Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Για ένα τσουβάλι αλεύρι…


 

Κόντογλου Φώτης (1896 - 1965), Τοιχογραφία με την οποία ο καλλιτέχνης διακόσμησε το σπίτι του, 1932, Νωπογραφία, 336 x 646 εκ. Δωρεά Βασίλη και Νίκου Γουλανδρή στη μνήμη του αδελφού τους Κωνσταντίνου Π. Γουλανδρή.

 

Το παρακάτω άρθρο, γραμμένο σε πολυτονικό (...και με βαρείες!), υπογράφεται από την Πέγκυ Κουνενάκη, και δημοσιεύτηκε στις 20/11/1998 στην εφημερίδα «Αυγή»:

 

Τὸ ἔργο τοῦ Φ. Κόντoγλου στὴν Ἐθνική Πινακοθήκη


Ἡ Ἐθνική Πινακοθήκη καὶ Μουσεῖο Ἀλεξάνδρου Σούτζου ὀργάνωσε καὶ παρουσιάζει στὸ κοινό ἀπὸ τὴ Δευτέρα, ἀναδρομική ἔκθεση ζωγραφικῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὅπου περιλαμβάνονται 240 ἔργα του φιλοτεχνημένα ἀπὸ τὸ 1913 ὡς τὸ 1965, ἐλαιογραφίες, ὑδατογραφίες, νωπογραφίες, αὐγοτέμπερες, κόλλες καὶ σχέδια μὲ μελάνι, κάρβουνο καὶ μολύβι.

        Σ’ αὐτὰ περιλαμβάνονται καὶ οἱ 17 νωπογραφίες ποὺ ἀποτειχίστηκαν πρόσφατα καὶ οἱ ὁποῖες κοσμοῦσαν τὸ σπίτι τοῦ καλλιτέχνη, ἄγνωστο ἔργο τοῦ Κόντογλου, ποὺ ἀποκαλύφτηκε τὴν τελευταία χρονιά, μὲ πρωτοβουλία τῆς κόρης του καὶ ἐλάχιστων φίλων καὶ μαθητῶν του ποὺ ἤξεραν τὴν ὕπαρξή της.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑΣ 

     Ἀπὸ τὸ ᾿Αϊβαλί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Φώτης Κόντογλου ἦρθε πρόσφυγας στὴ Μυτιλήνη τὸ 1922. Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονή ἐκεῖ, ἦρθε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ καὶ νὰ βρεῖ δουλειά. Μετὰ ἀπὸ πολλές ταλαιπωρίες ὁ Κόντογλου ἀποκτᾶ δικό του σπίτι, τὸ 1931, ποὺ κτίστηκε στὴν ὁδὸ Βιζυηνού 16 σὲ σχέδια τοῦ φίλου του ἀρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη.

       Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1932 ὁ καλλιτέχνης μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητῶν του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκου Ἐγγονόπουλου ἀρχίζει νὰ σχεδιάζει καὶ νὰ ἐκτελεῖ τμηματικὰ μιὰ τοιχογραφία σχήματος Γ σὲ νωπογραφία (φρέσκο) ποὺ θὰ κοσμοῦσε τὸν ἀνατολικὸ καὶ τὸν νότιο τοίχο τοῦ καθιστικού τοῦ σπιτιοῦ του. Τὸ ἔργο τελειώνει τὸν Ἰούνιο τοῦ 1933 καὶ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μεγάλο κομμάτι ποὺ δουλεύει ὁ Κόντογλου σὲ νωπογραφία.

