Έχοντας φορτώσει τα λαχανικά
και τα φρούτα της βδομάδας —πάλι γεμάτο το πορτ-μπαγκάζ! Πώς το καταφέρνω αυτό
το πράγμα… Κάποιος ψυχαναλυτής ίσως θα πρέπει να αναλάβει να το εξηγήσει— ανηφόρισα
το δρομάκι, παράλληλα προς το γήπεδο του «Απόλλωνα», με τους ζωγραφισμένους
τοίχους. Εκεί λοιπόν «φάτσα-κάρτα» τον αντίκρισα: Καπνίζει. Μουσάτος, ακούρευτος, με πυκνή
κόμη, χωρίς τα γυαλιά του, πλαισιωμένος εκατέρωθεν
από παρδαλά χίπικα χρώματα (όπως στο εξώφυλλο για «Το Περιβόλι του Τρελλού» που
είχε ζωγραφίσει για το Νιόνιο) μαυρισμένος
λες και πέρασε τη νύχτα όλη σε παλιό γύφτικο
τσαντίρι (της εποχής των Βαλκανικών πολέμων, κλεμμένο πολεμικό υλικό που είχαν
εγκαταλείψει οι φεύγοντες Οθωμανοί στα πεδία των μαχών) με μια μικρή φωτιά με
υγρά ξύλα να καπνίζει θαρρείς στο δικό του πρόσωπο μονάχα. Όταν κατέβηκα για να
τον φωτογραφήσω (ποτέ δε χαραμίζω τέτοιες θεόσταλτες ευκαιρίες) μια μυρωδιά από
καμένα ρούχα ή καμένα πράγματα μου έγινε
ιδιαίτερα αισθητή.
Θα μου πει δικαίως κανείς
που τον ήξερε καλά (οι δικοί του, οι στενοί του φίλοι, όσοι τέλος πάντων τον γνώριζαν): «Μα, Είσαι με τα καλά σου, μοιάζει καθόλου με το Στέργιο
τούτος εδώ;» Όμως ευθύς θα τους αποκριθώ: «Μοιάζει τίποτε με το Στέργιο από αυτό
που απόμεινε; Και πού ξέρετε εσείς πως είναι τώρα και τι κάνει εκεί πέρα που βρίσκεται ο Στέργιος Δελιαλής; Εγώ σας λέω πως θα είναι "γύφτος". Άγγελος
εξάγγελος της ειρωνείας και της αναζήτησης και θα γυρνάει στα χωριά του κόσμου
και θα κλέβει καρέκλες (ΚΛΙΚ ΕΔΩ), θα κάνει γκράφιτι με χοντρό μαρκαδόρο στις χάρτινες
φτερούγες των αγγέλων, θα κουτσοπίνει το ουίσκι του, θα συνεχίζει να καπνίζει
αρειμανίως γιατί κανείς δεν θα τολμά να του το απαγορεύει, και το βράδυ θα λέει
ιστορίες στο τσαντίρι. Εκείνες τις ατέρμονες και πνευματώδεις ιστορίες, λογοτεχνικά κεντίδια και σκαλαθύρματα,
μεγαλειώδη ψέματα και ωραίες υπερβολές…»
Έτσι λοιπόν κι εγώ σας
λέω το δικό μου ψέμα γιατί ήθελα να μιλήσω για το Στέργιο. Δεν (του) μίλησα και
δεν (τον) παρηγόρησα όταν έπρεπε δεν τον συνάντησα όταν έπρεπε (ο εγωιστής γιατρός νικά
τον άνθρωπο και τον φίλα κείμενο αφήνοντάς
τους αμανάτι τον πόνο και την ενοχή…).
Αλλά χτες σας τ’ ορκίζομαι, εξόν
από την εικόνα που μπορεί να μην πείθει, όλη εκείνη η μυρωδιά του καμένου και αυτό που έβλεπα μπροστά μου
δεν ήταν παρά ένας ακόμα Χαμένος Παράδεισος, ένα καμένο όνειρο, μια καμένη ζωή…
Γιατί ο Στέργιος είχε ξοδέψει κι αγκιστρώσει τη ζωή του πάνω σ’ ένα όνειρο: Το
δικό του Μουσείο design στη Θεσσαλονίκη.
Κι αυτό «οι καιροί» (για να μη λέμε ονόματα…) του το κάψανε!
Τον αποχαιρέτησα. (Υποκλίθηκα
για την ακρίβεια με κίνδυνο να παρεξηγηθώ από τυχόν διερχομένους).
Κι έφυγα με σφιγμένη καρδιά. Κι ας μην ήταν
τελικά αυτός εκεί πάνω στον τοίχο μα κάποιος άλλος «άσχετος».
Ο κανονικός Στέργιος θα έχει εισπράξει τη δημόσια συγγνώμη μου και τη συντριβή
μου.
Τι ωραία που ξανάρχισες τον χαρτοκόπτη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓειά σου Νίκο!
ΔιαγραφήΠροσπαθώ να αποφύγω τα... "κορωναϊκά. Σπάνια το καταφέρνω.Τουτο δω θαρρώ ήταν μια καλούτσικη προσπάθεια αποφυγής.