες που τα σφράγιζαν είχαν, εγκαίρως και επιμελώς, αφαιρεθεί από τους χιλιάδες πεινασμένους κλοπείς που τις έστελναν στο καλό ( για «σκραπ»!)


   Βλέπω όμως πως άρχισαν να κάνουν αισθητή πλέον την εμφάνισή τους παρόμοια κρούσματα  και στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Αφού "οι κυνηγοί του σκραπ" τέλειωσαν με τον, εμφανή και παντελώς αφύλακτο, δημόσιο πλούτο (σιδηρογραμμές, παλιά βαγόνια, ακινητοποιημένες ατμομηχανές, πυκνωτές της ΔΕΗ, σύρματα του ΟΤΕ, λεβητοστάσια, μηχανοστάσια, αντλίες υδραγωγείων, χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα και καγκελόπορτες δημόσιων κτιρίων, σχάρες υπονόμων, μνημεία, αγάλματα και προτομές όπου δει) τον οποίο, ενδημικές και  ελεύθερα κινούμενες, ορδές συμμοριών κατακλέβουν ασυστόλως με σκοπό τον προσπορισμό χρημάτων) τώρα περιέλαβαν ακόμα και τα ...καπάκια των φρεατίων σε πλατείες, κεντρικούς δρόμους, διόδους και παρόδους των μεγάλων πόλεων.


    Το καλό με την καινούργια επαγγελματική στροφή των κλεπτών μετάλλων είναι πως οι μεθυσμένοι συνέλληνες δεν κινδυνεύουν να πέσουν μέσα στις χάσκουσες  τρύπες που αφήνουν πίσω τους οι κλοπείς και να τραυματιστούν σοβαρά ή και να χάσουν ακόμα και τη ζωή τους. Έχουν βρει άλλους τρόπους, πλέον ...σίγουρους που εγγυώνται τό ίδιο αποτέλεσμα:  
Οι δικοί μας μεθυσμένοι μεταβαίνουν στα σπίτια τους ύστερα από το μεθοκόπι οδηγώντας μια χαρά χαρούλα τα γρήγορα αμάξια τους...

Κι όποιον πάρει!




Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

"Τα μικρά μονόστηλα της ελπίδας...."..










Νέα βιβλία, κάμποσα, πιάσαν τη γωνιά τους, απαιτητικοί δανειστές χαράς. Τέτοια χρέη μάλιστα. Να δώσουμεν και «διάφορον».
*
Κούρδισμα στα όργανα, σούβλες, οίνος, συναπαντήματα (απο Καναδά , Γερμανία, Αυστραλία). Μετά θα σκορπίσουν. Με τους 12,5 κατοίκους, το χωριό θα πλεύσει στο καταχείμωνο. 
**
-Το σύντομο καντήλι, η ζωή.
 ***
Λέμε κι εμείς λόγια, αλλά (ευτυχώς) η άνοιξη μας αγνοεί και φοράει «χρώματα ανοιχτά».

Αντώνης Παπαβασιλείου, Λόγια ριζωμένα




Ταχυδρομικώς κατέφθασαν τα καλούδια. Μετά των Φώτων. Το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Αντώνη Παπαβασιλείου από τις εκδόσεις manifesto, το καινούργιο φύλλο της Τύρβης (10ο)  ̶ μαζί μ΄αυτό και το προηγούμενό του ̶  και κάρτα ευχετήρια, με ...Πεντζίκειες τεχνικές επιρροές, σχεδιασμένη από τον Στέλιο Κούκο και με στίχους  ποιητικούς του Αντώνη... Πλούτος. Της καρδιάς αγαλιάσματα. Καλοδεχούμενα χάρτινα μεζεκλίκια.

Είχε κι ο "χαρτοκόπτης" μερίδιο στη μνήμη...
Ο Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου ζει, εργάζεται και δημιουργεί στην «επαρχία» [ακριβολογώντας: στα Γρεβενά]. Εκεί λοιπόν τυπώνει τα Χρονικά της Δυτικής Μακεδονίας, την ζωηρή και αξιοπρεπέστατη βδομαδιάτικη εφημερίδα του, μέσα στην οποία μηχανεύτηκε τον τρόπο να συστεγάζει πολλά από τα μεράκια του: Την αγάπη του για το διάβασμα, την λιτή και ευσύνοπτη ποιητική του γραφή, την αποζήτηση της ουσιαστικής  πνευματικής συναναστροφής με τους ανθρώπους, την λατρεία του  για την τυπογραφική τέχνη, την ...Παπαδιαμαντική "πετριά" και άλλα ακόμα πολλά. 

