[...]Σαν
πρόσφυγες λάθρα κινούμενοι, που κι η ομίχλη τους πούλησε, πηγαίναμε, αργά
ωστόσο ακόμη, κάτω στην πόλη καθόλου δεν θα 'χε . έλαμπε πίσω απ’ την
αχλή σαν κακό μάτι.
Ηλίας Παπαμόσχος, Η
ομίχλη τα φυλάει, από τα διηγήματα «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες»,
εκδ. Κίχλη 2015.
Πήγαινα σήμερα ξημερώματα στην Εγνατία Οδό. Ομίχλη να την φας με το κουτάλι. Πηχτή σαν γιαούρτι. Έμπαινα και πάλι στο αγαπημενο επαρχιώτικο κλειστοφοβικό σύμπαν των ελληνικών κάμπων ή των υψιπέδων που τόσο ύμνησε και κανάκεψε ο φακός του μακαρίτη του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Στο "σύστημα" του αυτοκινήτου έπαιζε συγκλονιστικά Scriabin στο πιάνο ο Κυπριανός Κατσαρής. Ο δρόμος, χωρίς καμιά προειδοποίηση, κοντά στο "Νησέλι" της Αλεξάνδρειας άρχισε να στενεύει με κορίνες, ένα ρύγχος ασφάλτου φανερώθηκε εμπρός μου και με ρούφηξε σ' ένα διάδρομο στενό σαν πίστα go-kart. Ένα αστυνομικό όργανο -με κάποια απελπισία, αμηχανία και απόγνωση μαζί στην όψη- μου υπέδειξε δήθεν χαλαρά το δρόμο για τον ...κάμπο. "Αφήνουν μονάχα τα ασθενοφόρα" μου είπε. Μπροστά μου αργοκινούμενη πομπή με δυο τρία λεωφορεία, ψιλόβροχο, λάσπη σαν φίλμ αφημένη πάνω στο δρόμο για μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας... Τριάντα χιλιόμετρα εκτροπής - σχεδόν τρία τέταρτα της ώρας. Οι αγρότες δείχνουν το δρόμο. Κι ο ήλιος όταν φανερώνεται αφήνει ένα φώς μεσα στην ομίχλη που σε παιδεύει κι άλλο...
Μονάχα σαν έφτασα στη Καστοριά το ισορροπημένο μελαγχολικό φως και η γαλήνη της λίμνης με παρηγόρησαν. Κι εκεί βέβαια από νέα παράκαμψη [καλού κακού και οικειοθελώς, προς αποφυγήν δυσαρέστων αιφνιδιασμών-μερικά ακόμη χιλιόμετρα εκτροπής τί είναι;-]κατέφθασα στον προορισμό μου.
Και θυμόμουν πως τις προάλλες, στο σπίτι ασθενούς μου, κοιτάζοντας μια μικρή φωτογραφία σφηνωμένη στην κορνίζα του καθρέφτη -από 'κείνες με τα δόντια τα πριονωτά στο πλαίσιο- ένιωσα ένα καλοκαίρι να περνά μέσα μου σαν θέρμη γόνιμη και καλοδεχούμενη [αργότερα κατάλαβα πως ήταν το ηλεκτρικό σώμα που έκαιγε στο φούλ...]. Μια αθωότητα μ' όλη της την τυράνια και της σκληρής δουλειάς τα συμμαζέματα εξέπεμπε το σκηνικό. Θερισμός με ένα ξεχαρβαλωμένο τρακτέρ -στον ίδιο κάμπο...- στη δεκαετία του ΄70! Κάθισα και την αντέγραψα με το κινητό. [Και νά η ευκαιρία να τη βγάλω από την ομίχλη!]
Ο τόπος βαδίζει σε μια αδιαπέραστη ομίχλη νέου λαϊκισμού, επικίνδυνου πολιτικού-κοινωνικού χουλιγκανισμού και ανθρωποφαγίας. Φυσικό είναι και η φονική ..."κατσούνα" να γίνει λέξη της μόδας κι όλοι να εξεγείρονται για τα δίκια τους [πλην ολίγον μεθυσμένοι και περιπαθώς- ηδυπαθώς μερακλωμένοι].
Ο κάθε Αυτιάς -στην μαζοτηλεόραση- κολακεύει συντονίζει ενορχηστρώνει το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος:"Άϊντες μωρέ παιδιά!"
Κατά την ομίχλη που σκεπάζει το λάκκο και τον ανεπίστροφο γκρεμό...
Δεν αφήνεις ούτε ένα παραθυράκι για κάποιο σχόλιο βρε Νώντα, έτσι όπως τα περιγράφεις. Στο τέλος του κειμένου σου μια αίσθηση πληρότητας που σε τραβά μέσα της αφήνοντάς σε να σκέφτεσαι με νοσταλγία ό,τι σε δονεί και σε τρέφει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως θέλω σχόλια...
ΔιαγραφήΘα φροντισω να είμαι από τούδε ...ελλιπέστερος. Διότι η συντροφιά σώζει από την ...ομίχλη!