       Στὴν τοιχογραφία τοποθετοῦνται ὅλα ἐκεῖνα τὰ ιστορικά πρόσωπα ποὺ ὁ Κόντογλου εἶχε ἀγαπήσει καὶ θαυμάσει, ἐνῶ τὰ πορτραῖτα τοῦ ἴδιου, τῆς γυναίκας καὶ τῆς κόρης του συμπληρώνουν τὴ σύνθεση. Ὁ καλλιτέχνης ζεῖ καὶ χαίρεται τὸ ἔργο του ὥς τὸ 1941. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μὴν μπορώντας πλέον νὰ συντηρήσει τὴν οικογένειά του ἐξ αἰτίας τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ἀνταλλάσσει τὸ σπίτι του μὲ ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι. Μετακομίζει σ’  ἕνα κοντινό, ἀπ’ ὅπου παρακολουθεῖ τὴν τύχη τοῦ ἀγαπημένου του «κονακιοῦ» ποὺ δὲν ἀργεῖ ν’ ἀλλάξει καὶ πάλι ἰδιοκτήτη.

 

ΑΣΒΕΣΤΕΣ ΚΑΙ ΛΑΔΟΜΠΟΓΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

       Ὁ νέος ἰδιοκτήτης ποὺ ἀγνοεῖ ἐντελῶς τὴν ἀξία τοῦ δημιουργήματος, φοβούμενος πὼς τὸ σπίτι του μπορεῖ νὰ γίνει μουσεῖο καὶ νὰ βρει τὸν μπελᾶ του σπεύδει καὶ καλύπτει τὴν τοιχογραφία μὲ στόκο, ἀσβέστη καὶ λαδομπογιά.

         Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀπελευθέρωσης τὸ σπίτι ἐπανέρχεται στὸν Κόντογλου μὲ τὸ νόμο περί ἐπιστροφῆς ἀκινήτων πωληθέντων ἐπὶ κατοχῆς. Μετὰ ἀπὸ νέες περιπέτειες ὁ καλλιτέχνης καὶ ἡ οἰκογένειά του ἐπανεγκαθίστανται σ’ αὐτό, κι ἀρχίζει ἡ ἀγωνία τοῦ Κόντογλου γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀποκαλύψει ξανὰ τὸ δημιούργημά του. Τὸ 1950 ὁ ἴδιος καὶ οἱ μαθητές του, Ράλλης Κοψίδης καὶ Πέτρος Βαμπούλης ἐπιχειροῦν νὰ καθαρίσουν ἕνα μέρος τῆς νωπογραφίας. Στὴν πρώτη προσπάθειά τους ἀποκαλύπτουν τὸν «Σαμαρινιώτη», τὸν «Λήσταρχο τοῦ Ὀλύμπου» καὶ τὸν «Αϊβαλιώτη». Ὅμως ἠ τεχνική εἶναι καὶ δύσκολη καὶ ἐπίπονη. Ὁ Κόντογλου ἀπογοητευμένος μοιράζεται μὲ τοὺς μαθητές του τὰ τρία κεφάλια τῶν ἡρώων του κρατώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἀγαπημένο του Ἀϊβαλιώτη, ξανασκεπάζει τὸν τοῖχο καὶ σταματᾶ πλέον νὰ συζητᾶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὡς τὸν θάνατό του.

 



ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

      Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς έκθεσης τῶν ἔργων τοῦ Κόντογλου στὴν Ἐθνική Πινακοθήκη συναντήσαμε τοὺς συντηρητές Νίκο Κάιλα καὶ Πέτρο Καραγιάννη ποὺ ἀνάλαβαν τὸν καθαρισμὸ τῆς τοιχογραφίας ἡ ὁποία εἶναι συνολικά 20 τ.μ. καὶ μᾶς μίλησαν γιὰ τὸ δύσκολο ἔργο ποὺ πραγματοποίησαν

Ἡ τοιχογραφία εἶχε σπατουλαριστεῖ καὶ πάνω της ἀρχικά εἶχαν τοποθετηθεῖ δυό στρώματα λαδόστοκου, ὥστε νὰ καλυφθεῖ ἐντελῶς καὶ ἡ ἐπιφάνεια τοῦ τοίχου νὰ γίνει λεία καὶ ἐπίπεδη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκαν ἀλλεπάλληλα στρώματα ἀσβέστη καὶ λαδομπογιᾶς.