Στην εφημερίδα αυτήν ο Αντώνης διατηρεί μια ιδιότυπη/ιδιόκτητη «ημερολογιακή» στήλη. Τα λιλιπούτεια εκεί αυτόνομα κείμενα-σημειώματα- [και ίσως σχεδιάσματα μεγαλύτερων μελλοντικών κειμένων]  που χαρακτηρίζονται από εξαιρετική πύκνωση και ποιητική ευθυβολία, τα υπογράφει ως «Έμφρων». 

Ακολουθεί απαρεγκλίτως στο ...«σαλόνι» του κάθε φύλλου το ...χαμηλόφωνο πνευματικό  εμβατήριο  ̶  «Ανεμοδούριον» ̶  με εκτενέστερα κείμενα του ίδιου, αναδημοσιεύσεις άρθρων η πρωτοδημοσιευόμενες συνεργασίες (δηλωτικές εκλεκτικών συγγενειών) που καταφθάνουν από κάθε μέρος της Ελλάδας. Κείμενα που καθόλου δεν απαξιώνουν την «επαρχία» και κάλλιστα καταδέχονται να τυπωθούν εν Γρεβενοίς...



Η -από άποψη περιεχομένου και τυπογραφικής αισθητικής- περικαλλής "Τύρβη", είναι ένας άλλος καρπός των δεσμών αυτή τη φορά του Αντώνη Παπαβασιλείου με τον εκ Λευκοπηγής Κοζάνης ακούραστο  συγγραφέα, ποιητή και εκδότη Β.Π. Καραγιάννη. 


Από την αρχή που τα πρωτοαντίκρισα, τα μικρά  αισθαντικά κείμενα σηματολόγια   του «Έμφρονος» -και που τώρα αξιώνομαι να τα διαβάζω ανθολογημένα στο βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου-  μου έφεραν στο νου τον Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο με τα «Εκ Φαναρίου" ποιήματα και άλλα του κείμενα...


Ο Πέργης:


Ζωντανεύω τη φιγούρα του παπά της πόλης

στη μορφή του Παπαγιάννη του πατέρα μου,

στο κελλί της Βλάγκας,

πάνω από το φούρνο του Αβνί

με μυρωδιά απ’ το χαμούρι, χτυπητή,

και πλάι στο σχολειό της ενορίας

με τη διεύθυνση της κυρά-Ευμορφίας,

κελλί με τα κιλίμια και τις κουρελούδες του,

τις σόμπες, τους σοβάδες, τα μαγκάλια του,

και με της μάνας μου τις γλάστρες

με τα φύλλα τις μπεγκόνιες και τις φτέρες

και με την καρδερίνα χαρωπή

να σπαρταρο-κελαηδάει στο κλουβί.





O Aντώνης Π.:


Ο πατέρας. Αναπαύτηκε το μεσημέρι του Σαββάτου 21-3-2015.

Δεν εμπιστεύομαι το μελάνι τώρα.

Οι λέξεις μετέωρες, ξεφτίδια.
Η σχέση όμως αγωνίζεται να γαντζωθεί, σαρκώνεται στη στοργή των απλών πραγμάτων.
Κρατώ το λόγο του φίλου μου από τη Χαλκίδα: ο παππούς καλά ταξιδεύει.



Και δεν μπόρεσα να μην αντιπαραβάλλω επίσης στα πεζά στιχουργήματα του «Έμφρονος» τα διαδικτυακά  ανάλογα του εκλεκτού ζωγράφου Χρήστου Μποκόρου όταν κάποτε  ̶ και  πρώτα εκεινα ̶  γινήκαν βιβλίο-ανθολόγιο [e-μερολόγιο από την «Άγρα»]...
 
