Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Τώρα, ποιός στό δρόμο ποιός στόν δρόμο ποιός;


«Επισκέψεις» των ποιητών Θανάση Γεωργιάδη και Γιάννη Κοτσιφού στο Βογατσικό

 

                                        Φωτογραφία: Αρχείο Ν. Τσίγκα ("δάνειο" Γ. Γκολομπία)

Δε θα μπορούσα να βρω πιο ποιητική φωτογραφία  από αυτήν. Δεκαετία του ΄50 στο Βογατσικό. Έφηβη λυγερή και στητή, γόνος πιθανότατα κάποιου απόδημου βογατσιώτη που θα ήρθε κάποιο καλοκαίρι στο χωριό στους παππούδες για να αγγίξει ρίζες και χώματα, ιππεύει σε μαύρο άλογο. Μια γυναικεία μορφή με μαύρα πίσω από τα «αγκάθια» μόλις που διακρίνεται. Σαν να την  παραστέκει. Πάνω στο φρύδι της πλαγιάς στέκονται οι δυο τους. Και σαν να φυσάει ένας αέρας από τη φωτογραφία μέσα. Τόσο καθαρός και δροσερός που τσούζει το μέσα σου…

      Κι αντί για ρίζες και χώματα: Ουρανός!

Την φωτογραφία τη διάλεξα για να συνοδέψω στίχους από ποιήματα δυο φίλων. Από ένα του Θανάση Γεωργιάδη κι ένα του Γιάννη Κοτσιφού, εξαιρετικών γραφιάδων και ανθρώπων. Ο Γεωργιάδης υπήρξε ένας από τους δασκάλους του Γιάννη.

Γράφει λοιπόν ο Θανάσης  Γεωργιάδης για τα οράματα του Κοτσιφού που εκείνος αποτυπώνει στους στίχους του:

 

Καί τί μέ τοῦ καιροῦ τ’ ἀλλάγματα νά πῶ τό ὄνομά σου, καπετάνιο!

Τό ὄνομα ὁρισμός δηλωτικός τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου

εὐτυχισμένες μέρες τό προσθέτουν στό περίσσευμά τους

ὁ Ἰωάννης Κοτσιφός κατευθυνόμενος σπανίως πρός τό Βογατσικό

      τροχηλατώντας

δρόμους σχιστούς περνάει ἄναυδος τό λέει στόν νοῦ του.

 

κι ἦταν ἄν ἦταν ὑπῆρχε ἄν ὑπῆρχε·

ἀκολουθοῦσε ὁλόκληρη στεριά τό βλέμμα σου.

 

Τώρα, ποιός στό δρόμο ποιός στόν δρόμο ποιός;

Θανάσης Γεωργιάδης, Ὠδές [Α΄-ΣΤ΄], 2007

 

Βογατσιώτης εκ μητρός ο Γιάννης Κοτσιφός αφήνει να ξεπηδήσουν στους στίχους του ονόματα σαν από όνειρο ξυπνητό… Σαν απόηχος παραμυθιού… ή σαν θρύλος που ακόμα ακούγεται κάπου σαν ψίθυρος: ο Κατσές, ο Γιάσβος, ο δήμος των αγγέλλωνο Κώκιας Σαββαρίκας (αυτός που «τον λογαριάζαμε ιδιοθάνατο»).

 

[…] μετρώντας με το βήμα μου τα βήματα, υπολογίζοντας κι ολοένα

            πιο μέσα

πεδίο χθαμαλό, οριζοντιωμένη βλάστηση, πυκνή, κρύπτες με φίδια

           στο φαρμάκι αφειδώλευτα,

πίσω μου ο Γιάσβος, ο Κατσές και ο δήμος των αγγέλων

κι εμπρός μου όσοι ξανά έπρεπε να δω, να αναγνωρίσω [...]