Οἱ δύο συντηρητές ἀνάλαβαν νὰ καθαρίσουν τὸ ἔργο τὸν Ὀκτώβρη τοῦ 1977. Ἄρχισαν τὸν καθαρισμό καὶ τὴν ἀποκόλληση, τμῆμα μὲ τμῆμα, ποὺ τέλειωσαν τὸν Ἰανουάριο του 1978. Δουλειά ὄχι και τόσο ἁπλή, ὅπως λένε οἱ ἴδιοι, ἂν ὑπολογίσει κανείς πώς θάπρεπε νὰ φύγουν οἱ ἀσβέστες, τὰ χρώματα καὶ οἱ δυσδιάλυτοι στόκοι.

Στὴ συνέχεια ἔγινε ἡ ἀποκόλλησή τοῦ σοβᾶ μαζὶ μὲ τὸν χοντρό σοβά του τοίχου καὶ ἡ τοιχογραφία χωρίστηκε σὲ αὐτοτελὴ τμήματα ὅπως τάχει δουλέψει ὁ καλλιτέχνης. Στὸ δεύτερο μέρος τῆς δουλειάς οι τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν κατά σύνθεση πάνω σὲ ἀνθεκτικό ὑπόστρωμα, ἔγιναν φορητά τμήματα ποὺ σωστά συναρμολογούμενα δίνουν τὸ ἴδιο σύνολο ὅπως ἐκεῖνο τοῦ καλλιτέχνη.

Ἀκόμα, τὰ δύο κεφάλια ἐπιστράφηκαν ἀπὸ τοὺς Ράλλη Κοψίδη καὶ Πέτρο Βαμπούλη, τοποθετήθηκαν στὴ θέση τους κι ἔτσι ὁλοκληρωμένο τὸ ἔργο παρουσιάζεται ἀπὸ τὴ Δευτέρα στὴν Εθνική Πινακοθήκη.

 

Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

      Μορφή ἀπό τίς πιό κορυφαίες τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ, μὲ μεγάλη ἀκτινοβολία στὸ χῶρο τοῦ πνεύματος ὁ Φώτης Κόντογλου μελετήθηκε ὅσο ἐλάχιστοι ἄλλοι ζωγράφοι ἢ λογοτέχνες. Ἦταν συγχρόνως συγγραφέας καὶ ζωγράφος, μελετητὴς καὶ στοχαστής τῆς ζωῆς. 

      Ζοῦσε μὲ τὴ φαντασία τὸ κάθε τι, ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὰ τυποποιημένα ρεύματα τῆς ἐποχῆς, μιλοῦσε τὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ ποὺ ἦταν πάντα ὁ ἐμπνευστής του.

     Τὸ ἔργο φέρνει μέσα του ὅλο τὸν Ἑλληνισμό μὲ τὶς δόξες του, τὶς περιπέτειες καὶ τοὺς τραγικούς καταποντισμούς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου ἀναφέρει στὴν ἐπιγραφή ποὺ στόλιζε τὸ σπίτι του ὅτι καὶ τωρινοί ἄνθρωποι χάσανε τὴ γέψη τῆς ἁπλῆς σκέψης». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἶναι δραματική ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔνιωθε βαθιὰ τὸν Ἑλληνισμό του. Στὴν τοιχογραφία αὐτή ξετυλίγεται μὲ τὸν πιὸ φανερό τρόπο τὸ πιστεύω του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀναπτύσσεται στὰ διάφορα θέματά του.

 


 

 

 

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

«persona non grata»…

 


 

Κανείς δεν αγαπάει τους χαραμοφάηδες. Δεν με ενδιαφέρει αν φτιάχνετε καλό γιαούρτι, δεν με νοιάζειΧωνέψτε το, σηκωθείτε το πρωί και πηγαίνετε στις δουλειές σαςΠαίρνετε πολύ νωρίς σύνταξη. Ξέρω ότι έχετε πολύ καλό καιρό, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Και αυτό είναι μέρος του προβλήματος. Έχετε πολιτικούς που κάνουν ανεδαφικές υποσχέσεις για να εξαγοράσουν ψήφους με θέσεις που δεν μπορούν να στηρίξουν. Συγκρίνοντας τους Έλληνες πολίτες με ένα ανεκπαίδευτο κατοικίδιο, η Γκίλφοϊλ κατέληξε λέγοντας ότι «κανείς δεν τους τιμωρεί» όπως έναν σκύλο που κατουράει στο χαλί»

Δηλώσεις της μετά το δημοψήφισμα «μένουμε ή φεύγουμε», στο Fox όταν μεσουρανούσε ως παρουσιάστρια.