Άλλοτε θυμήθηκα τις εγγραφές στο  Collectanea  του Ζήσιμου Λορεντζάτου και το ανεκτίμητο Στου Τιμονιου τ’ αυλάκι [του ιδίου]... 


Ο συγγραφέας -όπως τόσο στοχαστικά και με καίριο τρόπο τονίζει στον πρόλογό του ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος- δίχως "πόζα" και χωρίς "στόμφο", σκιρτά εμπρός το θαύμα της Κτίσης, αισθάνεται «ως της καρδιάς τα φύλλα» το κάλλος του τόπου του. [...] Σαν την όρνιθα που πίνει νερό και κοιτάει τον ουρανό

Ριζωμένος στον τόπο του –ποιητικά κατοικεί. Και δεν διαολίζεται και δεν μεμψιμοιρεί. Πουθενά δεν αφήνει χώρο να ανασάνει μιζέρια ή κλάψα. [Ποτέ δεν θα έγραφε «θάνατος είν’ οι κάργιες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια»...]. Κάποτε γίνεται διαβατάρικο πουλί σε βραχείες προσκυνηματικές μεταναστεύσεις  στην ενδοχώρα και άλλοτε σε αναψυχής δρομολόγια και σε σημαντικες για  την ανασύνταξη δυνάμεων συναντήσεις. Σε πόλεις-σύμβολα ανταμώματα με «συγγενείς» στον ίδιο καημό...


Ο Α.Π. με κωδικοποιημένη  μεν ωστόσο διόλου ερμητική γραφή, πάντοτε εκ βαθέων και πάντιοτε με ευλάβεια, στέκεται σχεδόν ολότελα  με απορία απέναντι στο θαύμα της ζωής. Μνήμες και ανάσες ανθρώπων που περνούν, έργων που μας χαράκωσαν, ξαφνιάσματα, σκιρτήματα αναπάντεχα που φώτισαν τη μέρα μας. Ταπεινά και ελάχιστα. Φωτογραφήσεις, αποτυπώσεις, σημειώματα, πετάγματα πάνω από τον στιφό καιρό πάνω από την αρρωστημένη Πατρίδα [αυτήν «την σαστισμένη μας Πατρίδα» όπως την αποκάλεσε τόσο σπαρακτικά τις προάλλες σε γράμμα του ο κοινός μας σεβάσμιος φίλος]. Τα χιόνια και οι βροχές του Γρεβενού φέρνουν μια ζέστη γιορτινή και το χνώτο -τον ψίθυρο των ανθρώπων πιο σιμά. Έρωτας, στοργή για κάθε στιγμη που μας δωρίζεται. Βιβλίο, ποίημα, λόγος, φίλου συντροφιά, ένα ρακί, ο παντοτινός εσπρέσο φρέντο, γλυκό του κουταλιού ηδύσματα-στολίσματα της μέρας –ψιμύθια καθόλου ευκαταφρόνητα στο γκρίζο πρόσωπο της πανταχού παρούσας «Κρίσης». Και πάντοτε οι λεξεις. Οι λέξεις... Οι λέξεις – ιάματα που στοιχειώνουν τον θηρευτή...



Πολυτίμητο χρονολόγιο, αναγνώσεων- επισκέψεων-  συναντήσεων, επίμονος σελιδοδείκτης και τροχιοδεικτική βολή τα «Λόγια ριζωμένα»  του Αντώνη Παπαβασιλείου. Εγκόλπιο παραδειγματισμού για το πως βιώνεται σαν φως η ζωή όταν δεν υπάρχει ξιπασμός, παρά ταπεινότητα, γνώση, ανοιχτή καρδιά έτοιμη να δεχτεί και καθαρό βλέμμα:




[...] Το καρτελάκι διαβάζεται. Ονόματα, ονόματα, ονόματα. Όλοι εδώ, ακόμη κι αυτοί που σβήστηκαν κάτω από το κομμένο δένδρο. Υπάρχουν.
Μαζευόμαστε σαν μια προσκομιδή, ανθρώπινη και ατελής, κωμική, και τραγική, πονεμενη κι ανήμπορη στα ερωτήματα. Αλλά σύναξη, που μαρτυρά συνέχεια και δίψα ζωής.
Το κρασί δροσίζει τα λευκά χαλίκια κι εμάς. Όλους.
⁕⁕⁕

[...] Απλώς, να: πώς και κατά πού φυγαδεύσαμε το ντόμπρο χαμόγελο, το γέλιο βρε αδελφέ, τη χαρά, στη μια και μοναδική μας ζωή;
Αυτά τα χρωστούμενα στην ευφροσύνη, πότε θα τα ξεπληρώσουμε;
⁕⁕⁕

[...] Τί θέρος κι αυτό;
Δημοψήφισμα, «ναι» ή «όχι», μαλώματα, άλλα μέτρα και ποσοστά απειλητικά με το ακρωνύμιο ΦΠΑ. Πλεόνασμα βλακείας, ιδεοληψίες και φωνασκίες. Ανασχηματισμοί, ουρές, κλειστοί οι ναοί του ευρώ. Στεγνώσαμε, φαρμακιασμένος ο ελληνικός αμπελώνας.
Τί μούστο να βγάλει η ψυχή μας τον Σεπτέμβριο;
⁕⁕⁕

[...] Βραδιάζει και πρέπει να χωριστούμε. Καλά αλωνίσαμε το στάρι της μνήμης.
⁕⁕⁕

[...] Αγγίζω κάτι πιο χειροπιαστό. Τους ανέμους. Ναι, στο μικρό ημερολόγιο με τα πλοία και τους καπετάνιους στα ελληνικά γράμματα [...].
⁕⁕⁕

[...] %.Τέτοια λογής σύμβολα σ’ αφήνουν αδιάφορο και ας κουρσεύουν τα αποθέματα της ευφυΐας των φίλων σου. Ποσοστά και νίκες. Ονόματα και ήττες. Προγράμματα κι ανακοινώσεις. Πού θα πάει αυτή η δουλειά; Πιο γόνιμο το υλακόμωρον κουτάβι κι ας υπομνηματίζει μια βαθιά χινοπωρινή μελαγχολία.
«Ο καιρός της πάχνης».
Ναι, πλησιάζει ψιθυρίζοντας τά αμείλικτα χαϊκού του χρόνου.
⁕⁕⁕

[...] Ελτζεβίρ των 12 και γαλλικό χαρτί Arches Velin, βαμβάκι (φιλάει ήπια τα τραύματά μας) του 1492, στα 160 γραμμάρια. Χειροποίητο Amalfi, ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο χαραγμένη από τον Γιάννη Κυριακίδη. Μερακλίδικες αντιστάσεις στο βιπεράκι της νεωτερικότητας.
⁕⁕⁕

[...] Ένα πιατάκι με δυό κομμάτια παλαίτυπο του ουρανίσκου. Τί μας χωρίζει από τη χαρά που βρίσκεται δίπλα μας; Και τί μας φέρνει μέσα στον αυλόγυρό της;
Αρνούμαστε τη ζωή που μας χαρίστηκε. Στήνουμε μέσα και γύρω μας συρματοπλέγματα. Να ματώσουμε ποιόν;
 Κάπως πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα της ανθρωπιάς, υπάρχει: «δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον. »
⁕⁕⁕

[...] Πήραν όμως τα γράμματα μια σειρά. Στήθηκαν όρθια και του τραγούδησαν. Τα Γράμματα που διάβαζαν οι παλαιοί, μ’ ένα κερί και κάτι βενετσιάνικες εκδόσεις πολύστικτες, δακρυσμένες. Λέξεις αρχαίες χόρευαν νόημα και στήναν πανηγύρι. Ακάθιστος.
Γεφύρι πλέον, φτιαγμένο με απαντήσεις.
⁕⁕⁕




Πάντα εν πλω σε στεριά ουρανό και θάλασσα. 
Καλοτάξιδη η καλοδουλεμένη σκούνα σου Αντώνη!



Ου παζαριώτ’ς από το Βογατσικό... *









* ...που σε ευχαριστεί για την συγκινητική αναφορά στη σελίδα 21 καθώς έτσι δεν τον προσφώνησε/αποκάλεσε κανείς από του συγκαιρινούς συγχωριανούς του ως τώρα. Κι  ας θέλησε ο έρμος μονάχα να χαράξει κάπου απείραχτη τη δική τους λαλιά.