Πήρα από νωρίς το δρόμο για το Νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος» στο ραντεβού μου για μια από τις έξη πλέον δόσεις (από το φιαλίδιο των πέντε δόσεων) του εμβολίου της Pfizer. Δεν ξέρω πως μου ήρθε και τρύπωσα, αφού βρήκα την πόρτα ορθάνοιχτη, στο έρημο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Τα ψηλά κυπαρίσσια έκοβαν τον αέρα και το διαβολόκρυο ήταν εδώ λιγότερο.
Στο νεκροταφείο αυτό ήταν θαμμένος κοντά τριάντα χρόνια ο παππούς μου που πέθανε στο σανατόριο από φυματίωση το ΄43. Στα 1968 μας ειδοποίησαν πως πρόκειται να εκταφεί αναγκαστικά και πως θα έπρεπε να φροντίσουμε σε προκαθορισμένο διάστημα να παραλάβουμε τα οστά του. Έστειλε η γιαγιά μου τον αδερφό της που έμενε στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος αφού τα συσκεύασε σε ένα γερό χαρτόκουτο τα παρέδωσε στον Θανασάκη, τον γιό της πιο μεγάλης τους αδελφής, οδηγό σε φορτηγό κι αυτός με τη σειρά του τα κουβάλησε μέχρι το χωριό. Ο παππούς όλη τη διαδρομή την έκανε στη θέση του συνοδηγού αλλά αυτή τη φορά δεν τραγουδούσε. Όταν είχε αναχωρήσει (χωρίς επιστροφή…) για τη Θεσσαλονίκη με ένα γκαζοζέν, όταν περνούσαν από τη Ξηρολίμνη έπιασε ένα λυπητερό τραγούδι κι έκλαψε για πρώτη φορά μπροστά σε άλλον άνθρωπο…
Ο ανεψιός απόθεσε το κουτί στη σάλα του σπιτιού… Τρεις μέρες τα σαπούνιζε και τάπλενε τα κόκκαλα του παππού η γιαγιά και τα στέγνωνε στον ήλιο. Την Κυριακή τον πήγαμε στην εκκλησιά, του κάναμε μνημόσυνο και τον βάλαμε μαζί με τους δικούς του.
Τέτοιες μνήμες με είχαν συνεπάρει και βάρυνα πολύ. Μετά την είσοδο, στη συστοιχία των τάφων πρώτοι πρώτοι εκ δεξιών μεν ο περιώνυμος καθηγητής της μαιευτικής Γ.Χ. Τσουτσουλόπουλος εξ ευωνύμων δε ο θρυλικός Νίκος Μουσχουντής. Κοίταζα τις σκαλισμένες μορφές στο γκρίζο από τον καιρό μάρμαρο. Απέφυγα να διαβάζω ονόματα στους τάφους και βάλθηκα να φωτογραφίζω. Ήμουν άραγε ο μόνος ζωντανός εκεί; Όχι. Γιατί ένιωσα ξαφνικά το ένα μπατζάκι του παντελονιού μου να με… γαργαλάει κάπως. Και αυτό συνέβαινε γιατί με γυρόφερναν πλέον μερικοί γάτοι τρόφιμοι του νεκροταφείου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε κι ένας φουντωτός σκούρος καφετής ναζιάρης κάπως χοντρούτσικος. Όλοι τους βέβαια… ψόφιοι για πόζες...
Σκάζοντας στα γέλια τους φωτογράφησα μια στιγμή καθώς είχαν ξαπλώσει ένθεν κακείθεν μιας «οστεοθήκης» ξεδιάντροπα κι ανάσκελα γουργουρίζοντας και περιμένοντας παιχνίδι και χάδια από κάποιον ολότελα ξένο άνθρωπο.
Χνουδωτά παυσίλυπα εξαπτέρυγα, φρουροί της υποδειγματικής σιωπής των νεκρών μας…