 

 

Ω, η  Κίμπερλι Γκίλφοϊλ

Φουσκωτή με μότορ όιλ

Φθάνει πρέσβης στην Ελλάδα

Την τεμπέλα αγελάδα.

 

Έλληνες παραγωγοί

Γιαουρτιού και οι λοιποί

Ετοιμάστε τους κεσέδες

Να μη μείνουν βερεσέδες

 

Αν ο Έλληνας μπορεί

Στο χαλί σας να ουρεί

Φίλοι Αμερικανοί

και την πρέσβη σας μπορεί.

 

Τέρμα τα Πολυτεχνεία

Με πορείες στην πρεσβεία

Οι συμβολικές κινήσεις

Ν΄ απομείνουν αναμνήσεις

 

Mες σ' αυτό το καρναβάλι

Θα εισβάλει ως βουβάλι

Θα εισάγει άλλους όρους

Όθεν συλλυπούμαι όλους!

 

 

 


Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

Πυγολαμπίδες τον Δεκέμβρη

 

 

 Πρόσφυγες που επιστρέφουν στη Δαμασκό από την Τουρκία.

 

Φαίνονται από ψηλά. Ποτάμια χρυσά της λάβας, δρόμοι που αστράφτουν. Κόκκινα ρουμπίνια, πυγολαμπίδες που αρμενίζουν κοπαδιαστά σε λεωφόρους. Από την Ανατολία, από την κεντρική Τουρκία, από την ασιατική ακτή, με ανάστροφη τώρα πορεία, το χρυσό έρχεται ποτάμι. Πάνω από μισό εκατομμύριο οι νεκροί του πολέμου. Και δεκατρία χρόνια προσφυγιάς γιαυτούς που τώρα επιστρέφουν  με αναμμένα τα φώτα στο Χαλέπι, τη Χομς, τη Δαμασκό, την Παλμύρα. Ίσως δεν είναι εδώ το τέλος του δρόμου τώρα που μια συνιστώσα του σπαραγμού εκδιώχθηκε. Ίσως ο πόλεμος να επαναληφθεί με την ίδια ξανά αγριότητα. Για την ώρα όμως ελπίζω πως αυτό δεν θα συμβεί και πως ίσως ήρθε η ώρα του σπείρειν για τη Συρία... Και για τούτη την ώρα δεν έχω πάρα να σιγοψιθυρίσω το ποίημα «Φωνή» από Τα άσματα του Μιχιάρ του Δαμασκηνού* του σπουδαίου Σύρου ποιητή Άδωνη (γεν. 1930), με το πραγματικό όνομα Άλι Άχμαντ Σαίντ, που μετέφρασε εξαιρετικά ο φίλος του Μάρκελος Πιράρ


Μιχιάρ πρόσωπο πο προδσαν ο γαπημένοι του

Μιχιάρ, καμπάνα δίχως ντίλαλο,

Μιχιάρ, στ πρόσωπα γραμμένος,

σμα πο λαθραία μς πλησιάζει

σ δρόμους ξόριστους λευκούς


Μιχιάρ καμπάνα περιπλανωμένων

σατήν τ γ τς Γαλιλαίας.

 

Εύχομαι στον κάθε Μιχιάρ της Συρίας να αξιωθεί να επιστρέψει και να ζήσει εν ειρήνη. Αφήνοντας πίσω τις φρικτές μέρες.

 

  * Εκδόσεις Άγρα, 1996