μα συγχωρώντας προχωρούσα, ονόμαζα τα ονόματα ξορκίζοντας,

           και τότε νά

με τα χυμένα μάτια και ένα μεγάλο πρόσωπο, ο Κόκιας Σαβαρίκας

τον λογαριάζαμε ιδιοθάνατο, δεν πίστεψα, δεν πίστεψα

φωνάζοντας, κι ο άγιος παντοδύναμος, δεν ήξερα, δεν ξέρω

 

δεν ήξερε και κουβαλούσε στον ώμο ένα δικέλλι

            το έμπηγε στο χώμα κάθε τόσο,

σφαγέας κοφτερός, όσο πιο κοφτερός μπορεί να γίνει […]

Γιάννης Κοτσιφός, Ο Καθαρμός του Δημοσθένη Σταυράκη

 

Μα πώς έρχονται οι νεκροί στον ξύπνιο μας και περπατούν το κοντύλι μας να χαράζει τα ξεχασμένα ονόματά τους;

Ο Κώκιας Σαββαρίκας, ο προ-προ-πάππος μου,  ο απαχθείς από ληστές για λύτρα στα εικοσιπέντε του, που έγινε το κατόπι «κυρατζής» ξακουστός —με «δρομολόγια από Βογατσικό προς Κωνσταντινούπολη και ξανά πίσω— αρχοντόπουλο ντυμένο κουρέλια (για να ξεγελά τους ληστές στο δρόμο… εξ ου και «παρταλάδες» το «παρανόμι» μας…), αυτός που δεν πρόλαβε να πετάξει το τούρκικο φέσι του πανηγυρικά στην πλατεία με την απελευθέρωση το Δώδεκα. Λίγες μέρες πρωτύτερα τον είχαν σφάξει και κάψει ζωντανό οι Τούρκοι… Τα παιδιά του και τα εγγόνια του γίνηκαν «σφαγείς»... Τουτέστιν: Κρεοπώλαι! Χασάπηδες… Αρρώστια, θάνατος, πόλεμος και κατοχή τους θέρισαν νωρίς…

Ως σφαγεύς επιστρέφει λοιπόν στο ποίημα ο σφαγμένος με το δικέλλι ψάχνοντας να βρει, στα χώματα μέσα που το μπήγει, άραγε τί;

Οι ποιητές ξέρουν…

 

2 σχόλια:

  1. Βγάζει πολλή ποίηση αυτός ο τόπος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ποιητές από ένα χώμα που θάλλουν ποιητές και μια ιστορική χώρα που γεννάει ποίηση από συλλογικές και προσωπικές μνήμες. Πως να ερμηνέψεις τα όνειρα όταν τα γεμίζουν οι μνήμες
    Ενύπνιο

    Ολόγιομο ασήμωνε τις γρίλιες το φεγγάρι,
    χορεύοντας με τα κλαδιά της πασχαλιάς
    Γυμνή κι αυτή μέσα στο κρύο αθυμώντας
    ανοιξιάτικους ανθούς και φύλλα θερινά
    Κι οι θύμησες, βαριές, αλάφιαζαν τον ύπνο
    φορτώνοντας με χιόνι της μνήμης τα κλαδιά.
    Μορφές που έρχονταν απ’ τις γωνιές του νου,
    λόγια π’ ακούγονταν σαν σκόρπιες καμπανιές
    Φορτίο που μαζεύονταν σ’ αλλοτινούς καιρούς
    και άδειαζε με πάταγο στου φεγγαριού τ’ ασήμι
    σέρνοντας ξοπίσω του σκοτάδια και κραυγές,
    στιγμές κακές που θα ‘θελες πότε να μη σε βρουν.
    Μα ήταν κι αυτές, οι ανελέητες σκιές της πασχαλιάς
    δαιμονικά με τύλιξε η νύχτα με το δικό της έρεβος
    Μορφές που κρύβονταν στης μνήμης τα πηγάδια
    ξεπρόβαλαν ανάμεσα από τα ολόγυμνα κλαδιά
    σκούζοντας στις σκοτεινές τις φυλλωσιές του νου.
    Μόνο το φως της χαραυγής μπορεί πια να με σώσει
    όμως άλλαξαν πια τα χρώματα στης γρίλιας το ασήμι
    δύσκολη και τούτη η νύχτα μα τώρα φώτισε η αυγή
    Γ. Χ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή