Το παρακάτω άρθρο, γραμμένο σε πολυτονικό (...και με βαρείες!), υπογράφεται από την Πέγκυ Κουνενάκη, και δημοσιεύτηκε στις 20/11/1998 στην εφημερίδα «Αυγή»:
Τὸ ἔργο τοῦ Φ. Κόντoγλου στὴν Ἐθνική Πινακοθήκη
Ἡ Ἐθνική Πινακοθήκη καὶ Μουσεῖο Ἀλεξάνδρου Σούτζου ὀργάνωσε καὶ παρουσιάζει στὸ κοινό ἀπὸ τὴ Δευτέρα, ἀναδρομική ἔκθεση ζωγραφικῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ὅπου περιλαμβάνονται 240 ἔργα του φιλοτεχνημένα ἀπὸ τὸ 1913 ὡς τὸ 1965, ἐλαιογραφίες, ὑδατογραφίες, νωπογραφίες, αὐγοτέμπερες, κόλλες καὶ σχέδια μὲ μελάνι, κάρβουνο καὶ μολύβι.
Σ’ αὐτὰ περιλαμβάνονται καὶ οἱ 17 νωπογραφίες ποὺ ἀποτειχίστηκαν πρόσφατα καὶ οἱ ὁποῖες κοσμοῦσαν τὸ σπίτι τοῦ καλλιτέχνη, ἄγνωστο ἔργο τοῦ Κόντογλου, ποὺ ἀποκαλύφτηκε τὴν τελευταία χρονιά, μὲ πρωτοβουλία τῆς κόρης του καὶ ἐλάχιστων φίλων καὶ μαθητῶν του ποὺ ἤξεραν τὴν ὕπαρξή της.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ἀπὸ τὸ ᾿Αϊβαλί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Φώτης Κόντογλου ἦρθε πρόσφυγας στὴ Μυτιλήνη τὸ 1922. Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονή ἐκεῖ, ἦρθε στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ ἐγκατασταθεῖ καὶ νὰ βρεῖ δουλειά. Μετὰ ἀπὸ πολλές ταλαιπωρίες ὁ Κόντογλου ἀποκτᾶ δικό του σπίτι, τὸ 1931, ποὺ κτίστηκε στὴν ὁδὸ Βιζυηνού 16 σὲ σχέδια τοῦ φίλου του ἀρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1932 ὁ καλλιτέχνης μὲ τὴ βοήθεια τῶν μαθητῶν του Γιάννη Τσαρούχη καὶ Νίκου Ἐγγονόπουλου ἀρχίζει νὰ σχεδιάζει καὶ νὰ ἐκτελεῖ τμηματικὰ μιὰ τοιχογραφία σχήματος Γ σὲ νωπογραφία (φρέσκο) ποὺ θὰ κοσμοῦσε τὸν ἀνατολικὸ καὶ τὸν νότιο τοίχο τοῦ καθιστικού τοῦ σπιτιοῦ του. Τὸ ἔργο τελειώνει τὸν Ἰούνιο τοῦ 1933 καὶ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μεγάλο κομμάτι ποὺ δουλεύει ὁ Κόντογλου σὲ νωπογραφία.
Στὴν τοιχογραφία τοποθετοῦνται ὅλα ἐκεῖνα τὰ ιστορικά πρόσωπα ποὺ ὁ Κόντογλου εἶχε ἀγαπήσει καὶ θαυμάσει, ἐνῶ τὰ πορτραῖτα τοῦ ἴδιου, τῆς γυναίκας καὶ τῆς κόρης του συμπληρώνουν τὴ σύνθεση. Ὁ καλλιτέχνης ζεῖ καὶ χαίρεται τὸ ἔργο του ὥς τὸ 1941. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ μὴν μπορώντας πλέον νὰ συντηρήσει τὴν οικογένειά του ἐξ αἰτίας τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ἀνταλλάσσει τὸ σπίτι του μὲ ἕνα τσουβάλι ἀλεύρι. Μετακομίζει σ’ ἕνα κοντινό, ἀπ’ ὅπου παρακολουθεῖ τὴν τύχη τοῦ ἀγαπημένου του «κονακιοῦ» ποὺ δὲν ἀργεῖ ν’ ἀλλάξει καὶ πάλι ἰδιοκτήτη.
ΑΣΒΕΣΤΕΣ ΚΑΙ ΛΑΔΟΜΠΟΓΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Ὁ νέος ἰδιοκτήτης ποὺ ἀγνοεῖ ἐντελῶς τὴν ἀξία τοῦ δημιουργήματος, φοβούμενος πὼς τὸ σπίτι του μπορεῖ νὰ γίνει μουσεῖο καὶ νὰ βρει τὸν μπελᾶ του σπεύδει καὶ καλύπτει τὴν τοιχογραφία μὲ στόκο, ἀσβέστη καὶ λαδομπογιά.
Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀπελευθέρωσης τὸ σπίτι ἐπανέρχεται στὸν Κόντογλου μὲ τὸ νόμο περί ἐπιστροφῆς ἀκινήτων πωληθέντων ἐπὶ κατοχῆς. Μετὰ ἀπὸ νέες περιπέτειες ὁ καλλιτέχνης καὶ ἡ οἰκογένειά του ἐπανεγκαθίστανται σ’ αὐτό, κι ἀρχίζει ἡ ἀγωνία τοῦ Κόντογλου γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀποκαλύψει ξανὰ τὸ δημιούργημά του. Τὸ 1950 ὁ ἴδιος καὶ οἱ μαθητές του, Ράλλης Κοψίδης καὶ Πέτρος Βαμπούλης ἐπιχειροῦν νὰ καθαρίσουν ἕνα μέρος τῆς νωπογραφίας. Στὴν πρώτη προσπάθειά τους ἀποκαλύπτουν τὸν «Σαμαρινιώτη», τὸν «Λήσταρχο τοῦ Ὀλύμπου» καὶ τὸν «Αϊβαλιώτη». Ὅμως ἠ τεχνική εἶναι καὶ δύσκολη καὶ ἐπίπονη. Ὁ Κόντογλου ἀπογοητευμένος μοιράζεται μὲ τοὺς μαθητές του τὰ τρία κεφάλια τῶν ἡρώων του κρατώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἀγαπημένο του Ἀϊβαλιώτη, ξανασκεπάζει τὸν τοῖχο καὶ σταματᾶ πλέον νὰ συζητᾶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο του ὡς τὸν θάνατό του.
ΤΟ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς έκθεσης τῶν ἔργων τοῦ Κόντογλου στὴν Ἐθνική Πινακοθήκη συναντήσαμε τοὺς συντηρητές Νίκο Κάιλα καὶ Πέτρο Καραγιάννη ποὺ ἀνάλαβαν τὸν καθαρισμὸ τῆς τοιχογραφίας ἡ ὁποία εἶναι συνολικά 20 τ.μ. καὶ μᾶς μίλησαν γιὰ τὸ δύσκολο ἔργο ποὺ πραγματοποίησαν
Ἡ τοιχογραφία εἶχε σπατουλαριστεῖ καὶ πάνω της ἀρχικά εἶχαν τοποθετηθεῖ δυό στρώματα λαδόστοκου, ὥστε νὰ καλυφθεῖ ἐντελῶς καὶ ἡ ἐπιφάνεια τοῦ τοίχου νὰ γίνει λεία καὶ ἐπίπεδη. Στὴ συνέχεια τοποθετήθηκαν ἀλλεπάλληλα στρώματα ἀσβέστη καὶ λαδομπογιᾶς.
Οἱ δύο συντηρητές ἀνάλαβαν νὰ καθαρίσουν τὸ ἔργο τὸν Ὀκτώβρη τοῦ 1977. Ἄρχισαν τὸν καθαρισμό καὶ τὴν ἀποκόλληση, τμῆμα μὲ τμῆμα, ποὺ τέλειωσαν τὸν Ἰανουάριο του 1978. Δουλειά ὄχι και τόσο ἁπλή, ὅπως λένε οἱ ἴδιοι, ἂν ὑπολογίσει κανείς πώς θάπρεπε νὰ φύγουν οἱ ἀσβέστες, τὰ χρώματα καὶ οἱ δυσδιάλυτοι στόκοι.
Στὴ συνέχεια ἔγινε ἡ ἀποκόλλησή τοῦ σοβᾶ μαζὶ μὲ τὸν χοντρό σοβά του τοίχου καὶ ἡ τοιχογραφία χωρίστηκε σὲ αὐτοτελὴ τμήματα ὅπως τάχει δουλέψει ὁ καλλιτέχνης. Στὸ δεύτερο μέρος τῆς δουλειάς οι τοιχογραφίες τοποθετήθηκαν κατά σύνθεση πάνω σὲ ἀνθεκτικό ὑπόστρωμα, ἔγιναν φορητά τμήματα ποὺ σωστά συναρμολογούμενα δίνουν τὸ ἴδιο σύνολο ὅπως ἐκεῖνο τοῦ καλλιτέχνη.
Ἀκόμα, τὰ δύο κεφάλια ἐπιστράφηκαν ἀπὸ τοὺς Ράλλη Κοψίδη καὶ Πέτρο Βαμπούλη, τοποθετήθηκαν στὴ θέση τους κι ἔτσι ὁλοκληρωμένο τὸ ἔργο παρουσιάζεται ἀπὸ τὴ Δευτέρα στὴν Εθνική Πινακοθήκη.
Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Μορφή ἀπό τίς πιό κορυφαίες τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ, μὲ μεγάλη ἀκτινοβολία στὸ χῶρο τοῦ πνεύματος ὁ Φώτης Κόντογλου μελετήθηκε ὅσο ἐλάχιστοι ἄλλοι ζωγράφοι ἢ λογοτέχνες. Ἦταν συγχρόνως συγγραφέας καὶ ζωγράφος, μελετητὴς καὶ στοχαστής τῆς ζωῆς.
Ζοῦσε μὲ τὴ φαντασία τὸ κάθε τι, ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὰ τυποποιημένα ρεύματα τῆς ἐποχῆς, μιλοῦσε τὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ ποὺ ἦταν πάντα ὁ ἐμπνευστής του.
Τὸ ἔργο φέρνει μέσα του ὅλο τὸν Ἑλληνισμό μὲ τὶς δόξες του, τὶς περιπέτειες καὶ τοὺς τραγικούς καταποντισμούς του. Ὁ ἴδιος ὁ Κόντογλου ἀναφέρει στὴν ἐπιγραφή ποὺ στόλιζε τὸ σπίτι του ὅτι καὶ τωρινοί ἄνθρωποι χάσανε τὴ γέψη τῆς ἁπλῆς σκέψης». Καὶ αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἶναι δραματική ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔνιωθε βαθιὰ τὸν Ἑλληνισμό του. Στὴν τοιχογραφία αὐτή ξετυλίγεται μὲ τὸν πιὸ φανερό τρόπο τὸ πιστεύω του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἀναπτύσσεται στὰ διάφορα θέματά του.